Τερατόμορφο πλην γευστικότατο ψάρι γένους Lophius Piscatorius που έρπει στον βυθό της θάλασσας καταβροχθίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα του με το πελώριο παραμορφωμένο στόμα του. Πωλείται πάντα χωρίς κεφάλι, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υστερικών κρίσεων ή λιποθυμιών στο ιχθυοπωλείο, καθώς η μορφή του είναι από αποκρουστική έως εφιαλτική. Οι ψαγμένοι μεζεκλήδες ωστόσο πάντα επιμένουν να πάρουν και το κεφάλι, καθώς κάνει την απόλυτη ψαρόσουπα.

Σλανγκιστί, πεσκανδρίτσα αποκαλείται η γυναίκα με πρόσωπο βατραχόψαρου αλλά σώμα αναφοράς. Υπάρχει ωστόσο μια καθοριστική, ειδοποιός διαφορά με την γνωστή σε όλους γκόμενα-γαρίδα: την πηδάς μεν αλλά δεν πετάς το κεφάλι (ούτε το κάνεις και σούπα). Διότι παρά την αποκρουστική του ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα –όπως χιούμορ, πνεύμα, σκέρτσο και πάνω απ' όλα ουράνιο κλαρίνο (χαλάλι το ενδεχόμενο ενός τσιμπούμερανγκ!)– που την εξιλεώνουν σε μεγάλο βαθμό. Με κατάλληλο φωτισμό σχεδόν ξεχνάς τη σιχαμερή της φάτσα και δεν απαιτείς καν να φοράει χαρτοσακούλα πάνω από το κεφάλι!

- Πού εξαφανίστηκες βρε Πανούλη;

- Βρυκα γκωμενακυ φοινο! Εχοι σομα σαν γωργωνα εχο παθι μουνοπλακκα! Κε αιχι και πλι χοιουμωρ μετα το σεχ μυλαμαι με τοις ορεσ! I shink I yam in luv!

- Καλά, γιατί δεν μας την γνωρίζεις;

- Νασπο, δαι βγενοι εξο … οι γιτονεςς ζιτοισαν ασφαληστυκα μαιτρα για να μι πάθουν ψοιχοτραλαλα τα πεδακηα τουσ!

- Κατάλαβα, με πεσκανδρίτσα πήγες κι έμπλεξες καημένε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαζαράκια αποκαλούνται τα ζυμωτά ψωμάκια που κάποτε έπλαθαν ευσεβείς νοικοκυρές σε σχήμα σπαργανωμένου βρικόλακα και έδιναν στα έντρομα παιδιά τους κάθε Σάββατο του Λαζάρου. Το μακάβριο αυτό έθιμο είχε κι άλλες σαδογοτθικές διαστάσεις, καθώς πίστευαν ότι ο Λάζαρος είχε αφήσει ευχή και κατάρα: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει...».

Σλανγκιστί, λαζαράκια αποκαλούνται όλα τα αζήτητα εμπορεύματα - σαβούρες που οι καταστηματάρχες νεκρανασταίνουν από τα σκονισμένα κιτάπια τους την περίοδο των εκπτώσεων και τα μοστράρουν στις βιτρίνες ως μέγα-ευκαιρίες.

- Λίλιαν πάμε για χοντοθεραπεία; Έχει εκπτώσεις 70% σε όλα τα προϊόντα Πούτσι!
- Πούτσες-εκπτώσεις Καυλάουρα, μόνο κάτι λαζαράκια της συμφοράς έχουν μείνει....

May the real Lazaraki please stand up please stand up please stand up  (από Vrastaman, 19/01/09)Εδώ θα βρειτε πολλά λαζαράκια (από Vrastaman, 19/01/09)O οίκος Πούτσι (από Vrastaman, 19/01/09)Λαζαράκια (από PUNKELISD, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.

Caveat emptor: Όσοι απολαμβάνουν ποδοφραπέ ρισκάρουν να κολλήσει το πέος τους μυκητίαση («πόδι αθλητή»).

Σε ακραίες εκφυλιστικές περιπτώσεις που το ποδοφραπέ συνδυάζεται με άλλες παραφιλίες, οι φετιχιστές κρούουν την θύρα σωματείων ΑΜΕΑ τύπου «Ζωγραφική με το πόδι» όπου ωστόσο θεωρούνται personae non frappae.

- Παλιά στο Ανατολή, θα το θυμούνται οι παλιότεροι, έπαιζε πολύ φραπέ με πόδια στον πριβέ στο πατάρι!

- Πάντως για ποδοφραπέ και γενικά για foot fetish δεν αξίζει με την καμία παιδιά σε τέτοια μαγαζιά και να σε κοιτάνε οι υπόλοιποι καλά καλά.

(Από forum του bourdela.com)

Trivia: Η Margot Stilley εκτελεί ποδοφραπεδούμπα στον ηθοποιό Kieran O'Brien στο έργο του Michael Winterbottom «Songs».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.

Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.

  1. Καλό το America, μα πιο γλυκό το Corfu..

Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;

Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!

Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..

(Μέτοικο παράπονο από forum)

  1. - Μπρε την τσαμένη!
    - Ποια τσαμένη;
    - Την πούτσα μου την καυλωμένη!

(Kλασσική στιχομυθία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από υπερβολικά κοντή αλλά καμαρωτή κορμοστασιά, περιποιημένη κόμη και ένδυση, παιχνιδιάρικη ματιά, αναβράζουσα και πολυσχιδή προσωπικότητα. Εκ των πιπίνι και πινέζα.

Οι πιπινέζες είναι ανατομικά πλήρη και αναλογικά άρτια θαύματα της νανοβιολογίας, με μόνο ελάττωμα την ελλιπή παραγωγή αυξητικής ορμόνης – πράγμα που δεν επηρεάζει ωστόσο την λίμπιντο. Έχουν το προσόν να είναι ιδιαίτερα φορητές, όπως πχ ένα σκυλάκι Miniature Pinscher, αλλά συχνά διαθέτουν και την εκνευριστικά υπερκινητική συμπεριφορά της εν λόγω ράτσας. Πρόκειται για το κολιμπρί των γυναικείου βασιλείου.

Τα συμπαγή αυτά πλάσματα διέπουν την εφηβία. Η ηλικία τους παραμένει ακαθόριστη και διατηρούν αιεθαλώς, συχνά μέχρι και το λυκόφως των δεύτερων -άντα, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας λολίτας. Η διαθεσιμότητα και το πρόθυμο πνεύμα συνεργασίας τους εξορκίζει και απενοχοποιεί τα ανομολόγητα παιδοφιλικά ένστικτα ορισμένων. Παστάκι και μιλφέιγ μαζί!

Η συνωνυμία τους με την πρηξαρχίδω Πιπινέζα από την θρυλική Λιλιπούλολη του Μάνου Χατζιδάκι είναι απλά συμπτωματική.

- Ρε παιδέρα πάς γυρεύοντας να σε βάλουν μέσα με το πιπινάκι αυτό; στο Jumbo το ψώνησες βρε ανώμαλε;
- Για την θεία του Λίλιαν λες ρε παπάρα; Η πιπινέζα σε ρίχνει 5 χρόνια!
- Ζαγοραιιιιιιιίος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενός κακού μύρια έπονται, και συνήθως η γκαντεμιά δεν μας χαϊδεύει σαν ανοιξιάτικη βροχούλα, αλλά μας ραπίζει αδυσώπητα σαν καταιγιστική πλημμύρα, το φελέκι μου μέσα!

Η έκφραση «μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει» εκφράζει αυτό ακριβώς το αβάσταχτο angst. Όταν δηλαδή όλα τα κακά της μοίρας σου σε παραγουλιάζουν διαδοχικά σαν το άμοιρο χταπόδι στο βράχο της πουτάνας ζωής καθώς η κουφάλα ο δημιουργός σου γνέφει σαδιστικά με το Μητσοτάκειο χαμόγελό του.

Αλλά πού θα πάει, θα γυρίσει ο τροχός. Δεν θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη!

  1. Φάκα Adidas μου 'πιασε τη φτέρνα
    μπερδεύω το juke box με τη λατέρνα
    πάνω απ’ του τάφου μου το κυπαρίσσι
    μαύρη χελώνα μ' έχει κατουρήσει
    (Νεοέλληνας, Τζίμης Πανούσης)

  2. Μα καλά, είναι δυνατόν να έχει το eeepc την ίδια wifi με μένα, να την βλέπει η ath5k και να μην δουλεύει; Μαύρη χελώνα με κατούρησε με αυτό το λαπτόπι ρε γμτο!
    (Παραλήρημα κατσαβιδάκια από σχετική ιστιοσελίδα)

  3. Εμένα ως συνήθως με κατούρησε μαύρη χελώνα και στα πρώτα 2χλμ έσπασε το πίσω αξονάκι από το κέντρο του τροχού (Παράπονο ομοιοπαθούς από φοράδα αυτοκινήτων)

(από vikar, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό σλανγκ εποχής. Το χρησιμοποιούσαν οι ευπατρίδες του μεσοπολέμου αντί για «στ' αρχίδια μου» ―καθώς αρχίδιον, σλανγκιστί, θα μπορούσε να αποτελεί υποκοριστικό του αρχή.

Φευ όμως, το προσφιλές αρχίδι στην πραγματικότητα ετυμολογείται εκ του ορχίδιον, το οποίο είναι υποκοριστικό του όρχις.

- ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ: Τοιούτον άρθρον δεν διενοήθη νους τις, ουδέ έγραψε χειρ τις, αλλά πους τις! Εξίσταμαι!
- ΙΩΝ: Ε, ξύσ' τα μου! Όσα λες τα αναγράφω εις τα υποκοριστικά της αρχής μου!

Επίσης, βλ. μπλογκ διαταραγμένου αγριοχρίστιανου Μαρξ & Σπένσερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε χρόνο, βρωμιάρες μέρες, οι νεοέλληνες καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες πατροπαράδοτης (ειδικά εάν είσαι ερυθρόδερμος) γεμιστής ψητής γαλοπούλας.

Οι παλαιότεροι βουβά αναρωτιούνται: «αυτό δεν είναι το εορταστικό μου τραπέζι… αυτό δεν είναι το νόστιμο μου γουρουνόπουλο… Θεέ μου, μα πως βρέθηκα εδώ; Same as it ever was… same as it ever was, κ.λπ.». Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Tου όχι-και-τόσο-λουκούλλειου αυτού γεύματος προηγείται πάντα η επίσκεψη της κυρα-περμαθούλας νοικοκυράς σε super market για να προμηθευτεί το περί ου ο λόγος κατεψυγμένο πτηνό. Εκεί υφίσταται κάθε χρονιά το ίδιο εθνικό κλονισμό. Διαπιστώνει με απόλυτη φρίκη ότι, όλες οι εισαγόμενες γαλοπούλες αναγράφουν με κεφαλαία γράμματα την ειδεχθή λέξη Turkey! Αναθεματίζοντας την μοίρα της– οι εγχώριες γαλοπούλες είναι πανάκριβες! – και αφού ρίξει μια ματιά τριγύρω για τον φόβο των άλλων εχθρών του Ελληνισμού, των Ιουδαίων, κάνει την καρδιά της πέτρα και χώνει την γαλοπούλα Τουρκίας στο καλάθι της. Οι καλεσμένοι δεν θα μάθουν ποτέ το ένοχο μυστικό της.

Διάλογος ασιγματίστριας γιαγιούμπας νίντζα και υπάλληλου supermarket.

- Πδι μου γιατί όλεσ αυτούνεσ οι γαλοπούλσ είναι Τουρκίασ;
- Δεν είναι Τουρκίας, κυρία Μαρία, Αμερικής είναι. - Μη μ’ λεσ ψέματα πδι μου, ξέρω να διαβάζω, γράφει TURKEY.
- Έτσι λέγεται η γαλοπούλα στα Αγγλικά
- Φτου σου να κοροιδεύς μια γιαγούλ' ετς! Τρίζουν τα κόκαλα του Καραουισκάκη παλιόπαιδο! Άσε που θα κολλήσουμε και καμιά γρίπη των πλερικών, του λέει κι ο Ευαγγελάτσ!
- (Ψιθυριστά) Μπη στα διάλα, κωλόγρια!
- ΤΙ ΕΙΠσ;!;!;
- Χρόνια πολλά και του χρόνου, γιαγιάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified