Συγκαλυμμένος τρόπος να προφέρεις τη λέξη «πουτάνα», σε όλες τις πιθανές σημασίες της και σε όλες τις πιθανές περιστάσεις.

Αναφέρεται στο «Δεν σε γουστάρω» σε στίχους και μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

(σε γκισέ εφορίας)

- Να μου προσκομίσετε και το στεφανοχάρτι της συμπεθέρας του μπατζανάκη σας, παρακαλώ.
- Που τ' ανακάλυψες ότι χρειάζεται;

στο 1:05 (από allivegp, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται το πίσω (ουραίο) μέρος ενός αυτοκινήτου ή άλλου οχήματος. Αντιθέτως, το μπροστινό μέρος, λέγεται και «μούρη».

Εκεί που έβαλα λίγο όπισθεν για να ξεπαρκάρω, βρήκε ο κώλος μου στον κάδο απορριμάτων και έτσι απέκτησα άλλη μια λακκούβα.

Alfa Spider 60κάτι - κώλος για φίλημα! (από Vrastaman, 19/07/10)Έλα με τον κώλο! (από MXΣ, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Koλλητήρι λέγεται η επικίνδυνη οδηγική συμπεριφορά του πλησιάσματος πολύ κοντά στο ουραίο τμήμα (κώλος) του προπορευόμενου οχήματος, ως μέσο για να αναγκαστεί ο οδηγός του είτε να γκαζώσει, είτε (ακόμη καλύτερα) να αλλάξει λωρίδα και να μας ανοίξει το δρόμο.

Warning: Το κολλητήρι δέον ν' αποφεύγεται από τους σώφρονες οδηγούς, γιατί μπορεί να οδηγήσει πολύ εύκολα σε τροχαία ατυχήματα. Ιδιαίτερα μεγάλος κίνδυνος υπάρχει όταν το προπορευόμενο όχημα είναι δίκυκλο, οπότε ακόμη και μια πολύ ανεπαίσθητη επαφή (φιλάκι) του μπροστινού προφυλακτήρα του αυτοκινήτου με την πίσω ρόδα του δικύκλου, αρκεί για να στείλει τον δικυκλιστή να κάνει αρχικά μερικά οχταράκια και, τελικά, σάλτο μορτάλε.

Εκεί που επέστρεφα από Ηγουμενίτσα, όταν μπήκα στο τούνελ της Τύριας μείωσα στα 80 τηρώντας το όριο και ο πισινός μου βρήκε αμέσως ευκαιρία και άρχισε τις κόρνες, τα σινιάλα και τα κολλητήρια. Don't do it, Fedon, του φώναζα, αλλά αυτός εκεί, το βιολί του. Ε, ρε κάτι κάγκουρες που κυκλοφορούν στους δρόμους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό της διοίκησης/γραφειοκρατίας, πολλές φορές ένα σημείωμα φαινομενικά πρόχειρο, ανυπόγραφο, γραμμένο στα όρθια σε ένα ποστ ιτ, χαρτοπετσέτα ή άλλο κωλόχαρτο που βρήκε μπροστά του ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος, έχει συχνά την ίδια ή και περισσότερη αξία με ένα επίσημο έγγραφο της Υπηρεσίας ή Εταιρίας με όλες τις σφραγίδες, υπογραφές και διακριτικά.

Ένα τέτοιο σημείωμα συνήθως απευθύνεται σε έναν υφιστάμενο υπάλληλο που το πιάνει το μηνυματέισον και εκτελεί την εντολή που διαβάζει στη χαρτοπετσέτα αυθωρεί και παραχρήμα και χωρίς χικ-μικ, επειδή δεσμεύεται από την ιεραρχία και από άγραφους νόμους και κώδικες που ισχύουν στην Υπηρεσία και που δεν μπορεί να τους αρνηθεί ή αγνοήσει.

Οι λόγοι για τους οποίους οι ρουμάνοι (no pun intented) γράφουν σε χαρτοπετσέτες είναι συνήθως για να μην αφήνουν ίχνη ή αποδεικτικά στοιχεία και να μπορούν αργότερα, αν προκύψει θέμα, να αρνηθούν ότι έδωσαν αυτοί την εντολή.

Συνώνυμο: non-paper

Όχι ρε πστ μου, πάλι συνταγή γραμμένη σε χαρτοπετσέτα μου έστειλε ο Διευθυντής της Κλινικής, για να την περάσω σε συνταγολόγιο του ΙΚΑ. Πάλι με πανάκριβα φάρμακα, και πάλι εκτός ενδείξεων. Καλά, δεν του μίλησε κανείς του παπάρα ότι τα Ασφαλιστικά Ταμεία δεν αποζημιώνουν δαπάνες για φάρμακα όταν αυτά χορηγούνται εκτός των εγκεκριμένων από τον ΕΟΦ ενδείξεών τους; Και τί περιμένει να κάνω εγώ τώρα; Το φελέκι μου μέσα, με τον στηπού άνδρα που έμπλεξα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως του λήμματος προηγείται η φράση «Νταξ μωρέ, πώς κάνεις έτσι».

Χρησιμοποιείται από σταρχιδιστές, στομπουτσιστές και ελαμωρέδες, για να καθησυχάσει (συχνά ψευδώς) τον συνομιλητή ότι δεν τρέχει τίποτε ή ότι δεν έχει γίνει καμιά σπουδαία ή ανεπανόρθωτη ζημιά.

- Καλά, ρε αούγκανε, άφησες το μάτι της κουζίνας αναμμένο όλο το απόγευμα;
- Νταξ μωρέ, πωώς κάνεις έτσι. Δεν έπεσε το νερό στη ζάχαρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονική περίοδος ακαθόριστης διάρκειας που τη χρησιμοποιούμε όταν εξιστορούμε τις εμπειρίες ή φάσεις της ζωής μας. Και καλά δηλαδή, το κάναμε κι αυτό, το ζήσαμε και το άλλο, το γευτήκαμε και το δείνα, όλα σε ανέμελους, χαλαρούς, και κουλ ρυθμούς, γιατί είμαστε λαρτζ τύποι και δεν μας πειράζει να μείνουμε ξέμπαρκοι (κάνα φεγγάρι) στο Νησί του Ροβινσώνα, χωρίς να παίζει ρόλο για πόσο ακριβώς.

Παίζει πολύ όταν αναφερόμαστε σε σχέσεις και εργασιακή εμπειρία.

  1. Πριν τα φτιάξω με την Κρίστυ, τα είχα με τη Λάουρα για ένα φεγγάρι.

  2. Πέρασα κι εγώ ένα φεγγάρι από την 33 ΤΑΞΥΠ.

  3. Σωστό νεκροταφείο αθλητών ο Θρύλος προ του Μπάγεβιτς! Μέχρι και ο Ρασίντ Γεκινί είχε παίξει στο Θρύλο για ένα φεγγάρι, αλλά σωστή μπάλα δεν είδαμε.

Βλ. και τέρμινο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη φράση αυτή τη χρησιμοποιούμε σαν πρόλογο προκειμένου κατόπιν να ξεφουρνίσουμε ό,τι κουλαμάρα / μπανταλωμάρα / λακίαμα μας κατέβει. Συνήθως αυτό που ακολουθεί είναι κάτι εντελώς άσχετο (παρ. 1), είτε κάτι τετριμμένο ή αυταπόδεικτο (παρ. 2).

Παραλλαγή αποτελεί η φράση «Όπως λένε και οι ινδιάνοι για το Χ», που συναντούμε και σε άσμα του Λουκιανού Κηλαηδόνη: «Όπως λένε και οι ινδιάνοι για το μπλέξιμο, εννιά φορές στις δέκα είναι για κακό».

  1. - Το λοιπόν, όπως λέει και μια ινδιάνικη παροιμία: «Όταν ο καθιστός βούβαλος τραγουδά σωπαίνουν τα χωράφια μα όταν ρεύεται λιποθυμούν οι πύθωνες» ...
    - Τ' είπε τώρα το άτομο!

  2. - Μη το ζαλίζεις πολύ, Μιχάλη: όπως λέει και μια ινδιάνικη παροιμία «σαν θέλει η νύφη και ο γαμπρός...»

για τους σπανιοληδες κ οι βασκικες παροιμιες (από jesus, 29/06/10)(από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται ο ξενερουά, ο άγευστος και αδιάφορος άνθρωπος, που δεν μας προκαλεί κανένα ρίγος ή συγκίνηση.

Η λέξη καθιερώθηκε από το γνωστό βίντεο του Σαλονικιού στο Νιούκαστλ, στο 0:23 (μήδι).

- Πάμε να φύγουμε από δω που μπλέξαμε με τους ανάλατους, ούτε μια καντίνα, ένα λουκάνικο να γουστάρουμε, μια μπυρίτσα στο κουτάκι, Ολντ Τράφορντ και παπαριές καμαρωτές σου λέει ύστερα... Χαριλάου ρε και πάλι Χαριλάου!

(από allivegp, 25/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοριέται στη φράση «τι με κοιτάς με νόημα», είτε για να δώσουμε λαβή στον άλλονα να βγάλει στη φόρα τα σώψυχα και τα σώβρακά του, είτε απλά ως χαριτωμενιά για να σπάσουμε μια άβολη σιωπή

Το λήμμα μας το συναντούμε και σε λογοτεχνικά κείμενα, μυθιστορήματα ή άλλες αφηγήσεις, όπως π.χ. «Κόναν, υπάρχουν και οι πόρτες», παρατήρησε ο σοφός γέρων με νόημα.

Τρεις φίλες –μια σε σχέση, μια αρραβωνιασμένη και μια παντρεμένη συζητάνε- για τους άντρες τους

Αργοπίνοντας το ποτό της, η ελεύθερη από τις τρεις φίλες λέει: «Την περασμένη Παρασκευή, μετά τη δουλειά, πήγα στο γραφείο του φίλου μου που δούλευε ως αργά, φορώντας μόνο ένα δερμάτινο πανωφόρι. Πριν χτυπήσω την πόρτα, έβαλα μια μάσκα, άφησα το πανωφόρι να γλιστρήσει από πάνω μου, και έμεινα με ένα δερμάτινο κορσάζ, κάλτσες μαύρες νάιλον και ψηλά τακούνια. Ο φίλος μου άναψε τόσο που κάναμε παθιασμένο έρωτα πάνω στο γραφείο του». Η αρραβωνιασμένη αφήνει ένα νευρικό γελάκι και λέει: « Περίπου τα ίδια είχα κι εγώ! Όταν ο αρραβωνιαστικός μου ήρθε την Παρασκευή, με βρήκε να φοράω μια μαύρη μάσκα , δερμάτινο κορσάζ, μαύρες νάιλον κάλτσες και ψηλοτάκουνες γόβες. Άναψε τόσο, που κάναμε έρωτα όλη τη νύχτα, και τώρα θέλει να επισπεύσουμε την ημερομηνία του γάμου. Η παντρεμένη αφήνει αργά το ποτήρι της στο μπαρ και λέει: « Εγώ το σχεδίασα πολύ καλά. Άφησα τα παιδιά στη μητέρα μου, έκανα ένα αρωματισμένο μπάνιο, έβαλα ένα σφιχτό δερμάτινο κορσάζ, ζαρτιέρες και μαύρες νάιλον κάλτσες και δωδεκάποντες γόβες. Τελείωσα την προετοιμασία μου με μια μαύρη μάσκα. Όταν ο άντρας μου επέστρεψε από τη δουλειά του, πήγε στο ψυγείο και πήρε μια μπύρα, πήρε το τηλεκοντρόλ, με κοίταξε, κάθισε στον καναπέ και είπε με νόημα: «Δεν μου λες, Μπάτμαν, τι έχει να φάμε για βράδυ;»

Στο 03:16 πραγματεία στη δομή της φαρσοκωμωδίας (slapstick) απο τους Monty Python (από HODJAS, 21/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified