Με τον όρο λουκουμάς αναφερόμαστε τόσο στο καταπληκτικό γλύκισμα που όσοι ξέρουν το παραγγέλνουν λέγοντας: «Πιάσε ένα ντόνατς» όσο και στον αφράτο τύπο με μπαμπακωτά μαγουλάκια και, συνήθως, καστανόξανθες μπούκλες. Την όλη εμφάνιση συμπληρώνει και το σχήμα του σώματος που με λίγη, πολύ λίγη, φαντασία μπορεί να παρομοιαστεί με αυτό που φαίνεται όταν μπάλα μπάσκετ έχει μείνει στο στενό διχτάκι της μπασκέτας και έχουμε ρίξει κι άλλη από πάνω για να την κατεβάσουμε αλλά έμεινε κι αυτή (το όλο σκηνικό χωρίς το δίχτυ και τη στεφάνη και με την ανυπαρξία λαιμού να βοηθάει πολύ). Κι επειδή όλοι μας προσπερνούμε την εξωτερική εμφάνιση και βλέπουμε στην ουσία και στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, ο λουκουμάς ολοκληρώνεται και με κάποια σημάδια στο χαρακτήρα του.

Ο λουκουμάς λοιπόν αποτελεί αυτό που λέμε μαμμόθρεφτο, μη μου άπτου στα όρια αδερφής που παρακαλεί, πολύ, στις ταβέρνες να φέρουν απαραίτητα κουτάλι για όλες τις σαλάτες ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει στο πιάτο του. Γενικά είναι τρελός φλωρούμπας και πίνω-γάλα-στις-9-για-να-έχω-πέσει-για-ύπνο-στις-και-μισή και κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι τριγύρω το καταλαβαίνουν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ο Χάρισον Φορντ στις ταινίες που παίζει τον ευυπόληπτο καταλαβαίνει ποιοι είναι οι κακοί ακόμη κι αν δεν έχουν πιστόλι. Φυσικά χρησιμοποιείται και για τύπους που δεν είναι όλα αυτά αλλά ξέρουν την σημασία του και μόνο που το ακούνε αρκεί για να θυμώσουν όσο ακριβώς επιθυμεί αυτός που το λέει (εντάξει, ίσως και λίγο παραπάνω ή παρακάτω).

(Δύο φίλοι κάθονται κάνοντας ταβανοθεραπεία και ο ένας ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

- Αν είναι δυνατόν. Ο Στέλιος, ο λουκουμάς, που μου ντύνεται με πουλόβερ από την εποχή του πατέρα του, έχει αρχίσει να έχει φαλάκρα και η αγαπημένη του λέξη είναι «μεαπόλα», τα έφτιαξε με το Μαράκι το παστάκι για παράδειγμα.
- Τι για παράδειγμα ρε παπάρα;
- Αν το δεις γραμμένο εκεί που θέλω να το γράψω θα καταλάβεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιαίτερα προσφιλής, ειδικά στην κατηγορία των γυναικών-οδηγών, δραστηριότητα κατά την οποία η εκκίνηση του αυτοκινήτου γίνεται μετ' εμποδίων. Διαδεδομένη επίσης και στους κατά τόπους μπάρμπα-Μπρίλιους, είναι η μοναδική τεχνική η οποία μπορεί να προκαλέσει στομαχικές διαταραχές τόσο σε αυτούς που βρίσκονται εντός του αυτοκινήτου όσο και σε όσους το παρακολουθούν από απόσταση (δεν έχει σημασία από πόση, δεν υπάρχει «ασφαλής» απόσταση).

Το ύψιστο αυτό κατόρθωμα πετυχαίνεται με την λεπτή εναλλαγή των ποδιών στα πεντάλ του γκαζιού και του συμπλέκτη και σε ανίατες-χρήζουσες κλινικής βοήθειας περιπτώσεις και το πεντάλ του φρένου. Μόλις αισθανθεί κανείς ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να ξεκινήσει σκέφτεται όλα τα κακά που συμβαίνουν στο δρόμο, έρχονται εικόνες τροχαίων στο μυαλό του, επεξεργάζεται την είδηση ότι η Μπεζαντάκου οδηγεί Χάμερ, νιώθει ότι στάνταρ θα έχει καμιά πορεία στο κέντρο και θα αργήσει και μετανιώνει για την εκκίνηση. Πατώντας ξανά το συμπλέκτη απότομα το αυτοκίνητο συμπεριφέρεται με άγριο τρόπο με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί ο/η οδηγός και να κάνει πράγματα που δεν μπορούν να καταγραφούν αλλά ακόμη κι αν καταγραφόταν δεν θα μπορούσαν να εξηγηθούν από την απλή κοινή λογική που δεν χρειάζεται να είσαι Χάκινεν για να την διαθέτεις. Οπότε το επόμενο πράγμα είναι το αυτοκίνητο να πηγαίνει μπρος-πίσω ωσάν να έχει λόξυγγα.

Δικαιολογίες που προσπαθούν να καμουφλάρουν το γεγονός του λόξυγγα αποτελούν οι: «Προσπαθώ να βρω το φίλινγκ του αυτοκινήτου», «Πω το άτιμο, αν είναι κρύο δεν μπορώ να το ελέγξω», «Καλά προχτές το έκανα σέρβις, πάλι μαλάκωσε ο συμπλέκτης;», «Τι σκατά του κάνει το Μαράκι κάθε φορά που το παίρνει και δεν μπορώ να το οδηγήσω μετά;», «Αμόλυβδη έβαλε ή τζόνι;», «Νταξναούμ, εμένα δε με νοιάζει η εκκίνηση , αλλά το πως το ελέγχω στα 300 χουλουμού ναούμ» και άλλα πολλά το ίδιο ή και χειρότερα γλαφυρά.

- Ρε Τάνια τι θα γίνει με το λόξυγγα ρε συ; 3 χρόνια οδηγάς ακόμη δεν έμαθες να ξεκινάς σωστά; Ήμαρτον επιτέλους!
- Τι να κάνω ρε συ Τάκη, όλα τα δοκίμασα: Κι όταν ήταν στο γκαράζ μόνο του τη νύχτα πήγα να το τρομάξω, και νερό του έβαλα στο ρεζερβουάρ, και την εξάτμιση βούλωσα να μην παίρνει αέρα. Τίποτα, το έχω πάρει απόφαση πλέον.
- ...

(από knasos, 28/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το λέει και ο συνδυασμός λέξεων κρεμαστάρια είναι τα β(υ)ζ(ι)ά που είναι τεράστια (μαστάρια), αλλά λόγω της βαρύτητας κρέμονται (χρειάζεται να γράψω κρέμα;).

Βρίσκονται κυρίως στα μιλφέιγ και στα τζιλφέιγ, αλλά δεν είναι απίθανο να δείτε και σε νεαρότερες ηλικίες.

Απαραίτητα επιπλέον χαρακτηριστικά είναι η καμπουρίτσα λόγω του βάρους που πρέπει να σηκωθεί, οι στηθόδεσμοι με γάντζους τόσο μεγάλους και ισχυρούς πίσω που φαίνονται από κάτω από τη μπλούζα, λιγούρια που περιφέρονται γύρω από την κρεμασταρού και δέκα λίτρα σάλιο στο έδαφος.

Από τα ακριβώς παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα κρεμαστάρια δεν είναι απαραίτητα αντιαισθητικά, αν και τις περισσότερες φορές είναι, γιατί υπάρχει και η νοοτροπία του όσο περισσότερο βυζί τόσο το καλύτερο. Οπότε το ότι δεν είναι στητά δεν αποτελεί πρόβλημα γιατί το συγκριτικό (κατά Ρικάρντο) πλεονέκτημά τους είναι στο μέγεθος. Νταβάι.

(Δύο φίλοι συζητούν)

Φίλος Α: Την είδες την γκόμενα του Τάκη; Αστέρι φίλε (Β).
Φίλος Β: Σιγά μωρέ, τα είδες τα βυζιά της; Μέχρι το πάτωμα φτάνουν τα κρεμαστάρια της.
Φίλος Α: Όχι φίλε (Β), όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
Φίλος Β: Με είπες αλεπού ή δεν κατάλαβες τη λέξη;

(από Βασίλης-7, 14/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που κανονικά ονομάζει το φαγητό, αν οι μικρές ζυμαρένιες μπιλίτσες που κολλάνε στα δόντια και δεν έχουν καθόλου γεύση θεωρούνται φαγητό, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις χώρες της μεσογειακής Αφρικής και όχι τόσο αγαπητό στις υπόλοιπες χώρες ολόκληρου του κόσμου. Αλλά μιας και είναι τόσο ευκολοπρόφερτη και γεμίζει το στόμα πέρασε στην σλανγκ ορολογία και σημαίνει το κο(υ)τσομπολιό, το μο(υ)χαμπέτι, την κοινωνική κριτική, το τζιζ-μπιζ και γενικά το χάσιμο χρόνου με ταυτόχρονο σχολιασμό οποιουδήποτε θέματος τυχαίνει να έρθει στο μυαλό των ομιλητών, και τις περισσότερες φορές έρχονται θέματα για χρώματα βρακιών και τοποθεσίες διανυκτέρευσης διαφόρων.

Το, γνωστό και ως κουσκούσι, σπορ που αποτελεί τόσο αποκλειστικότητα των γυναικών όσο αποκλειστικότητα είναι και το σκάλισμα της μύτης στα φανάρια των ανδρών, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μιας και όλοι λίγο-πολύ το έχουμε εξασκήσει και εδώ που τα λέμε βγαίνει φυσικά ειδικά όταν χαρακτηρίζονται μειωτικά αντιπαθητικοί τύποι (που ίσως τυχαίνει να είναι και τα αφεντικά σας). Οι λέξεις «άκουσα ότι ένας φίλος μου είχε πρόβλημα με τη στύση του» προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα στο πρόσωπο με την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

Τώρα για το πως συνδέθηκε η λέξη με τον τζερτζελέ, που ξέχασα να το αναφέρω στα συνώνυμα πιο πάνω (αυτό που μόλις έγραψα είναι κόλπο για να ξαναδιαβάσεις τον ορισμό για να ψάξεις τα συνώνυμα και να μην τον περάσεις στο ντούκου), οι απόψεις τριίστανται: Η αδερφή μου λέει ότι τη λέξη την έβγαλε η Καραβάτου, η μάνα μου ότι «ταιριάζει στο αυτί γι'αυτή τη δραστηριότητα» και η γιαγιά μου ότι το κους κους (πληγούρι) ήταν από τα κύρια φαγητά που μαγειρεύονταν σε «μαύρους καιρούς» και συνήθως σε καζάνι ώστε να φάει όλη η γειτονιά μαζί και να πει τα νέα της.

- Έλα ρε Τάκη τι έγινε τελικά χτες, πήγες στο πάρτι;
- Εννοείται! Όλοι έλεγαν πού είναι ο Σάκης και πού είναι ο Σάκης. Έχασες που δεν ήρθες αγόρι μου, είχε τρελό κουσκούσι. Μάθαμε με ποιον τα έχει τελικά η ψηλή η μελαχρινή, ποιος παίρνει κάθε βράδυ τηλέφωνο την Μαρία και της κάνει ερωτική εξομολόγηση και ποιος πρώην της Νάντιας φορούσε τα εσώρουχά της.
- Ποιος;
- Κάποιος Θανάσης, αλλά γιατί ρωτάς;
- Δεν ρωτάω για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα ρε, για τον μαλάκα της ψηλής ρωτάω.
- Και που ήξερες ότι απάντησα για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα;
- ...
- Σε κόβει ο κουραδοκόφτης ε;

δε σας χαλάουα, νομίζω; (από johnblack, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουλοφλώρος χαρακτηρίζεται ο τυπάς που, αν και φοράει κράνος – κασκόλ –μάσκα / γυαλιά σκι, έχει ακόμη μέσα του την ιδέα πως κάποιος κάπου πρόκειται να τον γνωρίσει και να τον κάνει «να πληρώσεις ρε αλήτη» για ότι έχει κάνει. Οπότε αποφεύγει συστηματικά την έκθεση σε οπτικό πεδίο κάμερας, τα πλιάτσικα σε μαγαζιά που βιντεοσκοπούνται για τη δική μας ασφάλεια (εκτός αν η λίστα του ντου έχει προϊόντα πρώτης ανάγκης οπότε κάνει την υπέρβαση), το να το παίξει ο ειρηνευτής που θα μπει ανάμεσα στους μπάτσους και στους μπάχαλους για να ηρεμήσει τα πνεύματα και άλλα.

Διαθέτουν την χείριστη φήμη ανάμεσα στις τάξεις των απλών και τίμιων κουκουλοφόρων και συχνά αναφέρονται και ως μαύρα πρόβατα. Κανείς δεν τους συμπαθεί, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν και να τους διώξουν, καθώς η πάλη κατά της πόλης που καίγεται - λουλούδι που ανθίζει είναι πραγματικά δύσκολη και χρειάζεται την συνδρομή όλων. Παρόλα αυτά, οι κουκουλοφλώροι επιτελούν μιας κάποιας μορφής έργο, με το να σπάνε μάρμαρα και να φέρνουν πολεμοφόδια, να ζωγραφίζουν με σπρέι διάφορα συνθήματα, να πασάρουν και να κουβαλούν τα μαλόξ και γενικά να χαμαλοδουλεύουν.

Αν διαβάζετε τον ορισμό και κάτι δεν σας έκατσε καλά, τότε μάλλον είστε αστυνομικός ή ανήκετε γενικά στα σώματα ασφαλείας, χουντάλας, ιδιοκτήτης μαγαζιού στο κέντρο και μη περιοριστικά. Για εσάς ο ορισμός είναι: γενικά όλοι αυτοί που κρύβονται πίσω από μία κουκούλα.

(Δύο τύποι συνομιλούν στην Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης 17 Νοεμβρίου)

- Λοιπόν, σήμερα το μενού έχει Στάρμπαξ και Ζάρα. Παίρνω εγώ Ζάρα.
- Εντάξει. Να το κάνουμε πέτρα ψαλίδι χαρτί ή να διαλέξω πρώτος.
- Άσε εμείς έχουμε ήδη κάνει τρελό τιμ. Εγώ, ο Κώστας ο ψηλάκος, ο Χρηστάκης ο άτσου, ο Πεπερικλής ο κεκές και ο Μίλτος ο ράπα.
- Τι λες ρε φίλε; Πάλι θα μείνω εγώ με τους κουκουλοφλώρους; Δεν στρέει, θέλω να διαλέξουμε ξανά.

Ποιος είπε ότι ο Τσίπρας χαϊδεύει τους κουκουλοφλώρους; (από Hank, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την τιμημένη εποχή που τα σημερινά σιντί ήταν μαύρα, πιο μεγάλα, φτιάχνονταν από βινύλιο και, αν έχεις το Θεό σου, δεν μπορούσες να τα κάνεις mp3 στο πισί γιατί, αν έχεις ακόμη το Θεό σου, δεν υπήρχαν πισί! Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τα τοποθετήσεις σε ένα «μηχάνημα» και να ακουμπήσεις πάνω τους μια βελόνα, η πρωταγωνίστρια του λήμματος, ώστε να αρχίσει να ακούγεται ανάμεσα από τα ενοχλητικά «σπασίματα» και κάποιας υποτυπώδους μορφής μουσική. Είτε το μηχάνημα λεγόταν γραμμόφωνο, είτε «πικ-άπ» (οι κεκαλάδες το ξέρουν μόνο όπως το λέγανε στο χωριό τους: τερντέιμπλ) το αποτέλεσμα ήταν διασκέδαση στο φουλ και ανοιχτά στόματα μιας και δεν πίστευαν ότι αυτό το θαύμα έπαιζε μουσική από το μηδέν και χωρίς να χρειάζεται τύπους με πεντοχίλιαρα στο κούτελο, μπροστά τους!

Αλλά, φυσικά, κάτι πήγαινε στραβά. Συνήθως η βελόνα που ακουμπούσε στο δίσκο και μετέτρεπε αυτά που ήταν γραμμένα σε ταλαντώσεις οι οποίες θα παρήγαγαν ήχο (και με κάποιες άλλες διεργασίες που μάλλον δεν θα καταλάβετε) κολλούσε σε συγκεκριμένα σημεία με αποτέλεσμα η μελωδική φωνή του/της αοιδού να επαναλαμβάνεται σε στυλ: Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (χρουτσουμπλουτζουμπλού) -βιόλες, -βιόλες, -βιόλες κτλ.

Ωσεκτουτού, από τότε χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε επαναλαμβάνει ό, τι κι αν λέει σε βαθμό ενοχλητικό. Η έκφραση ανήκει στην ιστορική αλλά αναντικατάστατη σλανγκ. Δεν έχει νόημα να πεις π.χ. Χάλασε το ματάκι που διαβάζει το σιντι εκτός κι αν το λες στον τεχνικό που θα στο φτιάξει.

- Άσε Μάκη, άσχημα νέα. Έμαθα ότι είσαι σχεδόν τάρανδος. Μόνο το κομμάτι κάτω από τα κέρατα σου λείπει.
- Για κάτσε ρε Λάκη, τι εννοείς;
- Εννοώ ότι το Λιτσάκι κάθε μέρα πάει μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον...
- Ε, κάτσε ρε! Τι έπαθες, κόλλησε η βελόνα;
- Όχι ρε καημένε Ρούντολφ! Απλά με τόσους πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός καταστημάτων νυχτερινής διασκέδασης που πείθουν πως το να πληρώνεις 9 ευρώ το ποτό που σερβίρεται σε κλέφτη, να είσαι στριμωγμένος και όρθιος ωσάν σε κονσέρβα και να δοκιμάζεις τις αντοχές των τυμπάνων και των φωνητικών χορδών σου λόγω των ντεσιμπέλ, είναι διασκέδαση. Στα εν λόγω καταστήματα κυριαρχεί το μότο «κοιτάζουμε αλλά δεν αγγίζουμε» αλλά και το εξίσου υπέροχο «με τα μάτια αγγίζουμε» των απανταχού μανάβηδων στις απανταχού νοικοκυρές. Το μόνο που είσαι ελεύθερος να κάνεις είναι να κοιτάζεις.

Το βλέμμα παίζει παντού και πουθενά από όλους και από κανέναν ενώ σε περίπτωση αθέτησης του σιωπηλού κανόνα και χώσιμο επίδοξου κυνηγού δράση αναλαμβάνει ο κομπλεξισμός ή/και τα δυσθεώρητα στάνταρ που θέτουν τα νέτα. Το πως δημιουργούνται οι ιστορίες που δημοσιεύονται σε σάιτς, περιοδικά και χρησιμοποιούνται σαν αφορμές για αποστολή γραμμάτων σε αισθησιακές στήλες για συμβουλές είναι έξω από τα όριά μου.

- Για που είμαστε το βράδυ;
- Για Senso λέμε.
- Όχι ρε σ' αυτό το κοιταχτάδικο με τις ξενέρωτες! Όχι εκεί! Θέλω να χωθώ ασύστολα σήμερα!
- Ενώ προχτές που πήγαμε για μπύρα χώθηκες;
- Εκεί ήμουν κουρασμένος.
- Ή παραπροχτές στο πάρτι της ξαδέρφης μου;
- Εκεί δεν ήξερα κανέναν.
- Ή παραπαραπροχτές στην ταβέρνα;
- Εκεί δεν με βόλευε ο χώρος.
- Ή παραπαπαραπροχτές στα γρασίδια στην παραλία;
- Καλά, πάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση κλισέ που την χρησιμοποιεί πολύς, πάρα πολύς, κόσμος για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει κάποιες κακόβουλες πρακτικές επιχειρηματιών, όπως σε περιπτώσεις υπερτίμησης, να δικαιολογήσει ότι του πιάνουνε τον κώλο, όπως σε περιπτώσεις υπερτίμησης, ή τέλος να δικαιολογήσει την δουλειά που κάνει κάποιος, σε περιπτώσεις δημοτικού αστυνομικού. Δηλώνει δηλαδή ότι κάποιος είναι εγκλωβισμένος σε αυτό που κάνει και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η μόνη εναλλακτική για τα παραπάνω είναι ή οι επαγγελματίες να κάνουν αυτά που κάνουν ή να γίνουν κλέφτες. Αυτό δείχνει στενομυαλιά, ντοπιολαλιά και πορτοκαλιά, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και μια κάποια κατανόηση οπότε υπερτερεί το δεύτερο.

Ειδικά για θηλυκά ίσως ακουστεί και σαν «πουτάνες θα γίνουν;», αλλά είναι υπερβολικά μειωτικό για την συμπαθή τάξη των ιερόδουλων, άσε που και να ήθελαν τα περισσότερα καθημερινά θηλυκά δεν θα μπορούσαν.

- Τασούλλλα, δεν μπορώ να περάσω σήμερα το πρωί να σου πάρω. Πάρε ταξάκι.
- Καλλλά ρε Μπάμπη, προχτές δεν τα συμφωνήσαμε; Είπες να σου πάρω τηλέφωνο για να περάσεις.
- Έτυχε κάτι και δεν μπορώ να έρθω ρε. Πάρε ταξί, οι καημένοι οι ταρίφες τι θα κάνουν, κλέφτες θα γίνουν;
- Σιγά την απόσταση (α) ή (β).

(α): από το ταρίφας στο κλέφτης.
(β): θα το κόψω με τα πόδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των παικτών του μακράν πιο άδικου και τσάτσικου τυχερού παιχνιδιού, για να δώσουν κύρος στο χόμπυ τους. Αν και το χόμπυ εξ ορισμού δεν χρειάζεται κάποιο λόγο ύπαρξης ή δικαιολογίας εκτός από την ευχαρίστηση που δίνει σε αυτόν που το κάνει, ελάτε στη θέση αυτών που παίζουν συστηματικά. Ποιος θα έλεγε ότι το χόμπυ του είναι να κάθεται μπροστά σε μια τηλεόραση που δείχνει την σελίδα 533 του teletext, να ακούει το μαγευτικό ήχο της μηχανής επικύρωσης των δελτίων και να μονολογεί κάθε πεντάλεπτο: «Αχ ρε γαμώτο, για ένα θα έπιανα»; Εντάξει, είναι και ο πάνσοφος ιδιοκτήτης που σου μεταδίδει την απέραντη γνώση του πάνω στις τριάδες τις καλές αναμεμειγμένες με πολιτική και κουτσομπολιό αλλά και πάλι τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά.

Υπάρχει βέβαια και η άποψη πως το προποτζίδικο είναι το κομμωτήριο των ανδρών πράγμα ακόμη πιο μειωτικό. Οπότε με τη λέξη κινονάω (< kino) απευθείας σώζουμε την κατάσταση δίνοντας την εντύπωση πως πάμε για πράγματα που αφορούν την εσωτερική μας αναζήτηση, ενώ απλά χάνουμε εκείνα τα μικρά στρόγγυλα νομίσματα που γράφουν 50 και δεν τα υπολογίζουμε. Παρόλα αυτά, οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται για να συνδεθεί το κωλοπαίχνιδο με εξωτερικές δυνάμεις που υπάρχει μια πιθανότητα να βοηθήσουν είναι πραγματικά μάταιη.

- Πού πας βρε αχαΐρευτε πάλι; Μην τυχόν σε ξαναμαζεύω από καμία λάσπη.
- Όχι ρε Κατίνα μου, να δες, γεμάτος 50λεπτα είμαι, να kinoνήσω πάω. Δεν τα ακούς που κρατσανίζουν στις τσέπες μου;
- Τι να κοινωνήσεις ρε αντίχριστε, ούτε Χριστούγεννα είναι, ούτε Πάσχα.
- Βρε άκου με που σου λέω.
- Καλά, άναψε και μια λαμπάδα μπας και σου ξανασηκωθεί.
- Έλα βρε Κατινούλα, τι λες τώρα, θα μας ακούσει κανείς και θα γίνω και ρεζίλι.
- Σιγά μωρέ, μεταξύ μας είμαστε.

(Όπως καταλαβαίνετε το όνομα του άνδρα δεν αναφέρεται για ευνόητους λόγους. Και επίσης και οι τοίχοι έχουν αυτιά.)

Εναλλακτικές πρακτικές αυτοβελτίωσης και αυτοβοηθείας: αυτοψυχοψάξιμο, κινονία, λάτζα γιόγκα, ταβανοθεραπεία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται από το σύνολο των φαντάρων (ήθελα να γράψω των στρατευμένων νέων αλλά μετά θυμήθηκα τον μέσο όρο ηλικίας) για να ονοματίσουν το θρυλικό ΚΕντρο Υλικού **Π**ολέμου που λόγω της γεωγραφίας του βλέπει την Οίτη, ένα πανέμορφο όρος. Η συγκεκριμένη ονομασία δόθηκε λόγω του κοσμοπολίτικου αέρα που έχει η μονάδα καθώς είναι τίγκα στο βύσμα, στο δόντι, στο μέσο και στις γόπες μιας και κανείς δεν κάνει ποτέ αγγαρείες. Συνοπλίτης το παρομοίασε με «USB hub» μιας και αποτελεί την βάση που πάνω εφαρμόζουν όλα τα βύσματα αλλά το αστείο του θεωρήθηκε κρύο άσχετα αν αναφέρεται εδώ για λόγους καθαρά και μόνο καταγραφής.

Το εμφανές λογοπαίγνιο με την πόλη της Νοτίου Αφρικής θέλει όχι μόνο να καταδείξει το πως τα περνάνε οι νεοσύλλεκτοι εκεί, ζάχαρη δηλαδή, αλλά και να το εξεφτελίσει τελείως. Και για να τεκμηριώσω το επιχείρημα μου παραθέτω αυτό κι αυτό. Κι αυτό γιατί έτσι.

Φυσικά, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και οι φαντάροι χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε αυτούς που «υπηρετούν» ή «υπηρέτησαν» στο ΚΕΥΠ και εκφέρουν το λήμμα σαν χαϊδευτικό και σαν μεταξύ τους αστείο και σε αυτούς που υπηρετούν ή υπηρέτησαν οπουδήποτε αλλού και εκφέρουν το λήμμα απαξιωτικά. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι και οι δύο πλευρές έχουν δίκιο αλλά ποιος θα βρεθεί να τους μαζέψει όλους και να τους το πει;

(Σε τυχαία μονάδα, φαντάροι από Μ. Πεύκο, Αυλώνα και Θήβα συζητούν με ΣΤΡ(ΥΠ)τιτζού στα εστιατόρια)

- Και χάλια φαντάζομαι στο ΚΕΥΠ τάουν ε;
- Άσε, μας πήξανε στην καθαριότητα και στην αγγαρεία.
- Σώπα ρε;
- Τι να σας λέω. Την πρώτη μέρα μάζεψα τόση γόπα που βγήκα ελεύθερος υπηρεσιών για 15 μέρες και τις υπόλοιπες 15 τις πήρα αναρρωτική.

(Συγχρονισμένο ρούφηγμα μύτης όλων των υπολοίπων και εξίσου συγχρονισμένη εκτόξευση ροχάλας στο πιάτο της ΣΤΡ(ΥΠ)τιτζούς)

Got a better definition? Add it!

Published