Έπαθα κόψιμο. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, συνήθως αρρώστιας τύπου γαστρεντερίτιδα, ίωση και τα ρέστα και όχι για μια απλή τροφική δηλητηρίαση.

- Άσε σου λέω, τρεις μέρες τώρα μ' έχει πάει αίμα και πανί. Ή που κάθομαι στο θρόνο, ή που τον έχω αγκαλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τριανταφυλλίδης δεν το αναφέρει.

Το σχήμα πολύ (άκλιτο, εμφανιζόμενο ως επίρρημα) ακολουθούμενο από ουσιαστικό σε ενικό αριθμό αντικαθιστά την κανονική σύνταξη πολλοί-πολλές-πολλά συν ουσιαστικό στον πληθυντικό, όταν θέλουμε να δείξουμε απαξία ή δυσαρέσκεια ακριβώς λόγω της μεγάλης ποσότητας των αντικειμένων που περιγράφει το ουσιαστικό.

Πέραν των δύο πρώτων παραδειγμάτων, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις όπου η ομοηχία των πολύ και το πολλή δυσχεραίνουν την διάκριση και είναι καθαρά θέμα ερμηνείας, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις το σχήμα πολλή συν ενικός θα μπορούσε να είναι δόκιμη, βλέπε το τρίτο παράδειγμα, όπου η τσιρίδα μπορεί να θεωρηθεί περιεκτικό ουσιαστικό.

Στα παραδείγματα έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται μια μικρή παύση στην εκφορά του λόγου πριν το αλλά.

  1. - Σου άρεσε η Βενετία;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ εκκλησία ρε παιδάκι μου... και πολύ κανάλι.
    - Ανεργία τέζα, Νίκο Ευαγγελάτο.
    - Ναι, νίκο.

  2. - Σου άρεσε η Μύκονος;
    - Ναι δε λέω ωραία, αλλά πολύ τουρίστα ρε παιδάκι μου...

  3. - Σου αρέσει η όπερα;
    - Για πότε-πότε καλά είναι, αλλά πολλή τσιρίδα ρε συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντώνυμο του πηγαίνω με τις πάντες (του οποίου ο ορισμός είναι λανθασμένος, αν και αποδίδει υπάρχουσα παρερμηνεία της φράσης. Για τον ακριβή ορισμό βλ. το σχόλιο εδώ). Δεν έχει την έννοια του πηγαίνω ευθεία, αλλά του δεν υπερστρέφω.

Δεν το θυμάμαι ως μεταβατικό, δηλαδή πχ. «ισιώνω το αυτοκίνητο» το οποίο θα σήμαινε μάλλον κάτι σε καλίμπρα, αλλά μόνο ως αμετάβατο και απόλυτο. Συνήθης η φράση του παραδείγματος («δεν ισιώνει πουθενά» ή «δεν ισιώνει ούτε [σε τόπο όπου είναι φυσικά αδύνατον να πηγαίνεις με τις πάντες]»), που σημαίνει ότι ο τύπος πηγαίνει μόνο με τις πάντες.

Από τότε που πήρε το S2000 ο Μπάμπης, δεν ισιώνει πουθενά.

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει ότι ένα συγκεκριμένο μοντέλο ή αυτοκίνητο έχει υπερστροφική οδική συμπεριφορά, κατ' επέκτασιν του προηγούμενου ορισμού.

Ήθελα να πάρω κάνα καλό πισωκούνητο, αλλά δε μπορείς να οδηγήσεις κουλάτος ούτε για να πας στη δουλειά. Με την άσφαλτο που έχουμε στο ελλάντα δεν ισιώνουν ούτε σταματημένα στο φανάρι.

Βλ. και γραμμές και τον υπάρχοντα λακωνικό ορισμό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έξοδος απ' το δρόμο με αυτοκίνητο (ίσως και με μηχανή, δεν το γνωρίζω). Συμφυρμός της προστακτικής του βγαίνω με τη γαλακτοβιομηχανία. Παίζει και η "έβγα της γειτονιάς" σε πιο χιουμουριστικά συμφραζόμενα.

  1. - Με το λεωφορείο ήρθες, Μπάμπη; Τι έγινε η μπέμπα;
    - Γάμησέ τα, πάτησα κάτι λάδια σε μια στροφή, ούτε που κατάλαβα πώς σβούρηξα, κι έφαγα μια έβγα στο χωράφι και μου γαμήθηκε το κάρτερ.
    - Λάδια το λένε τώρα. Αφού είσαι κουλός ρε, πάρ' το χαμπάρι.

  2. - Πάμε καμιάν εκδρομούλα με τ' αυτοκίνητα αυτό το σουκού;
    - Δε γίνεται, πήγα στην έβγα της γειτονιάς χτες και το 'χω συνεργείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοκίνητο με κακή οδική συμπεριφορά, που σε κάθε στροφή κινδυνεύει να βγει απ' το δρόμο.

  1. Καλό παράδειγμα πεζοδρομιοκυνηγού εδώ, παρ' όλο που δεν έβγαλε πεζοδρόμιο, αλλά κράσπεδο.

  2. Πέτα τόνα αυτόν τον πεζοδρομιοκηνυγό ρε, πάρε κάνα αυτοκίνητο της προκοπής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική περίπτωση μπάζου. Προς το ασχημούλα, αλλά όχι απελπιστικά, και μάλλον συμπαθητική. Στην κλίμακα γαμευσιμότητας βρίσκεται μακρυά απ' το κακό μπάζο, που δεν της τον δίνεις ούτε τα χριστούγεννα (για την καλή πράξη), αλλά πιο μακρυά και απ' τη μουνάρα.

Κοντά στο νηστίσιμη, με μια δόση συμπάθειας.

- Τη γνώρισες την Πέπη που σου έλεγε η δικιά μου τελικά;
- Ναι, μπαζάκι είναι ρε γαμώτο... Είναι ψηλή όμως, και μ' αρέσουν οι ψηλές. Μου ρίχνει ένα κεφάλι.
- Εσύ της έριχνες ένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπανιότερη σημασία της κλασσικής, αλλά υπαρκτή. Συνώνυμο του ηλίθιος, πανίβλακας, άι-κιού ραδικιού και τα λοιπά συναφή.

Όταν αναφέρεται σε γυναίκα (της οποίας την εμφάνιση αγνοεί ο συνομιλητής) συχνά δημιουργεί σύγχυση, ακριβώς λόγω της στατιστικής σπανιότητας αυτής της σημασίας σε σχέση με την χαρακτηρίζουσα την εμφάνιση. Χαλαρό συνώνυμο σ' αυτήν την περίπτωση το χαζογκόμενα.

  1. - Πώς πήρε πτυχίο αυτός ρε συ; Όσο τον θυμάμαι ήταν εντελώς μπάζο. Έβαλε ξαφνικά μυαλό;

  2. σε μπαρ, τύπος πήγε να μιλήσει σε γυναικοπαρέα και γυρίζει πίσω στην αντροπαρέα του:
    - Γιατί δεν έκατσες με τα γκομενάκια ρε συ;
    - Η ξανθιά που μ' αρέσει εμένα είναι μπάζο μπίτι τελείως ρε συ. Πέντε λεπτά τώρα μου μίλαγε για μανικιούρ και άλλα δέκα πιο πριν για γκλίτερ. Άσε να πιούμε κάνα ξίδι να ψωλάρουμε λίγο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκοτική έκφραση. Κανονίζω στο μιλητό σημαίνει ότι η πληροφορία για το πού, πώς, πότε και γιατί θα πάει από στόμα σε στόμα, αυστηρά προφορικά και χωρίς γράμματα και λοιπού τύπου συνεννοήσεις που αφήνουν στοιχεία.

Ο αρχικός σκοπός φαίνεται να ήταν αυτός ακριβώς, δηλαδή η εξυπηρέτηση μυστικότητας-συνωμοτικότητας, κάτι το οποίο διατηρεί ακόμα αχνά η φράση, ακόμα και όταν χρησιμοποιείται εντελώς εκτός τέτοιων συμφραζομένων. Βλ. το 2ο παράδειγμα όπου έχει ακόμα το "χωρίς μεγάλη δημοσιότητα" αλλά είναι μακρυά απ' την έννοια που έχει στο 1ο, πιο κοντά στην αρχική.

  1. - Κανονίστηκε το πέσιμο;
    - Ναι, στο μιλητό. Τα κινητά μένουν σπίτι, πάμε, χτυπάμε και κρυβόμαστε στην καβάτζα για κάνα εικοστετράωρο μέχρι να μάθουμε τι παίζει με τους μπάτσους.

  2. - Είπαμε να κανονίσουμε ένα χαλαρό παρτάκι στο μιλητό και τελικά ήρθε η μισή πόλη και μου κάνανε το σπίτι μουνί.

  3. Στην Ελλάδα, ωστόσο, τα πράγματα είναι πιο απλά καθότι ο κόσμος έχει μάθει να κανονίζει τέτοιες εκδηλώσεις στο «μιλητό».
    Από εδώ

  4. Το ήδη υπάρχον σκάνδαλο (που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ελεύθερη Ώρα") με τον "μιλητό-αδημοσίευτο" διαγωνισμό προσλήψεων στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών το καλοκαίρι που μας πέρασε...
    Από εδώ, ως ουσιαστικό. Διαφαίνεται σύγχυση μεταξύ μιλημένου (δλδ σικέ) και μιλητού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μανούρα, εκτός των άλλων, είναι ειδική περίπτωση καβγά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για καβγά που περιορίζεται σε αψιμαχίες, σε "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις"*, άντε και σε κανένα "κρατάτε με και θα τονε δείρω", και σε πολύ ακραία κατάσταση μανούρας κάνα σπρώξιμο ή καμιά ψιλή.

Για όσους αντιλαμβάνονται την κατάσταση, είναι πρόδηλη η διάθεση των εμπλεκομένων να μην πλακωθούν στα σοβαρά, αλλά απλά να δείξουν ότι θα μπορούσαν να το κάνουν. Βεβαίως, τίποτα δεν προδικάζει ότι η μανούρα θα παραμείνει μανούρα και δεν θα εξελιχθεί σε καβγά, αλλά αναλόγως με τις συνθήκες και τις περιστάσεις μπορεί κανείς να μανουριαστεί αρκετά ακραία όντας σίγουρος ότι κανείς (και κυρίως ο ίδιος) δεν θα περάσει τη νύχτα είτε σε κάνα νοσοκομείο είτε σε κάνα κρατητήριο.

Κατά συνέπεια το να μανουριαστεί κανείς με πορτιέρη είναι σπάνιο, γιατί ο πορτιέρης έχει την πρωτοβουλία του ξύλου στο 99,99% των περιπτώσεων, ενώ η μανούρα προϋποθέτει υπόδηλη συμφωνία των εμπλεκομένων να μην πέσει ξύλο, ή τουλάστιχον σοβαρό ξύλο.

Αποτέλεσμα, συνήθως φεύγουν και οι δύο πλευρές ευχαριστημένες, φεύγει ευχαριστημένος και ο ενδεχόμενος ειρηνοποιός που μπήκε στη μέση και παράστησε ότι τους χωρίζει, και καθώς είθισται μπορεί να έφαγε και καμιάν αδέσποτη.

Οι μανούρες ξεκινάνε κυρίως δι αφορμήν ασήμαντον, και γι αυτό δεν εξελίσσονται και σε καβγάδες, και αρκετά συχνά επειδή ένας απ' τους δύο ψάχνεται για μανούρα, ίσως λόγω χαρακτήρα, λόγω αλκοόλ ή για εκτόνωση.

Ρηματικές μορφές: μανουριάζω, μανουριάζομαι.

  1. - Πάλι πίνει ο Μπάμπης, και πάλι θ' αρχίσει να μανουριάζεται δεξιά κι αριστερά. Απορώ πώς δεν έχει πέσει ακόμα σε κάναν που δε σηκώνει τέτοιες μαλακίες να τις μαζέψει να ησυχάσει.

  2. - Πωπω, μαλάκα τσέκαρε, χαμός γίνεται. Λες να πέσει κάνα ξύλο;
    - Μπα, θα παίξει λίγο μανούρα έτσι για τη φάση και μετά θα τους χωρίσουν. Κλάιν. Πιες την ποτάρα σου.

*Οι φράσεις "θα σου δείξω - θα μου δείξεις", σε "θα σου κάνω - θα μου κάνεις" αναπαριστούν τις απειλές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Σε συμφραζόμενα περιγραφής βρισίματος στα όρια καβγά οι παραπάνω φράσεις είναι αρκετά τυπικές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.

Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified