Μυθική τοποθεσία της οποίας η ακριβής θέση αγνοείται ακόμη και σήμερα. Ο θρύλος λέει ότι είναι σίγουρα μετά του διαόλου τη μάνα και λίγο πριν του διαόλου το κέρατο, το οποίο, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο θρύλο, είναι ο,τι πιο μακρινό στον έρμο τούτο κόσμο.

- Είπαμε να πάμε κάπου απόμερα μη μας πάρει κάνα μάτι, αλλά αυτό το ταβερνάκι ήταν στου διαόλου το ξεσταύρι. Τρεις ώρες κάναμε για να γυρίσουμε. Α, και μη φανταστείς. Mάπα το καρπούζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπρόκοπος, ακαμάτης, τεμπελχανάς, λέτσος, γενικώς είναι μια generic περιγραφή όλων αυτών που δεν θέλεις να είσαι.

- Ου ρε ζώον όρθιο και δίποδο. Που μού 'φαγες τα νιάτα μου. Που σε πίστεψα (που κακόχρονο νά 'χεις) και με πήρες κοριτσάκι πράμα και μ' έχεις να σε πλένω και να σε ξεσκατώνω και να σε μαγειρεύω. Ανεπρόκοπε. Χαρμάγκιοη. Ακαμάτη, μόνο το καφενείο και η πρέφα σε νοιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τέτοια η φτώχεια και η κακομοιριά μας που όχι μόνο δεν έχουμε τα χρειώδη για να ζήσουμε αξιοπρεπώς, αλλά ούτε και τα απαραίτητα για να θρηνήσουμε το μαύρο μας το χάλι. Επειδή δε ο κακομοίρης και ο μίζερος θέλουν συνέταιρο στην μιζέρια τους, η ανωτέρω φράση χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα στο πρώτο πληθυντικό.

- Τα 'χω πάρει. Δεν μπορώ ν' αποφασίσω. Να πάρω την 335 ή το S5;
- Εδώ δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε κι ο άλλος της ψωλής του τον χαβά...

Δεν έχω γκασμά να σκάψω τον λάκκο μου!! (από Cunning Linguist, 24/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το άδικο έπνιγε το 10χρονο στην αλάνα διότι ο μάγκας της γειτονιάς άλλαζε διαρκώς τους κανόνες του παιχνιδιού προς όφελός του, η κραυγή δε στρέχει ήταν η πρώτη απάντηση.

- Πάλι τα φυλάς εσύ.
- Γιατί;
- Γιατί έτσι.
- Έεεε, δε στρέχει, δε στρέχει. Είναι σειρά σου. Δε στρέχει.

Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα στέργω (=δέχομαι, συναινώ). Το στέργω μετασχηματίστηκε τον μεσαίωνα σε στρέγω και τελικά σε στρέχω. στέργω (αρχαίο) > στρέγω (μεσαιωνικό) > στρέχω (νεοελληνικό)
Το απρόσωπο ρήμα δεν στρέχει δηλώνει την έλλειψη συμφωνίας/συναίνεσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη εφεύρεση η λιγοψηφία, αν και κατάφωρα αντίθετη προς τη δημοκρατική παράδοση της πατρίδας μας. Όταν πιτσιρικάδες θέλαμε να χωριστούμε σε ομάδες, κάναμε έναν κύκλο και φωνάζοντας «η λιγοψηφία κερδίιιιιιιι-ζει» τείναμε το χέρι προς το κέντρο του κύκλου με την παλάμη είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω (ακριβώς πάνω στο ζει και μετά το παρατεταμένο ιιιιιι της προετοιμασίας). Μεταξύ των χεριών που ήταν με την παλάμη προς τα πάνω και αυτών με την παλάμη προς τα κάτω κέρδιζαν αυτά που ήταν λιγότερα, εξ ου και η έκφραση.

- Η λιγοψηφία κερδίιιιιιιιιι-ζει!
- 1, 2, 3, 4 ανοιχτά και 5 κλειστά.
- Αχ Γιωργάκη είμαστε μαζί. Πολύ χαίρομαι.
- Δε στρέχει, γιατί εσύ έβαλες το χέρι τελευταίος. - Όχι, όχι δεν το έβαλα τελευταίος. Στρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεδομένου του ύψους και λεβέντικης κορμοστασιάς των μελών της προεδρικής φρουράς, η προσφώνηση «τσολιάς» ή για να ακριβολογούμε «τσολιά μου εσύ!» χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα ιδιαίτερα καλλίγραμμο δείγμα θηλυκού που ατενίζει τον κόσμο από το διόλου ευκαταφρόνητο ύψος του 1.80 (τουλάχιστον), αν και καταχρηστικώς χρησιμοποιείται και σε χαμηλότερα ύψη.

  1. - Πω πω πω! Τσολιά μου εσύ! Τι μωρό είσαι εσύ παιδάκι μου!
    - Α να χαθείς. Κρύε.

  2. - Άμα δεις την Αγγελικούλα θα σου φύγει ο τάκος. Τσολιάς λέμε. Και τι τσολιάς. Να κάτι βυζάρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός εκείνων των τραγουδιών που τα ακούς και θέλεις να ξεράσεις ό,τι έχεις φάει όλη τη μέρα. Είναι γλυκερά, είναι ανάλατα και ναι, είναι και γλυκανάλατα. Κατά καιρούς ακόμη και μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν εντρυφήσει στο απεχθές αυτό είδος τραγουδιού, υποδουλωμένοι στα κελεύσματα των καιρών και των δισκογραφικών που θέλουν να πουλήσουν το κατιτίς παραπάνω. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του είδους η Celine Dion, o Barry Manilow και ο αρχηγός, ο ένας, ο μοναδικός George Michael, ο άνθρωπος στον οποίο η ανθρωπότητα οφείλει το γνωστό και μη εξαιρετέο άσμα «Last Christmas».

- Άκουσες το καινούριο της Celine Dion;
- Ωχ μωρέ, ξεκόλλα με τα καραμελογλειφάτα. Σε λίγο θα μου πεις και για τον Lionel Richie. Έλεος. Άκου τίποτε Metallica, τίποτε Maiden, να καταλάβεις τι είναι μουσική ρε άχρηστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν του γνωστού πρωτοκόλλου ασύρματης σύνδεσης ηλεκτρονικών συσκευών σε ακτίνα 10 μέτρων, ο όρος τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται για να περιγράψει, πολύ εύγλωττα είναι αλήθεια, αυτό που τις περασμένες δεκαετίες περιέγραφε ο όρος «πρασινοφρουρός». Πέρασαν τα χρόνια, έφυγε το ΠΑΣΟΚ, ήρθε η ΝΔ και η ψηφιακή σύγκλιση, οπότε το πάλαι ποτέ «δόντι» που χρειαζόταν για να μπεις στο δημόσιο σε συνδυασμό με το «γαλάζιο» χρώμα της νέας διακυβέρνησης οδήγησαν αναπόφευκτα στη χρήση του αθώου bluetooth για την περιγραφή του φαινομένου.

- Και βλέπω ποιον, αν έχεις το Θεό σου, ρε μαλάκα; Τον Βρασίδα, τον άχρηστο, τον ΙQ ραδικιού, στο γραφείο με γραμματέα, ταμπελάκι μπροστά με τ' όνομά του, μεγαλεία πράματα. Και μετά μου λες ΑΣΕΠ και μαλακίες τούμπανα. Bluetooth αγόρι μου, bluetooth.
- Ναι, όταν τα έκανε το ΠΑΣΟΚ 20 χρόνια με τους πρασινοφρουρούς καλά ήταν.

Βλ. και δόντι, βύσμα κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέψωλο. Το ξεψωλίδι. Η ψώλα. Αυτή που αγαπάει την ψωλή, η επονομαζόμενη και ψωλαρπάχτρα. Απαντάται σε όλη την επικράτεια, αν και η λεβεντογέννα Κρήτη έχει δική της τοπική βερσιόν, τη λεγόμενη χανιώλα (χανιώτισσα ψώλα).

- Να σου εξηγήσω αγάπη μου...
- Μη με λες αγάπη σου. Δεν είμαι η αγάπη σου.
- Μα δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι έ-
- Τι δεν είναι έτσι ρε; Πώς είναι; Που βρήκες το ψωλίδι αυτό και...
- Δεν είναι ψωλίδι. Μη μιλάς έτσι για την Κούλα.
- Ναι δεν είναι ψωλίδι. Είναι ξέψωλο. Είναι τσουλί. Ρε άει στο διάολο, που θα μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμένο πλην όμως μαλακισμένο. Γλυκούλι πλην όμως εκνευριστικούλι. Συσκευασία dimension 2 σε 1. Τα πεκινουά, τα τσιουάουα, διάφορα μικρά κατοικίδια που κάνουν βαβούρα και κάτι περίεργοι τύποι που σου τη δίνουν μεν αλλά για κάποιο περίεργο λόγο έχουν κάτι που δρα ανασταλτικά προς το να τους την πεις χοντρά.

- Έλα δω ρε μπίθρο. Κάνεις και τον μάγκα, ε; Ρε, με δάγκωσε το μαλακισμένο, που άμα το δαγκώσω εγώ θα λυσσάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified