Έκφραση από την τιμημένη εποχή που τα σημερινά σιντί ήταν μαύρα, πιο μεγάλα, φτιάχνονταν από βινύλιο και, αν έχεις το Θεό σου, δεν μπορούσες να τα κάνεις mp3 στο πισί γιατί, αν έχεις ακόμη το Θεό σου, δεν υπήρχαν πισί! Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τα τοποθετήσεις σε ένα «μηχάνημα» και να ακουμπήσεις πάνω τους μια βελόνα, η πρωταγωνίστρια του λήμματος, ώστε να αρχίσει να ακούγεται ανάμεσα από τα ενοχλητικά «σπασίματα» και κάποιας υποτυπώδους μορφής μουσική. Είτε το μηχάνημα λεγόταν γραμμόφωνο, είτε «πικ-άπ» (οι κεκαλάδες το ξέρουν μόνο όπως το λέγανε στο χωριό τους: τερντέιμπλ) το αποτέλεσμα ήταν διασκέδαση στο φουλ και ανοιχτά στόματα μιας και δεν πίστευαν ότι αυτό το θαύμα έπαιζε μουσική από το μηδέν και χωρίς να χρειάζεται τύπους με πεντοχίλιαρα στο κούτελο, μπροστά τους!

Αλλά, φυσικά, κάτι πήγαινε στραβά. Συνήθως η βελόνα που ακουμπούσε στο δίσκο και μετέτρεπε αυτά που ήταν γραμμένα σε ταλαντώσεις οι οποίες θα παρήγαγαν ήχο (και με κάποιες άλλες διεργασίες που μάλλον δεν θα καταλάβετε) κολλούσε σε συγκεκριμένα σημεία με αποτέλεσμα η μελωδική φωνή του/της αοιδού να επαναλαμβάνεται σε στυλ: Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (χρουτσουμπλουτζουμπλού) -βιόλες, -βιόλες, -βιόλες κτλ.

Ωσεκτουτού, από τότε χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε επαναλαμβάνει ό, τι κι αν λέει σε βαθμό ενοχλητικό. Η έκφραση ανήκει στην ιστορική αλλά αναντικατάστατη σλανγκ. Δεν έχει νόημα να πεις π.χ. Χάλασε το ματάκι που διαβάζει το σιντι εκτός κι αν το λες στον τεχνικό που θα στο φτιάξει.

- Άσε Μάκη, άσχημα νέα. Έμαθα ότι είσαι σχεδόν τάρανδος. Μόνο το κομμάτι κάτω από τα κέρατα σου λείπει.
- Για κάτσε ρε Λάκη, τι εννοείς;
- Εννοώ ότι το Λιτσάκι κάθε μέρα πάει μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον...
- Ε, κάτσε ρε! Τι έπαθες, κόλλησε η βελόνα;
- Όχι ρε καημένε Ρούντολφ! Απλά με τόσους πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλοφλώρος χαρακτηρίζεται ο τυπάς που, αν και φοράει κράνος – κασκόλ –μάσκα / γυαλιά σκι, έχει ακόμη μέσα του την ιδέα πως κάποιος κάπου πρόκειται να τον γνωρίσει και να τον κάνει «να πληρώσεις ρε αλήτη» για ότι έχει κάνει. Οπότε αποφεύγει συστηματικά την έκθεση σε οπτικό πεδίο κάμερας, τα πλιάτσικα σε μαγαζιά που βιντεοσκοπούνται για τη δική μας ασφάλεια (εκτός αν η λίστα του ντου έχει προϊόντα πρώτης ανάγκης οπότε κάνει την υπέρβαση), το να το παίξει ο ειρηνευτής που θα μπει ανάμεσα στους μπάτσους και στους μπάχαλους για να ηρεμήσει τα πνεύματα και άλλα.

Διαθέτουν την χείριστη φήμη ανάμεσα στις τάξεις των απλών και τίμιων κουκουλοφόρων και συχνά αναφέρονται και ως μαύρα πρόβατα. Κανείς δεν τους συμπαθεί, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν και να τους διώξουν, καθώς η πάλη κατά της πόλης που καίγεται - λουλούδι που ανθίζει είναι πραγματικά δύσκολη και χρειάζεται την συνδρομή όλων. Παρόλα αυτά, οι κουκουλοφλώροι επιτελούν μιας κάποιας μορφής έργο, με το να σπάνε μάρμαρα και να φέρνουν πολεμοφόδια, να ζωγραφίζουν με σπρέι διάφορα συνθήματα, να πασάρουν και να κουβαλούν τα μαλόξ και γενικά να χαμαλοδουλεύουν.

Αν διαβάζετε τον ορισμό και κάτι δεν σας έκατσε καλά, τότε μάλλον είστε αστυνομικός ή ανήκετε γενικά στα σώματα ασφαλείας, χουντάλας, ιδιοκτήτης μαγαζιού στο κέντρο και μη περιοριστικά. Για εσάς ο ορισμός είναι: γενικά όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από μία κουκούλα.

(Δύο τύποι συνομιλούν στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης 17 Νοεμβρίου)

- Λοιπόν, σήμερα το μενού έχει Στάρμπαξ και Ζάρα. Παίρνω εγώ Ζάρα.
- Εντάξει. Να το κάνουμε πέτρα ψαλίδι χαρτί ή να διαλέξω πρώτος.
- Άσε εμείς έχουμε ήδη κάνει τρελό τιμ. Εγώ, ο Κώστας ο ψηλάκος, ο Χρηστάκης ο άτσου, ο Πεπερικλής ο κεκές και ο Μίλτος ο ράπα.
- Τι λες ρε φίλε; Πάλι θα μείνω εγώ με τους κουκουλοφλώρους; Δεν στρέει, θέλω να διαλέξουμε ξανά.

Ποιος είπε ότι ο Τσίπρας χαϊδεύει τους κουκουλοφλώρους; (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κανονικά ονομάζει το φαγητό, αν οι μικρές ζυμαρένιες μπιλίτσες που κολλάνε στα δόντια και δεν έχουν καθόλου γεύση θεωρούνται φαγητό, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις χώρες της μεσογειακής Αφρικής και όχι τόσο αγαπητό στις υπόλοιπες χώρες ολόκληρου του κόσμου. Αλλά μιας και είναι τόσο ευκολοπρόφερτη και γεμίζει το στόμα πέρασε στην σλανγκ ορολογία και σημαίνει το κο(υ)τσομπολιό, το μο(υ)χαμπέτι, την κοινωνική κριτική, το τζιζ-μπιζ και γενικά το χάσιμο χρόνου με ταυτόχρονο σχολιασμό οποιουδήποτε θέματος τυχαίνει να έρθει στο μυαλό των ομιλητών, και τις περισσότερες φορές έρχονται θέματα για χρώματα βρακιών και τοποθεσίες διανυκτέρευσης διαφόρων.

Το, γνωστό και ως κουσκούσι, σπορ που αποτελεί τόσο αποκλειστικότητα των γυναικών όσο αποκλειστικότητα είναι και το σκάλισμα της μύτης στα φανάρια των ανδρών, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μιας και όλοι λίγο-πολύ το έχουμε εξασκήσει και εδώ που τα λέμε βγαίνει φυσικά ειδικά όταν χαρακτηρίζονται μειωτικά αντιπαθητικοί τύποι (που ίσως τυχαίνει να είναι και τα αφεντικά σας). Οι λέξεις «άκουσα ότι ένας φίλος μου είχε πρόβλημα με τη στύση του» προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα στο πρόσωπο με την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

Τώρα για το πως συνδέθηκε η λέξη με τον τζερτζελέ, που ξέχασα να το αναφέρω στα συνώνυμα πιο πάνω (αυτό που μόλις έγραψα είναι κόλπο για να ξαναδιαβάσεις τον ορισμό για να ψάξεις τα συνώνυμα και να μην τον περάσεις στο ντούκου), οι απόψεις τριίστανται: Η αδερφή μου λέει ότι τη λέξη την έβγαλε η Καραβάτου, η μάνα μου ότι «ταιριάζει στο αυτί γι'αυτή τη δραστηριότητα» και η γιαγιά μου ότι το κους κους (πληγούρι) ήταν από τα κύρια φαγητά που μαγειρεύονταν σε «μαύρους καιρούς» και συνήθως σε καζάνι ώστε να φάει όλη η γειτονιά μαζί και να πει τα νέα της.

- Έλα ρε Τάκη τι έγινε τελικά χτες, πήγες στο πάρτι;
- Εννοείται! Όλοι έλεγαν πού είναι ο Σάκης και πού είναι ο Σάκης. Έχασες που δεν ήρθες αγόρι μου, είχε τρελό κουσκούσι. Μάθαμε με ποιον τα έχει τελικά η ψηλή η μελαχρινή, ποιος παίρνει κάθε βράδυ τηλέφωνο την Μαρία και της κάνει ερωτική εξομολόγηση και ποιος πρώην της Νάντιας φορούσε τα εσώρουχά της.
- Ποιος;
- Κάποιος Θανάσης, αλλά γιατί ρωτάς;
- Δεν ρωτάω για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα ρε, για τον μαλάκα της ψηλής ρωτάω.
- Και που ήξερες ότι απάντησα για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα;
- ...
- Σε κόβει ο κουραδοκόφτης ε;

δε σας χαλάουα, νομίζω; (από johnblack, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιαίτερα προσφιλής, ειδικά στην κατηγορία των γυναικών-οδηγών, δραστηριότητα κατά την οποία η εκκίνηση του αυτοκινήτου γίνεται μετ' εμποδίων. Διαδεδομένη επίσης και στους κατά τόπους μπάρμπα-Μπρίλιους, είναι η μοναδική τεχνική η οποία μπορεί να προκαλέσει στομαχικές διαταραχές τόσο σε αυτούς που βρίσκονται εντός του αυτοκινήτου όσο και σε όσους το παρακολουθούν από απόσταση (δεν έχει σημασία από πόση, δεν υπάρχει «ασφαλής» απόσταση).

Το ύψιστο αυτό κατόρθωμα πετυχαίνεται με την λεπτή εναλλαγή των ποδιών στα πεντάλ του γκαζιού και του συμπλέκτη και σε ανίατες-χρήζουσες κλινικής βοήθειας περιπτώσεις και το πεντάλ του φρένου. Μόλις αισθανθεί κανείς ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να ξεκινήσει σκέφτεται όλα τα κακά που συμβαίνουν στο δρόμο, έρχονται εικόνες τροχαίων στο μυαλό του, επεξεργάζεται την είδηση ότι η Μπεζαντάκου οδηγεί Χάμερ, νιώθει ότι στάνταρ θα έχει καμιά πορεία στο κέντρο και θα αργήσει και μετανιώνει για την εκκίνηση. Πατώντας ξανά το συμπλέκτη απότομα το αυτοκίνητο συμπεριφέρεται με άγριο τρόπο με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί ο/η οδηγός και να κάνει πράγματα που δεν μπορούν να καταγραφούν αλλά ακόμη κι αν καταγραφόταν δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από την απλή κοινή λογική που δεν χρειάζεται να είσαι Χάκινεν για να την διαθέτεις. Οπότε το επόμενο πράγμα είναι το αυτοκίνητο να πηγαίνει μπρος-πίσω ωσάν να έχει λόξυγγα.

Δικαιολογίες που προσπαθούν να καμουφλάρουν το γεγονός του λόξυγγα αποτελούν οι: «Προσπαθώ να βρω το φίλινγκ του αυτοκινήτου», «Πω το άτιμο, αν είναι κρύο δεν μπορώ να το ελέγξω», «Καλά προχτές το έκανα σέρβις, πάλι μαλάκωσε ο συμπλέκτης;», «Τι σκατά του κάνει το Μαράκι κάθε φορά που το παίρνει και δεν μπορώ να το οδηγήσω μετά;», «Αμόλυβδη έβαλε ή τζόνι;», «Νταξναούμ, εμένα δε με νοιάζει η εκκίνηση , αλλά το πως το ελέγχω στα 300 χουλουμού ναούμ» και άλλα πολλά το ίδιο ή και χειρότερα γλαφυρά.

- Ρε Τάνια τι θα γίνει με το λόξυγγα ρε συ; 3 χρόνια οδηγάς ακόμη δεν έμαθες να ξεκινάς σωστά; Ήμαρτον επιτέλους!
- Τι να κάνω ρε συ Τάκη, όλα τα δοκίμασα: Κι όταν ήταν στο γκαράζ μόνο του τη νύχτα πήγα να το τρομάξω, και νερό του έβαλα στο ρεζερβουάρ, και την εξάτμιση βούλωσα να μην παίρνει αέρα. Τίποτα, το έχω πάρει απόφαση πλέον.
- ...

(από knasos, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο λουκουμάς αναφερόμαστε τόσο στο καταπληκτικό γλύκισμα που όσοι ξέρουν το παραγγέλνουν λέγοντας: «Πιάσε ένα ντόνατς» όσο και στον αφράτο τύπο με μπαμπακωτά μαγουλάκια και, συνήθως, καστανόξανθες μπούκλες. Την όλη εμφάνιση συμπληρώνει και το σχήμα του σώματος που με λίγη, πολύ λίγη, φαντασία μπορεί να παρομοιαστεί με αυτό που φαίνεται όταν μπάλα μπάσκετ έχει μείνει στο στενό διχτάκι της μπασκέτας και έχουμε ρίξει κι άλλη από πάνω για να την κατεβάσουμε αλλά έμεινε κι αυτή (το όλο σκηνικό χωρίς το δίχτυ και τη στεφάνη και με την ανυπαρξία λαιμού να βοηθάει πολύ). Κι επειδή όλοι μας προσπερνούμε την εξωτερική εμφάνιση και βλέπουμε στην ουσία και στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, ο λουκουμάς ολοκληρώνεται και με κάποια σημάδια στο χαρακτήρα του.

Ο λουκουμάς λοιπόν αποτελεί αυτό που λέμε μαμμόθρεφτο, μη μου άπτου στα όρια αδερφής που παρακαλεί, πολύ, στις ταβέρνες να φέρουν απαραίτητα κουτάλι για όλες τις σαλάτες ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει στο πιάτο του. Γενικά είναι τρελός φλωρούμπας και πίνω-γάλα-στις-9-για-να-έχω-πέσει-για-ύπνο-στις-και-μισή και κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι τριγύρω το καταλαβαίνουν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ο Χάρισον Φορντ στις ταινίες που παίζει τον ευυπόληπτο καταλαβαίνει ποιοι είναι οι κακοί ακόμη κι αν δεν έχουν πιστόλι. Φυσικά χρησιμοποιείται και για τύπους που δεν είναι όλα αυτά αλλά ξέρουν την σημασία του και μόνο που το ακούνε αρκεί για να θυμώσουν όσο ακριβώς επιθυμεί αυτός που το λέει (εντάξει, ίσως και λίγο παραπάνω ή παρακάτω).

(Δύο φίλοι κάθονται κάνοντας ταβανοθεραπεία και ο ένας ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

- Αν είναι δυνατόν. Ο Στέλιος, ο λουκουμάς, που μου ντύνεται με πουλόβερ από την εποχή του πατέρα του, έχει αρχίσει να έχει φαλάκρα και η αγαπημένη του λέξη είναι «μεαπόλα», τα έφτιαξε με το Μαράκι το παστάκι για παράδειγμα.
- Τι για παράδειγμα ρε παπάρα;
- Αν το δεις γραμμένο εκεί που θέλω να το γράψω θα καταλάβεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα διαδεδομένο σε παίκτες του καινοφανούς παιχνιδιού επαυξημένης πραγματικότητας Pokémon GO. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τοποθέτηση αντικειμένου (Lure) που ελκύει τα Pokémon της γύρω περιοχής σε συγκεκριμένα σημεία. Θα γίνει μέινστριμ όταν το χρησιμοποιήσει το luben σε κάποιο meme αλλά μέχρι τότε μπορείτε να το χρησιμοποιείτε για να βρείτε τον hard-core fan του παιχνιδιού στις εκάστοτε παρέες ενώ τρώτε καρπούζι ή κάποιο άλλο εποχιακό φρούτο της αρεσκείας σας. Ή και όχι. Ευχαριστώ.

- Μάγκες σήμερα από τις 11 λουριάζουμε Φιλοθέη, πίσω από το άγαλμα. Τσεκαρισμένα Άμπρα και Γκένγκαρ, κάτι ακούγεται και για Σάιθερ, εγώ δε το είδα - όρκο δεν παίρνω. Για μπύρες θα πηγαίνουμε ανά δυάδες για να σπάσουν τα αβγά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δεν χρησιμοποιείται πουθενά μόνη της (εξαιρούνται τα πάρτυ φοιτητών πολυτεχνείου), αλλά συντάσσεται πάντα με ουσιαστικό που προηγείται.

Με την έκφραση αυτή δηλώνουμε αποστροφή προς το συγκεκριμένο ουσιαστικό, το οποίο όποιος χρησιμοποίησε δεν γάμησε, και ταυτόχρονο οίκτο προς το πρόσωπο το οποίο το χρησιμοποιεί. Τα δραματικά αποτελέσματα από την χρησιμοποίησή του δεν περιορίζονται μόνο στην κυριολεκτική σημασία της έκφρασης, αλλά διευρύνονται κυρίως στην μεταφορική, όπου και αρχινάει το μεγάλο πανηγύρι.

Το ουσιαστικό μπορεί να είναι οτιδήποτε, από υπαρκτό πρόσωπο έως και μανό για σκύλους, από ανύπαρκτο πρόσωπο έως προκολομβιανά εδώλια, από προσωποπαγές κόμμα έως το μικρό κλούβιο αυγό γριπωμένης δεκαοχτούρας.

  1. - Στο είπα ρε φίλε, με τον Σταμάτη και τον Μπάμπη κανείς δεν γάμησε, πλέρωνε τώρα το 5Χ5!

  2. - Έχω λεφτά μόνο για να τις κεράσουμε ένα σφηνάκι ρε μαλάκες αλλά με ένα σφηνάκι κανείς δεν γάμησε.

  3. - Και που τις ξέρατε ρε μαλάκες τις γκόμενες; Αλλά βέβαια, χωρίς γνωριμίες και κονέ κανείς δεν γάμησε. Η Τασούλα είπαμε, δική μου.

    1. - Ρε Μπάμπη, πες και στον Σταμάτη, ήταν το καλύτερο γαμήσι της ζωής μου, να 'σαστε καλά που μου την γνωρίσατε ρε! Κι από 'δω και πέρα θα βγαίνουμε μόνο για ποτάκι, με το 5Χ5 κανείς δεν γάμησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και η λέξη ο μουναχοφάης είναι αυτός που θέλει όλες τις θηλυκές αιθέριες υπάρξεις και τα αθώα πλάσματα να βασανίζονται για την πάρτη του μόνο (γράφω με συνοδεία ΛΕΠΑ από το ηχοσύστημα του γείτονα γι' αυτό τα παραπάνω). Συνήθως είναι πάρα πολύ κοινωνικός και βρίσκεται συνεχώς με γυναίκες αλλά χωρίς να είναι πισωγλέντης. Ο ίδιος τρώει καλά αλλά όχι πάντα. Κι αυτό γιατί οι φίλοι του, ακόμη κι άθελά τους, του στέλνουν αρνητική ενέργεια.

Είναι φυσιολογικό, από τη μία πλευρά, οι φίλοι του να περιμένουν από αυτόν μιας και έχει τα κονέ να τους κάνει κατάσταση, να τους γνωρίσει καμία τύπισσα κουτουλού. Αλλά αυτός θέλει όλα τα μουνιά δικά του, όπως σημείωσε ο ΛΕΠΑ πιο πάνω! Έτσι είναι πολύ γελασμένος ο φίλος του μουναχοφάη που περιμένει δίπλα του την ώρα που μιλάει σε παρέα από γκόμενες, έχοντας στη φάτσα του ένα μόνιμο ηλίθιο χαμόγελο που φωνάζει «είμαι κι εγώ εδώ» μπας και κάνει τα ιντροντάξιονς. Το μόνο που παίζει να γίνει είναι να τον δείξει με τον δείκτη του την ώρα που θα λέει «Με ένα φίλο μου ήρθα». Η μόνη γυναίκα που ίσως του γνωρίσει θα είναι ή μπάζο ή μπάζο ή και τα δύο μαζί. Λογικό είναι μετά οι φίλοι του να γράφουν στα αρχίδια τους τον Θέμη Γεωργαντά και τις μαλακίες που λέει.

Μ' αυτά και μ' αυτά καταλήξαμε πάλι σε θεμελιώδεις νόμους της ανθρωπότητας σμιλευμένους από την εκατονταετή πείρα της γιαγιάς μου: ό, τι θέλετε να γίνει σωστά να το κάνετε μόνοι σας χωρίς να περιμένετε από άλλους και να τρώτε όλο το φαΐ σας.

- Άσε Μάκη, χτες ήθελα να τον πνίξω τον Σάκη.
- Γιατί ρε Τάκη;
- Ε τι γιατί; Ένα τέταρτο μιλούσε με κάτι γνωστές του και ούτε με σύστησε. Αλλά του έδειξα εγώ, πήγα από το σπίτι της γκόμενάς του και σούξου μούξου πηδηχτήκαμε.
- Τί να σου πω τώρα... Την Νάντια ρε; Ντρέπομαι για λογαριασμό σου ρε άθλιε.
- Όχι φίλε, να πάθει για να μάθει ο μουναχοφάης που τις θέλει όλες.
- Καλά έχω χάσει πάσα ιδέα για σένα... Σώπα ρε, τόσο εύκολη είναι η Νάντια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο της συσώρευσης, συγκέντρωσης, συστράτευσης μορίων αέρα στην ευαίσθητη περιοχή της μήτρας μέσω του εμβόλου του αντρός (πέος). Το σχήμα του μπαργαλάτσου είναι το πλέον ιδανικό για αυτή τη δουλειά. Η αεροστεγής εφαρμογή του πέους στα τοιχώματα της μήτρας καθιστά το φαινόμενο πολύ συχνό. Έχει σίγουρα συμβεί σε όλους αλλά ακόμη και να μην έχει συμβεί όλοι θα παραδεχτούν ότι συνέβη από φόβο μήπως κάνουν κάτι λάθος στον σημαντικότερο τομέα της ζωής ή λόγω του απλού και ευγενούς συναισθήματος της ντροπής. Αν και όταν συμβεί γεμίζει αμηχανία τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό (ο συγκεκριμένος συνδυασμός δεν αποτελεί τον μόνο αλλά το λήμμα αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτόν λόγω απλά ετυμολογίας και μόνο) αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει.

Αποτελεί και αυτό φυσιολογική ανθρώπινη λειτουργία για την οποία μάλιστα δεν ευθύνεται κανένα από τα δύο μέρη που πραγματοποιούν τη συνουσία. Καλό θα ήταν τέτοιου είδους συμβάντα να ακολουθούνται από κλισέ εκφράσεις που προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατάσταση: «Δεν πειράζει αγάπη μου», «Συμβαίνει συχνά (από ό, τι έχω ακούσει)», και σε περίπτωση που σας ταλαιπωρεί πολύ καιρό κρατώντας κλειστή την «πίσω πόρτα»: «Καλά μωρή, στο κλάσιμο με έχεις; Τώρα θα στην βουλώσω να μάθεις».

(Ο Βύρωνας επιτέλους μετά από πολύ καιρό καταφέρνει να ρίξει την Έμυ στο κρεβάτι. Όλα είναι έτοιμα για μια τέλεια βραδιά: Το κρεβάτι στρωμένο με ροδοπέταλα, σαμπάνιες παντού κι έτσι. Πάνω που αρχίζει η διείσδυση αρχίζει να ακούγεται ένας υπόκωφος θόρυβος. Στο μυαλό του Βύρωνα ήρθε κατευθείαν η στιγμή που του κόλλησαν το παρατσούκλι βρωμύλος. Ξανά το ίδιο, μόνο που αυτή τη φορά ήταν σίγουρος πως δεν το προκαλούσε αυτός. Τότε ρωτάει την Έμυ τι ήταν αυτό, μόνο και μόνο για να λάβει μια παγερή σιωπή. Προσπαθεί ακόμη μια φορά χωρίς αποτέλεσμα και στην τέταρτη προσπάθεια εκείνη γυρνάει, του ρίχνει μια θανατερή ματιά χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι είναι τόσο στόκος και με βλοσυρό ύφος του απαντά)

- Μουνοκλάνι.

(από pavleas, 22/01/09)Παίζει το μουνοκλάνι στα δάχτυλά τις!  (από PUNKELISD, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified