Λέξη ιταλικής προελεύσεως, που προέρχεται από τα λατινικά, και πολύ απλά σημαίνει «εκατομμύριο».

Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει την απροσδιόριστη ποσότητα, το αμέτρητο πλήθος ανθρώπων ή εντόμων.

  1. Απόσπασμα από αναγνωστικό του δημοτικού, δεκαετίας '80:
    «Μαζευτήκανε μιλιούνια, στο περβόλι τα ζουζούνια...».

  2. Πω πω φίλε, δεν ξαναπάω για μπάνιο στις Κουκουναριές: πληρώνεις χρυσή την ομπρέλα και μιλιούνια ο κόσμος...

  3. Εντυπωσιάστηκα από το Πεκίνο: τεράστια πόλη και μιλιούνια τα Κινεζόνια, να τρέχουν πέρα δώθε... Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωριάτης (με την υποτιμητική έννοια), ο άξεστος, χωρίς τρόπους και ευγένεια. Μάλλον προέρχεται από το γνωστό τραγούδι του Μ. Καλογιάννη: «ο Μήτσος απ' τα Φάρσαλα, κάνει τον αρχιγκάγκστερ».

Γιατί ρε Κώστα μου βγαίνεις έξω με το άσπρο καλτσάκι, σαν παλιόμητσος;

(από Khan, 26/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρούλης και μουλωχτός, αυτός που κινείται κρυφά και υποχθόνια. Παράγωγο της μεταφορικής χρήσης της λέξης πούστης, δηλ. αυτός που δεν είναι ευθύς και δεν έχει μπέσα, όπως οι ομοφυλόφιλοι που κρύβονται, φοβούμενοι αντιδράσεις.

- Η μάνα μου είδε τον Ηλία χθες και τής έπιασε κουβέντα για τη Μαίρη, αν είμαστε μαζί κι έτσι.
- Είναι μία πουστρίτσα αυτός... Δε ρωτάει εσένα ευθέως, αλλά πάει να ψαρέψει τη μάνα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σύναξη των γιαγιάδων της γειτονιάς στα χωριά της βόρειας Ελλάδας. Σε αυτοσχέδιο πάγκο συνήθως, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, αποτελεί το σημείο αναφοράς στον μικρόκοσμο των γιαγιάδων. Η λέξη είναι σλαβικής προελεύσεως, από το ρήμα sobrat' (собрать, στα ρώσικα) που σημαίνει συγκεντρώνομαι. Λόγω γεωγραφικής εγγύτητας της Θεσ/νίκης στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλλον προέρχεται από το σερβικό sobrati, το οποίο αναφέρεται και σε συνελεύσεις της Βουλής, πολιτικές συνάξεις.

Έφαγες αγόρι μου; Θα πάω στο σόμπορο με την Τασούδα, θέλεις κάτι άλλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή φράση, η οποία προέρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και υποδηλώνει ό,τι σήμερα ονομάζουμε «μέσο» ή «βύσμα». Προέκυψε από κάποιον πασά της Τρίπολης που για να ευχαριστήσει έναν συγγενή του, που τον είχε βοηθήσει σε προσωπικές του υποθέσεις, τον έχρισε μπέη στην Κορώνη. Ο μπέης, με τη σειρά του, λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ του Πασά και του τοπικού πληθυσμού, με άλλα λόγια ήταν ο φορέας των πελατειακών σχέσεων.

- Άκουσες τα νέα; Ο Νίκος απολύθηκε από την Ιντρακόμ και ψάχνει για δουλειά.
- Αστειεύεσαι; Σιγά να μην τον νοιάζει, ο τύπος ρε έχει Μπάρμπα στην Κορώνη, πώς νομίζεις ότι είχε μπει εκεί; Σε ένα μήνα θα έχει βολευτεί, μην ανησυχείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά το ρ. ξεπατώνω σημαίνει «βγάζω τον πάτο». Ο πάτος, ως γνωστόν, είναι και ο κώλος, άρα το ρήμα είναι συνώνυμο του ξεκωλιάζω (βλ. ξεκωλιάρης, -άρα, -άρικο).

Σημασιολογικά χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του «κουράζω υπερβολικά», «εξοντώνω από την κούραση». «ξεθεώνω».

  1. Ερωτική διαδικτυακή ιστοριούλα:

Πώς την ξεπάτωσε ο πατρινός
Είπα και εγώ να γράψω την ιστορία μου που επιτέλους έγινε πραγματικότητα την Κυριακή το βράδυ στη Πάτρα.

Πάνε 2 χρόνια περίπου που μιλάω με τον γαμιά μου μέσω chat και η αρχική μας επαφή είχε γίνει επίσης σε ένα chat ένα καυτό βράδυ του Ιουλίου.

  1. Περιγραφή συνεύρεσης στο διαδίκτυο:

Οι τύποι αφού την ξεπάτωσαν από παντού με τα παλούκια τους την έχυσαν ένας, ένας στα μούτρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, συνώνυμο συγκεκαλυμμένο της ερωτικής περίπτυξης.

- Τι έγινε Γιωργάκη, περάστε καλά με τη Μαίρη το Σαββατοκύριακο; - Μια χαρά, επιτέλους βουτήξαμε τον κολιό στο ξίδι, μετά από δύο μήνες. Καιρός ήταν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τη λέξη αυτή χαρακτηρίζουμε μία ομάδα ατόμων ελεεινών και αθλίων, με ροπή προς τη διαφθορά. Ο σκύλος, ως γνωστόν, χρησιμοποιείται ως υβριστικός χαρακτηρισμός σε πολλές γλώσσες (αραβικά, τουρκικά, κ.τλ.).

  1. Blogoσχόλιο:

Πέντε μέρες έχουν περάσει από την ομολογία των εγκλημάτων πολέμου του Αττίλα από τον Αττίλα στην Κύπρο και το Ανανικό σκυλολόι δεν έχει αναχαράξει κουβέντα! Τα εγκλήματα πολέμου κατά της χώρας που τους έχει δώσει υπηκοότητα δεν τους απασχολούν.

  1. Νιτσεϊκό απόσπασμα:

Η ζωή είναι μια πηγή χαράς, εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.
Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.
Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο. Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.
Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.
Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.
Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο κότσος αναφερόμαστε σε έναν τύπο χτενίσματος κατά τον οποίο η γυναίκα μαζεύει τα μακριά μαλλιά της στο πίσω μέρος της κεφαλής. Η λέξη προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό «κόττο», που σημαίνει το λειρί του κόκορα. Από αυτή τη λέξη προκύπτει και η κότα! Το φουσκωτό χτένισμα της γυναίκας που μοιάζει με κόττο, σιγά σιγά παρεφθάρη και έγινε: «κότσος».

Η μεταφορική φράση: «πιάνω κάποιον κότσο» σημαίνει ότι τυλίγω, ξεγελάω με δόλο, παραπλανώ.

  1. Απόσπασμα από blog:

Τελικά δικό μου είναι το λάθος... Με έπιασε κότσο εκείνη η καπριτσιόζα η μάγισσα που όταν μου πούλησε εκείνο το made in Taiwan ξόρκι... μου είπε: «Πρίγκιπά μου δε φταις εσύ, το μυαλό τους φταίει... Η καλοσύνη και η γοητεία δε μετράνε όταν τα προσφέρεις στο πιάτο... Για αυτό γίνε βάτραχος για να μπορούν όλα τα όμορφα κοριτσόπουλα να γοητεύονται από το ονειρεμένο παραμύθι του μυαλού τους πως θα μετατραπείς σε πρίγκιπα μόλις σε φιλήσουν...»

  1. Σχόλιο σε blog:

Ίσως να έχεις δίκιο και να με έπιασαν κότσο! Να με έπιασαν σε μια στιγμή αδυναμίας που λειτούργησα με το συναίσθημα και όχι με την λογική! και πίστεψέ με όταν θέλεις να βοηθήσεις και αποφασίζεις να κάνεις κάτι τέτοιο βοηθάς ήδη στην γειτονιά σου και στην πιο κάτω γειτονιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, προερχόμενη από τον σοφό λαό, που περιγράφει τον δημόσιο δρόμο, έξω από χωριό ή κατοικημένη περιοχή. Πρόκειται περί ουσιαστικοποίησης του επιθέτου «δημοσία» (οδός), με μετάθεση του τόνου.

- Γιαγιά, ψάχνω τον γιό σου, τον Σήφη, ξέρεις που είναι;
- Τον έχω ειδομένο δίπλα από τη δημοσ(ι)ά, πριν από λίγο, παιδί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified