Yet another χαρακτηρισμός για την πολύ ωραία γυναίκα, την Λίλιαν του θρύλου ας πούμε. Γενικώς, οι διάφορες λεκτικές παραλλαγές του «μουνιού» χρησιμοποιούνται ως χαρακτηρισμός εξαιρετικού κάλλους για το σύνολο μίας θηλυκής ύπαρξης.

Πριν συνεχίσω με την μουνοκλίμακα που προτίθεμαι να παραθέσω προς χρήση από το σλανγκεπώνυμο πλήρωμα, θα ήθελα να τονίσω ότι ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει όταν η λέξη μουνί και τα διάφορα παράγωγά του αναφέρονται σε άντρες, όπου ο χαρακτηρισμός είναι μόνο αρνητικός. Χαρακτηριστικά αναφέρεται το «σα μουνί έγινα πάλι» και το μουνόπανο.

Η σχετική κλίμακα, κάτι σαν το σλανγκόμετρο αλλά για γυναίκες ένα πράμα, πάει ως εξής, ξεκινώντας όχι από ένα επίπεδο το οποίο να είναι άξιο λόγου αλλά από τα τάρταρα, το αντι-Λίλιαν δλδ:

μουνί της λάσπης και του αγρού >>> μουνί κλαμένο >>>μουνάκι >>> μουνίτσα >>> μουνί (αυτό που γίνονται οι μουνίτσες όταν μεγαλώσουν) >>> μούνος (εναλλακτικά και μούνα) >>> μουνάρα (εναλλακτικά και μούναρος) >>> μουναρομούναρος (εμφανίζεται ως ελαφρώς ενισχυμένη εκδοχή του απλού μούναρου αλλά δε μας χαλάει ως αυθύπαρκτος χαρακτηρισμός και ξεχωριστό λέβελ) >>> θεόμουνο (το γνωστό Λίλιαν)

  1. - Ρε συ, τι έχετε πάθει στο σλανγκ τζιαρ μ' αυτή τη Λίλιαν; Σε κάθε δεύτερο λήμμα, Λίλιαν έτσι, Λίλιαν αλλιώς; Τι κόλλημα είναι αυτό; Νισάφι πια...
    - Μικρέ πτωχέ αναγνώστη... Το Λίλιαν αγόρι μου δεν είναι απλά ένα μουνί, είναι το απόλυτο αμαρτωλό. Είναι ιδέα. Είναι θρησκεία. Είναι θεόμουνο. Μη σου πω ημιθεόμουνο...*
    - Νταξ. Το γαμεί κανείς ή είναι ρέστο;
    - Ωπ! Καλώς τον Πέρι. Να, για τον ΠΑΟΚ μιλούσαμε τώρα, έτσι δεν είναι Ανέστη; (θα σου πω αργότερα... κάνε την παλαβή)
    - Ναι, ναι... καλά πάει εφέτο... (Γουανταφάκ;)

  2. - Καλά ρε μαλάκα, τι πίνεις και δε(ν) δίνεις; Θεόμουνο η Μαρίτσα; Αν κρεμάσουν τα θεόμουνα, τζάμπα θα πάει το κορίτσι. Νταξ, δε λέω... δε είναι και του πεταματού, θα της τον σφύριζα με 4-5 μπυρίτσουαλς αλλά πάνω από μουνάκι εγώ δεν θα τη χαρακτήριζα. Ρε μπας κι είσαι Σάββας τελικά;

Σύγκρινε με μπιμπελό. Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τίποτα να μην ξέρει κάποιος από jazz, τον εν λόγω κύριο κάπου θα τον έχει πάρει τ' αυτί του. Το γνωστότερο κομμάτι του (το οποίο παρεμπίπταμπλυ συνέθεσε ο σαξοφωνίστας του γκρουπ, κ. Paul Desmond) είναι το Take Five, ελληνιστί Πάρε Πέντε, ευθεία αναφορά στο beat των 5/4 που είναι γραμμένο το κομμάτι.

Για τις ανάγκες του σάιτ, το όνομα του αρχηγού του γκρουπ, επιστρατεύεται για να δηλώσει ότι ο εκφέρων πέρα από σπεκ, σπεκάουα, σπέκια και αστρασπέκια, έχει και μουσικές γνώσεις ικανές να συνοδεύσουν την μέγιστη ποντοδοσία.

(από και καλά σχόλια στο παρόν σάιτ)

...Καλά, τι ανέβασες ο άθρωπας. Σπεκ κι αστερίες!

... Δύο Brubeck κι από μένα για να μην ξεχνιόμαστε! Εύγε νέε μου!

Take Ten! (από Vrastaman, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο πυλώνας του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, αυτός ο λόγιος, αυτός ο τεχνίτης του λόγου, ο μάστορας της τέχνης της διήγησης, ο γνωστός και αγαπητός στο σλανγκεπώνυμο πλήθος παράγοντας του Εδεσσαϊκού ευθύνεται για την σχεδόν μόνιμη πλέον επωδό στα σχόλια μας, το λακωνικό και σαφές «Αυτό Ακριβώς. Τίποτε Άλλο.»

Ακολουθώντας την γνωστή ιντερνετική μέθοδο του συντομεύειν, η συγκεκριμένη ατάκα έχει συρρικνωθεί στα αρχικά της, δίνοντας το «αατα» με τον τόνο όπου θέλει να τον τοποθετήσει ο καθένας και μακράν εμού το να κάνω τέτοιου είδους υποδείξεις.

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο λήμμα ανήκει στην Υποομάδα 1 της τετραμελούς ομάδας λημμάτων τα οποία σχετίζονται αποκλειστικά με το παρόν σάιτ. Εξηγούμαι:

Υποομάδα 1: Σλανγκοπαράγωγα
α. αατα, εκ του «Αυτό Ακριβώς. Τίποτε Άλλο.»
β. σπεκ, εκ του «ρησπέκτ», όπως πληροφορηθήκαμε πρόσφατα από τον Ύψιστο.

Υποομάδα 2: Σλανγκολειτουργικά
α. ποντοδότης, ο κατά τον πονηρόσκυλο καλός Σαμαρείτης από την εποχή των πράσινων τικ...
β. λημματολάσπη, ο κατά Ιωάννη Αυτοκινητιστή σωρός απαρατήρητων λημμάτων στο σάιτ.

poniroskylo (06/10/08)
@ironick - για τις άγνωστες λέξεις, συμφωνώ και επαυξάνω με τα χίλια, ναι, ναι, ναι, είναι απολύτως απαραίτητο, εγώ έχω κι εγώ δεν ξέρω πόσες λέξεις που είτε δεν ξέρω τι σημαίνουν ή πώς ακριβώς χρησιμοποιούνται ή που κρίνω ότι δεν είμαι ο σωστός άνθρωπος να τις ανεβάσεις λόγω έλλειψης παραστάσεων κλπ κλπ, είναι το λεγόμενο «δημόσιο πρόχειρο» το οποίο, είμαι σε θέση να γνωρίζω, ότι και η ΚΕ του σάιτ το βλέπει θετικά, ήρθε η ώρα να γίνει, εδώ και τώρα ήρθ' η ώρα, ψηφίζω, στηρίζω, διαδίδω, ζήτω ο Εδεσσαϊκός.

jesus (06/10/08)
αναφανδόν υπέρ. αατα

acg (06/10/08)
+1. AATA.

ironick (06/10/08)
να, καλά να πάθω, ήθελα να πρωτολανσάρω το αατα, χάζευα, χάζευα, ο χρόνος κύλησε ανελέητα, πάει τώρα, με προλάβατε όπως ο γκάους (αυτό το τελευταίο για τον Ιησού και τον τετραγωνισμό του κύκλου), αλλά καλά κάνατε, κάποιος έπρεπε να το κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Από την εκπληκτική τριλογία Amici Miei (Εντιμότατοι Φίλοι μου), προέρχεται η αυτονομημένη ατάκα «γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα», που αποτελεί ελέυθερη μετάφραση εκ του ιταλικού πρωτοτύπου από έναν προφανώς πεφωτισμένο επαγγελματία μεταφραστή. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να θολώσει τα νερά και να παρέχει μία αληθοφανή δικαιολογία για κάτι που περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζεται/δεν πρέπει να δοθούν. Έτσι χρησιμοποιείται και στην αυτονομημένη της εκδοχή.

  1. - Λουκά μου, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη μαμά μου και μετά λίγο μέχρι το ΙΚΕΑ και αν έχουμε καιρό για πέντε λεπτάκια στο κομμωτήριο;
    - Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά πρέπει να γουρδώσω το περπούτσι...
    - Ποιο; Τι λες Λουκά;
    - Ναι, παράμοιρα. Ασ' τα να παν. Έπρεπε να είχα ήδη φύγει.

  2. - Και πώς εξηγείς τότε το λεκέ στο πουκάμισο Αρχέλαε; Ε;
    - Έπρεπε να γουρδώσω το περπούτσι παράμοιρα και βιαζόμουν και όπως το έβαζα ακούμπησε στο ρουζ που ήταν ανοιχτό πάνω στον πάγκο, Πίτσα μου.

(από jesus, 13/10/10)

Βλ. και καλιμπιστίρι!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, το όνομα Θεόδωρος / Θεοδώρα προσφέρεται για δημιουργία σύνθετων λέξεων όπως η βιαστικοθοδώρα (βλ. λήμμα παπαφούριας όπου γίνεται σαφής αναφορά) και βέβαια ο γυναικοθόδωρος.

Ο γυναικοθόδωρος (επί το λαϊκότερον γυναικοθόδωρας) είναι ο τύπος που ασχολείται με γυναικεία θέματα ως μη όφειλε. Προφανώς η λέξη είναι παλαιάς κοπής (για να προλάβω τυχόν φεμινιστικές αντιδράσεις) όταν τα ανδρικά και γυναικεία θέματα ήταν σαφώς διαχωρισμένα. Μη βλέπεις τώρα που το να κάνει ένας μαντράχαλος σταυροβελονιά είναι ΟΚ. Λέμε τώρα.

— Πίτσα, τα έβαλες για πρόπλυση τα ρούχα; Χμμ... βρε είναι ευαίσθητα και φοβάμαι ότι με την πρόπλυση θα γίνουν πατσαβούρια. Α, και να σου πω τώρα που το θυμήθηκα. Αυτά τα φασολάκια που πήρες, όλο ίνες ρε παιδάκι μου. Να σου πω πώς να τα διαλέγεις...
— Α πα πα πα... Μωρέ τι γυναικοθόδωρος είσαι εσύ. Λύσσαξες πια πρωί πρωί.

«Μου το παίζετε και μουγγοθόδωροι», απ\' το 0:50 και μετά (από vikar, 13/10/08)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μάπα γκόμενα, το επονομαζόμενο και μπάζο. Η πατσαβούρα ούτως ή άλλως χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του μπάζου, αλλά γνωρίζουμε όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η φύση του Έλληνος είναι ανικανοποίητη. Προκειμένου λοιπόν να αποδώσει αρτιότερα το μέγεθος της ασχήμιας μίας συγκεκριμένης γκόμενας και να εστιάσει στο ψητό, προσθέτει αφενός το κατά τ' άλλα συμπαθές και νοστιμότατο φρούτο που όμως έχει την ατυχία να είναι αισθητικά αποτυχημένο και αφετέρου το μουνί διότι κάνει καλό liaison που λένε κι οι Γάλλοι και εστιάζει ακόμη περισσότερο στο πρόβλημα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκφραση συνδέεται ιδιαίτερα με την περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπου το φαινόμενο της σταδιακής μεταμόρφωσης των γυναικείων σωμάτων σε κάτι που θυμίζει το προαναφερθέν φρούτο είναι πολύ συχνό. Συγκεκριμένα το κέντρο βάρους μετακομίζει νότια και η συσσώρευση λίπους δημιουργεί έναν δυσανάλογα μεγάλο όγκο στην περιοχή της περιφέρειας σε σχέση με το άνω μέρος του κορμού.

Κάργα σχετικό (και κατά βάση αντίθετο) λήμμα με την αχλαδομουνοπατσαβούρα είναι η τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, αν μη τι άλλο διότι και τα δύο αντλούν αρχικά από τη φύση (χλωρίδα/πανίδα), αναφέρονται στο ψητό (μπρος/πίσω) και περιγράφουν σουρεαλιστικά πλην όμως με χρηστικά αντικείμενα (πατσαβούρα/σφυρίχτρα) το σύνολο.

- Ρε συ Βρασίδα, την είδες τη Μερόπη; Ρε πώς έγινε έτσι αυτή;
- Γάμησε τα. Όταν τη γνωρίσαμε ήταν τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα και τώρα έχει γίνει αχλαδομουνοπατσαβούρα...
- Άτιμη κενωνία. Άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις στα τάρταρα.
- Κάπως έτσι...

(από acg, 16/06/08)

Βλ. και αχλάδω, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναφορά στη συγκεκριμένη επαγγελματική ιδιότητα για ανθρώπους που ουδεμία σχέση έχουν με την Ιατρική επιστήμη υποδηλώνει ότι ο εκάστοτε ομιλών έχει σε μεγάλη υπόληψη τον συνομιλητή του, αφού είναι γνωστό ότι οι ιατροί θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια ανώτερη οικονομική και κοινωνική τάξη και ασκούν ένα θεάρεστο και δύσκολο έργο.

Ενίοτε απαντάται και στη μορφή «στρατηγέ μου» ή «κύριε πρέσβη μας κακομαθαίνετε». Η ανυπαρξία σχετικών εκφράσεων για άλλες δημοφιλείς επαγγελματικές ιδιότητες (πχ. «δικηγόρε μου», «αρχιτέκτονά μου») σε συνδυασμό με τις παραδοσιακά υψηλότερες βάσεις για εισαγωγή στα ΑΕΙ, καθιστούν την Ιατρική μητέρα όλων των επιστημών και το λειτούργημα του ιατρού σαφώς σημαντικότερο των υπολοίπων.

  1. - Ωπ, καλώς τον Νιόνιο. Τι κάνεις γιατρέ μου;
    - Μια χαρά γιατρέ μου, εσείς; (σ.σ. ανταποδίδεται η φιλοφρόνηση στο ίδιο επίπεδο)

  2. - Δεν λέω γιατρέ μου, καλά τα πήγαμε και σήμερα. Ξεπουλήσαμε.
    - Ναι στρατηγέ μου. Μια ακόμη τέτοια αρπαχτή και καθαρίσαμε.

Σχετικά: αρχηγός, μάστορας, μεγάλε, ψηλός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλάσιμο, όχι βέβαια υπό την κλασσική έννοια των εκ του πρωκτού εκπορευομένων βρωμερών αερίων, αλλά αυτό που σημαίνει την πλήρη αδιαφορία για κάτι. Συντάσσεται με το ρήμα έχω, υποδηλώνοντας ότι το υποκείμενο έχει την πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων σε σχέση με το κλασμένο αντικείμενο.

- Μ' έχει στο ζαρτ η Σούλα και τα 'χω δει όλα. Τι τηλέφωνα πήρα, τι κάτω απ' το σπίτι της πήγα κι έστησα περίπτερο, τι λουλούδια έστειλα, αυτή εκεί, στο κλάσιμο. Μπας κι έχει γκόμενο δεν ξέρω...
- Όοοοχι. Γιατί το λες αυτό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδεχομένως η χρήση του εν λόγω αντικειμένου για να περιγράψει το ανδρικό γεννητικό όργανο (το γνωστό καβλί) να είναι προγενέστερη της καλτ ταινίας του Γκουζγκούνη, «Το Παλαμάρι του Βαρκάρη», αλλά εκτιμώ ότι ως φόρο τιμής στον μεγάλο αυτό υπηρέτη της έβδομης τέχνης, πρέπει η πατρότητα του όρου να του δοθεί.

Το παλαμάρι γενικώς είναι μεγάλο και χοντρό οπότε καλό είναι η χρήση να γίνεται με μέτρο, όχι μικροί μεγάλοι στο καφενείο.

- Σιγά μη σου κάτσω. Ας γελάσω δυνατά. Χα χα χα.
- Άμα πετάξω έξω το παλαμάρι μανίτσα μου, τότε να δω αν θα γελάς.
- Τσου ρε Λάκη, φοβηθήκαμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κούνια στα ποντιακά.

Επίσης (και για ευνοήτους λόγους) και η γυναίκα που κουνιέται πολύ όταν περπατάει, η κουνιότα (ανεξαρτήτως πάχους).

Κατ' επέκταση και κατά Χάρρυ Κλυν, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα και για να μην το κουράζουμε, ο πούστης σε οποιαδήποτε από τις 268 καταγεγραμμένες από τον συνάδελφο Χανκ βερσιόν.

Πάει εξαιρετικά με το «μωρή», περίπου όσο το κατούρημα με το κλάσιμο.

Ασσίστ: ..., άντε καλά και λίγο ο ΡΤΠ;)

- Πού χάθηκες βρε παλιόπαιδο; Έτσι κάνει ο κόσμος; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε... Γιατί δεν περνάς από το σπίτι το βράδυ να πιούμε τίποτε, να την πέσουμε, να ρίξουμε καμιά βουτιά στην πισίνα...
- Ίσα μωρή λαϊστέρα που μου θες και βραδυνό μπάνιο στην πισίνα! Λουγκρητία! Σιγά μη μαγειρέψεις κι ένα καλό γεύμα.
- Καλά ντε... Άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος...

Και το βιδεο - δοκουμενδο (από acg, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified