Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συστηματικά αποδίδω τραβηγμένες απ' τα μαλλιά ελληνοκεντρικές ετυμολογίες σε ξένες λέξεις.

Φόρος τιμής στον χαρακτήρα του ελληνοαμερικλάνου Γκας Πορτοκάλος («Γάμος αλά ελληνικά»), ο οποίος μπορούσε να ετυμολογήσει οποιαδήποτε αγγλική λέξη από τα Ελληνικά (π.χ. το «κιμονό» από τον «χειμώνα»).

Αγγλιστί: Portokalos syndrome.

Πάσα: Νίκος Σαραντάκος

- … σας ρώτησα στον τίτλο αν είναι ελληνική λέξη η βουβουζέλα (...) Η βουβουζέλα, διαβάζω στην αγγλική βικιπαίδεια, είναι σχετικά καινούργιο φρούτο (...) και η ετυμολογία της είναι αμφισβητούμενη (…) αυτό αφήνει περιθώρια να πορτοκαλίσουμε και να προτείνουμε ελληνική ετυμολογία. Μην ξεχνάτε ότι, όπως έχω γράψει παλιότερα, στη μυτιληνιά διάλεκτο «γουγουτζέλες» είναι οι κουκουνάρες. Αν σκεφτούμε ότι σε πολλά ελληνικά ιδιώματα το β και το γ εναλλάσσονται στην αρχή των λέξεων, είναι πολύ πιθανό οι γουγουτζέλες να μετατράπηκαν σε βουβουζέλες και στη συνέχεια οι προκατακλυσμιαίοι λέσβιοι ναυτικοί να τις μεταλαμπάδευσαν στους… άγλωσσους αφρικανούς. (εδώ)

Gus Portokalos (από Vrastaman, 14/06/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας αρκεστούμε σε τρεις ορισμούς:

  • Ποδοσφαιρικά, το σκορ μηδέν-μηδέν (παρ. 1,2)
  • Μπουρδελιστί, κωλαράκια που υπόκεινται σε πρωκτικό νταχτιρντί (παρ. 2)
  • Αυτοαναφορικά, αυτά που κερνάει ο μπαμπέσης μπαγαποντοδότης (παρ. 3)
  1. Δίκαια…κουλουράκια. Παρά τις προσπάθειες των δυο ομάδων, το 0-0 παρέμεινε έως το φινάλε του πρώτου μέρους και με λίγες φάσεις μπροστά στις δυο εστίες.
    (Φίλαθλος, εδώ)

  2. -κοντα στο ημιωρο προς το παρων κουλουρακια το σκορ αλλα κουλουρακια δεν γευτηκαμε χτες το βραδυ αν και αρκετοι οι πειρασμοι.
    (Μπουρδελιάρης φίλαθλος, εκεί)

  3. - βάζω διπλό μηδενικό στο λήμμα συσσλανγκιστή, το γνωστό ως «διπλοκούλουρο»
    (Σλάνγκος, παραπέρα)

βρείτε τα ρε modουλέοι! (από MXΣ, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του υστερικιά και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-ω».

Χρησιμοποιείται για γυναίκες κατά τις βροχερές τους μέρες, για κακές αδελφές, και με ηυξημένο σλανγκοσυντελεστή για άνδρες που τους έχει γυρίσει η τρίχα (ναι, σε σένα αναφέρομαι!).

- Πουστέρω: Ο υστερικός πούστης, από τα πούστης + υστέρω.
(Ironick)

- Σίγουρα δεν θα ούρλιαζα σαν υστέρω «είστε κηφήνες» απευθυνόμενος στους ναυτεργάτες όπως έκανε μια μη κηφήνας άεργη καριόλα με ντεκαπάζ που αδημονούσε να κουνήσει τον αφράτο μεσήλικο κώλο της στα κλάμπ των κυκλάδων.
(εδώ)

(από Vrastaman, 25/06/10)Ιζαμπέλ Υστέρ εν δράσει (από Khan, 10/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πέφτει άτακτο ξύλο, δηλαδή βρωμόξυλο, μπουκετίδι, κλωτσομπουνίδι, μαπίδι, ταβερνόξυλο, μπακατσέτουλες.

Στην μη σλανγκική, ξυλίκι είναι το όνομα παραδοσιακού παιχνιδιού αγοριών που σχεδόν πάντα κατέληγε σε μπαμπούνες στο κεφάλι. Περισσότερα εδώ.

Πάσα: ο αδικοχαμένος σλανγκιστής ΑΛΛΟΣ (εδώ).

- SMACKDOWN ~ Πραγματικό και βρώμικο ξυλίκι ή στημένες μαλακίες...;;;
(εδώ)

- ΞΥΛΙΚΙ ΜΑΤ-ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ AΓΡΙΕΣ ΟΔΟΜΑΧΙΕΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
(εκεί)

- ΘΕΛΩ ΚΙ ΕΓΩ ΝΑ ΣΠΑΣΩ ΣΤΟ ΞΥΛΙΚΙ ΤΗΝ ΜΑΡΩ ΛΥΤΡΑ!!! | Facebook
(παραπέρα)

Πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, πάντα ζω σαν το τζιτζίκι
πάντα ζω σαν το τζιτζίκι, όλο μπάλα και ξυλίκι
όλο μπάλα και ξυλίκι
κι ούτε νοιάζομαι για νοίκι.
(Ο Νικολάκης το Τζιτζίκι, Απόστολος Καλδάρας)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευρηματική πατέντα που λύνει ιδιαίτερα πολύπλοκα προβλήματα χρησιμοποιώντας ευτελή εργαλεία της καθημερινότητας.

Από το τηλεοπτικό γατόνι των έητηζ Μαγκάιβερ (που μπορούσε να αφοπλίσει πυρηνικές κεφαλές με έναν ελβετικό σουγιά, δύο συνδετηράκια και λίγη μονωτική ταινία) και του σλανγκοεπιθήματος -ιά.

Αγγλιστί: MacGyverism.

Πάσα: Señor Cadmus στο Δ.Π., Βίκαρ.

- Το ξηλωνω, του βαζω διακοπτη η μηπως γινεται καμια Μαγκαιβερια σε επιπεδο BIOS ή S/W και υπακουσει στας διαταγας μου;
(εδώ)

- Ωραιος! Χρησιμοτατο μηχανημα και το κολπακι με το κομπουτερακι πολυ μαγκαιβερια!!!!
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του Gif (Graphics Interchange Format).

Καίτοι παλαιάς κοπής γραφικό αρχείο, το γκιφάκι εξακολουθεί να κλέβει την παράσταση καθώς δίνει την ψευδαίσθηση κινούμενης εικόνας.

Πάσα: Τζίζας.

- Θα το σώσω σε γκιφακι (που είναι και πιο ελαφρύ).
(εδώ)

- Το τζιφακι της υπογραφης μου βαζει ιδεες....
(εκεί)

Patsis:[img]http://www.myemoticons.com/images/humor/poop/bear-pooping-in-woods.gif[/img]***Jesus:***
- έπος το γκιφάκι
(Από το λήμμα χέζουν οι αρκούδες στο δάσος;)

[img]http://www.supremepower.co.uk/Boobs.gif[/img]
(Από το λήμμα μουσική σλανγκ)

(από Galadriel, 28/06/10)(από Galadriel, 28/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό μπινελίκι ελληνάρα μικροφαλλοκράτη προς όποιαν θεωρεί ότι «κάνει την έξυπνη». Σε πλήρη ανάπτυξη, συνοδεύεται με φιλοφρονήσεις τύπου «μωρή καριόλα, λινάτσα, φακλάνα, μπουγιαμπέσα», κ.α..

Εννοείται ότι έχει παρεισφρήσει εκτός σεξιστικών πλαισίων, χρησιμοποιούμενο ανεξαρτήτως φύλου ως εργαλείο αδειάσματος.

Αγγλιστί: Get back to your pots and pans!

- Γυναίκα στο τιμόνι και ο χάρος σε ζυγώνει! Τράβα να πλύνεις κάνα πιάτο!
- Έχω ενα μαλάκα σαν εσενα σπιτι και τα πλενει!
(Από το φόρουμ των )

- Alexis Pass: Μαρια οντος εισαι οτι ναναι, τραβα αγορασε κανα τρυλετ με τα 2ευρα του χατζηχαβαλε να πλυνεις κανα πιατο αττιτλη που θα μιλησεις για τον ΜΕΓΑ ΝΤΟΥΣΚΟ!
- Maria Apostolakh: ΤΡΑΒΑ ΜΩΡΗ ΛΟΥΓΚΡΑ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΗ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΜΜΙΑ ΠΙΠΑ ΜΕ ΤΟ ΓΥΑΛΙ ΦΛΩΡΟΠΟΥΣΤΑ ΟΠΑΔΕ ΤΟΥ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟΥ Κ ΤΗΣ ΚΟΚΑ ΚΟΛΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ Κ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ ΣΚΑΤΟΦΛΩΡΕ...
(Βρις-οφ στο φατσοβιβλίο)

Λέμε τώρα... (από Vrastaman, 02/07/10)

βλ. και τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο, απόλυτο, ανυπέρβλητο πρήξιμο όρχεων, όταν δηλαδή κάποιο πρηξαρχίδι σού τα κάνει όχι απλώς μπαλόνια ή αερόστατα αλλά Ζέπελιν.

Ξαδελφάκι του γκραν γκρινιόλ, αλλά με πολύ ευρύτερες εφαρμογές.

Λολοπαίγνιο επί του Grand Prix.

- Αμάν πια, τα ίδια και τα ίδια ο Βράστα μας τα 'χει κάνει νταούλια με ανοησίες και στατιστικές για τον πούτσο καβάλα! Του αξίζει το Βραβείο Καυλί σλανγκαρχιδισμού!

- Τι Βραβείο Καυλί και μαλακίες, το Γκράν Πρήξ του αξίζει!

Εεέε πιά! Γκράν πρήξ για ζουζούνι... :-Ρ (από vikar, 05/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified