Το λήμμα «ξεμπράβο» το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πάρουμε πίσω τα εύσημα που είχαμε αποδώσει σε κάποιον που ενώ αρχικά έκανε κάτι καλό, στην πορεία συνέχισε με πατάτες και ανέτρεψε τις προσδοκίες μας.

Το λήμμα δημιουργεί μια αίσθηση ψυχρολουσίας / σκωτσέζικου ντους σε αυτόν που το δέχεται και μας αυτοανακηρύσσει και ακομπλεξάριστους / αντικεμενικούς / μη δογματικούς κριτές που ξέρουμε να λέμε το «μπράβο» όταν κάποιος το αξίζει, αλλά παράλληλα και να τον καταχεριάζουμε όταν τα κάνει νι καπέλο.

Συνώνυμο: είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης/

Μετά το «Μπράβο» στον Γ.Α.Π. για τη στήριξη της Ε.Ε. προς την Ελλάδα την 25η Μαρτίου, του οφείλουμε ένα μεγάλο «Ξεμπράβο» για την ανάμειξη του ΔίΝεΤου τον Απρίλιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται στην ποδοσφαιρική αργκό ο παίχτης που στερείται τεχνικής κατάρτισης, ο αούγκανος ή ζούγκλος της ομάδας. Ενθουσιώδης πλην άμπαλος, αντί να κοντρολάρει ομαλά τη μπάλα με το coup de pied, χρησιμοποιεί για τον σκοπό αυτό το καλάμι του, δηλ. την κνήμη, το δεύτερο μαζί με το βραχιόνιο σε μήκος οστούν του ανθρωπίνου σώματος που υπολείπεται μόνο του μηριαίου και που στην πρόσθια επιφάνεια του βρίσκεται αμέσως κάτωθεν του δέρματος ==> άρα σκληρή, ανένδοτη επιφάνεια ==> ελαστική κρούση της μπάλας ==> γκελάρισμα και απώλεια του ελέγχου της τελευταίας.

Οι καλαμοκοντρόλερς προκαλούν τη θυμηδία της εξέδρας σε κάθε τους ενέργεια, που μεταρσιώνεται σε μπινελίκια, βρισιές, φτυσιές και εκτόξευση κύπελων καφέ μέσα στον αγωνιστικό χώρο, σε περίπτωση που το αποτυχημένο κοντρόλ οδηγήσει σε απώλεια ευκαιρίας ή, αντίστοιχα, σε κίνδυνο για την ομάδα τους.

Χαρακτηριστικοί τύποι καλαμοκοντρόλερ των ελληνικών γηπέδων έχουν υπάρξει οι Τζακ Καλλιτζάκης, Γιώργος -Member of the Parliament - Ανατολάκης, Γιώργος Αμαν-Αμάν Αμανατίδης, κ.α.

- Πήρατε κάνα γκαλό στόπερ ή θα συνεχίζετε να παίζετε με τον καλαμοκοντρόλερ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζόρικη λεξούλα, λόγια, κυριλέ ή τουλάχιστο mainstream για πολλούς, που –φυσικά– σημαίνει τον υπερθετικό βαθμό/κορυφή (summit)/επιτομή του φαύλου, διεφθαρμένου, ανήθικου, αχρείου ανθρώπου. Η βρώμικη δουλειά γίνεται με το τρυκ της επανάληψης της λέξης φαύλος, με τη μεσολάβηση του τοπικού επιρρήματος «επί», δηλαδή φαύλος επί φαύλου ==> φαυλότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν.

Το έτυμον του φαύλος ανάγεται στο <αρχ. φαύλος < *φλαύλος, συγγ. του φλύω (= φλυαρώ).

Σας ασπάζομαι,
Ο θείος Φαύλος

Χα! Θα βάλει τάξη στο ΙΚΑ ο Διοικητής του! Ποιός; Ο για χρόνια φαυλεπίφαυλος που εμφανίζεται τώρα τιμητής της χρηστής διοίκησης! Πλάκα με κάνεις ρε καρντάσι; Ούσουτου, το αρχιλαμόγιο.

(Μωχάμετ Ρεζά Παχλεβί - Σάκης του Ιράν 1941/1979): Παχλεβίπαχλος...  (από HODJAS, 04/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που τη χρησιμοποιούμε στο τέλος μιας πρότασης (ή νοηματικής παραγράφου), όταν θέλουμε να εκδηλώσουμε την έντονη αμφισβήτηση ή αποδοκιμασία μας σε πράξεις, προθέσεις ή λεγόμενα άλλων.

Συνήθως προηγείται αυτολεξεί επανάληψη της φράσης την οποία αποδοκιμάζουμε.

Πρόκειται για μεταφορά στον ελληνικό προφορικό λόγο της αμερικλανιάς «my ass!»

  1. (από εξομολογήσεις μιας Λάουρας)
    -«Είμαι ελεύθερος», ορκιζόταν πριν τα φτιάξουμε. «Ελεύθερος» ο κώλος μου! Είχε γυναίκα, πεθερά και 4 παιδιά, όλοι στο ίδιο σπίτι.

  2. (σχολιασμός λαθραναγνώστη κρεμασμένων στο περίπτερο εφημερίδων)
    - «Άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων» ο κώλος μου! Ήμουνα νιος και γέρασα διαβάζοντας ότι ανοίγουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για αμερικλανιά ολκής που χρησιμοποιείται στο τέλος μιας πρότασης για να δώσει έμφαση σε συγκρίσεις και σημαίνει «όλων των εποχών».

- Είδες τη συνέντευξη του Μάνου στον Σκάι; Χαρακτήρισε των Κων/νο Καραμανλή-θείο ως τον καλύτερο πρωθυπουργό της Ελλάδας έβερ.
- Αυτό είναι η μεγαλύτερη λακίαμα που έχω ακούσει έβερ. Τί να μας πει και ο Μάνος, ο πιο τελειωμένος πολιτικός έβερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (και) έτσι ο Εβραίος / Οβραίος / Ισραηλίτης / πεζοπόρος της Ερυθράς θάλασσας, κ.τ.ο.

Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης για να χαρακτηρίσει κάποιον τσιγγούνη ή σπαγκοραμμένο.

Με απάλειψη του καταχρηστικού διφθόγγου -ια- απαντάται και ως τσαφούτης, με το «τσα» παχύ όπως στο αγγλ. channel (=κανάλι).

Συνώνυμο: (ε)ξηνταβελόνης

Ασσίστ: Χότζας, στο μνημειώδες σχόλιο του με τις χήνες του Καπιτωλίου για το λήμμα κάνω την πάπια.

- Σου αφήνει ο μπάρμπα-Μπρίλιος τουλάστιχον κάνα μπουρμπουάρ όταν του παραδίνεις το ντιλίβερι;
- Μπα, ο τσιαφούτης, αυτός δεν δίνει ούτε τ' Αγίου του νερό.

βλ. και τσιφούτης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου βρίσκεται στην πρωτοπορία (και) στον ιατρικό τομέα. Διάσημοι Ιάπωνες γιατροί, είναι οι παρακάτω:

  • Δερματολόγος: Γιαφαγούρα
  • Πλαστικός χειρούργος: Γιαφιγούρα
  • Οφθαλμίατρος: Γιαθολούρα
  • Λογοθεραπευτής: Γιαμουρμούρα
  • Διαιτολόγος: Γιαλιγούρα
  • Γαστρεντερολόγος: Γιακαούρα
  • Ουρολόγος: Γιακατούρα
  • Ορθοπεδικός: Γιακαμπούρα

- Ρε πστ μου, οι φακοί μου χρειάζονται διόρθωση! Δεν μπορώ να δώ τον μπούτζο μου και δεν είναι η κοιλιά μου που φταίει.
- Ε, βέβαια, αφού τους φοράς 5 χρόνια! Δεν ξέρεις ότι το μάτι είναι ζωντανό όργανο και αλλάζει με το χρόνο;
- Ξέρεις κανένα καλό γιαθολούρα;

Dr. Hino Takataka gp (από Vrastaman, 06/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα γλεντάω /-ώ ως αμετάβατο έχει την έννοια του ξεφαντώνω, γιορτάζω, πανηγυρίζω, βγάζω γούστα, κ.τλ. Όταν όμως συνοδεύεται από αντικείμενο ως μεταβατικό ρήμα (δηλ. γλεντάω κάποιον), σημαίνει ότι διασκεδάζω σε βάρος του, βγάζω τα γούστα μου / ασελγώ πάνω του, ή ακόμη παίρνω την εκδίκησή μου.

Το λήμμα προέρχεται από τον θαυμαστό κόσμο των συνθημάτων που αναρτούν σε πανώ ή φωνάζουν στα γήπεδα οι επιστήμονες των διαφόρων ομάδων και αναπαράγουν με μεγάλη προθυμία οι αθλητικές καφροφυλλάδες.

Συνώνυμο: κάνω πάρτι με επίτιμο καλεσμένο, κερνάω τον καλύτερο πελάτη.

  1. Θρύλε γλέντα τους κι απόψε ΑΝΩ ΚΑΛΑΜΑΚΙ.

  2. Γλέντησε τον Θρύλο ο Πάο στο βόλεϋ και πήρε το κύπελλο.

(από allivegp, 01/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του «πρωτοδίκης».

- Ποιός πορδοδίκης ανεβαίνει σήμερα στην έδρα;
- Ο κ. Μπάμιας...
- Και; Είναι σκληρός;
- Μπα, μαλακοφέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο με οικονομική ευρωστία σκοτεινής/ύποπτης προέλευσης.

Τυπικά παρουσιάζει μια λαρτζ συμπεριφορά και φροντίζει να δημιουργεί την εντύπωση ατόμου που ξέρει τα μέσα και τα έξω, που μπορεί να προβλέπει τις οικονομικές εξελίξεις, που έχει ισχυρά κονέ και κινείται με άνεση σε καίριους χώρους (γραφεία, δικαστήρια, αίθουσες πλειστηριασμών, τράπεζες, χρηματιστήριο), εξ ου και το σουλατσαδόρος. Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει τι δουλειά κάνει ή ποιο ακριβώς είναι το πεδίο στο οποίο δραστηριοποιείται, με αποτέλεσμα να τον ακολουθεί παράλληλα και η υποψία ότι πρόκειται για λαμόγιο.

Συνήθως, δηλώνει ασαφή επαγγέλματα, όπως π.χ. “εισαγωγαί-εξαγωγαί” / “real estate” (έτσι, σκέτο) / “εισοδηματίας” / “χρηματιστής” αλλά παίζει να είναι στην τελική τοκογλύφος ή ενεχυροδανειστής ή λαθρέμπορος ή κάτι παρόμοιο.

- Πάλι με νέα τζιπούρα στο Da Capo o Λάκης, και σε περίοδο κρίσης, παρακαλώ. Ξέρει κανείς με τι ασχολείται πραγματικά;
- Τοκιστής σουλατσαδόρος μου μοιάζει, αλλά ποιος θα τον ελέγξει; Ξέφραγο αμπέλι την κατάντησαν την Ελλάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified