Το πίτουρο είναι σπόρος αλεσμένου δημητριακού, τον οποίο χρησιμοποιούμε ως ζωοτροφή.

Χρησιμοποιώντας την εν λόγω έκφραση εννοούμε ότι, όποιος, έκων ή άκων, μπλέξει με πράγματα αμφιβόλου ποιότητος και ηθικής, μπορεί να ζημιωθεί ανεπανόρθωτα.

Συχνάκις απαντάται και το «τρώει πίτουρα», δηλ. έχει το IQ ζώου.

1.

Αντιπαραβάλλω σχόλιο διαδικτυακού forum (I):

«Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες, και το ένα από τα δύο κοινά που έχουν Σαντάμ και σερβικός μεγαλοϊδεατισμός είναι ότι ανακατεύτηκαν υπέρ το δέον με τα πίτουρα. Το δεύτερο κοινό βέβαια είναι ότι θεωρούνται Άγιοι Οσιομάρτυρες του γιαλατζί αντιαμερικανισμού».

2.

Αντιπαραβάλλω σχόλιο διαδικτυακού forum (II):

Ας δούμε όμως τους ισχυρισμούς των Incubus πιο αναλυτικά: στιγμές όπως τα “Diamonds And Coal”, “Anna Molly” και “Rogues” τους τοποθετούν σε ένα μετα-grunge πλαίσιο, δείχνοντας όμως συνάμα πόσο επιδερμική σχέση έχουν με αυτό: το grunge τους δεν έχει αιχμές, είναι δομημένο βάσει συνταγολογίου, το καταλαβαίνει εύκολα όποιος έχει ακούσματα. Τραγούδια πάλι όπως τα “A Kiss To Send Us Off”, “Light Grenades” και “Pendulous Threads” τεκμηριώνουν, υποτίθεται, τη σχέση τους με τη μεταλλική κοινότητα και τους Monster Magnet. Ας γελάσω - αν τα ακούσουν οι Motorhead μπορεί και να μπουν στον πειρασμό να τους κοκκινίσουν λίγο τους πισινούς, έτσι για να μάθουν ότι όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες. Μένει λοιπόν το ενδιαφέρον για τον mainstream rock ήχο της εποχής μας, όπως, ας πούμε, τον εκπροσωπούν τα “Dig”, “Love Hurts”, “Earth To Bella” και “Paper Shoes”. Ε, εδώ οι Incubus είναι πράγματι αυτοί που είναι. Ανώδυνοι, βαρετοί, αν και όχι πάντοτε κακοί. Ας μας κάνουν λοιπόν τη χάρη, επιτέλους, και ας σταματήσουν να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομα με ελάχιστο ή ανύπαρκτο τακτ και savoire vivre.

Η λαχαναγορά, ως γνωστόν, είναι χώρος δύσκολης και απαιτητικής εργασίας και συνεχούς σωματικού κάματου. Για το λόγο αυτό, ιδιαίτερα σε παλαιότερες εποχές, δεν μπορούσαν όλοι να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντα της συγκεκριμένης απασχόλησης. Μόνο σκληροτράχηλοι και «ψημένοι» από τη ζωή άνθρωποι, με δυσκολίες και πλούσιες εμπειρίες. Αυτό αποτυπωνόταν σε διάφορες εκφάνσεις της συμπεριφοράς τους: βρισίδι, εκνευρισμός, επιθετικότητα. Ο λαχαναγορίτης κατέληξε συνώνυμο του κάφρου/επιθετικού ανθρώπου, με βρώμικη γλώσσα και απρεπείς χαρακτηρισμούς.

Να σημειωθεί ότι εμείς οι Σλανγκάδες δεν γενικεύουμε και εκφράζουμε τη συμπάθειά μας στην τάξη των λαχαναγοριτών εν γένει.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum (I):

Καλημέρα κι από μένα Smiley
Η βροχή χρειαζότανε και ας έγινα και λίγο μούσκεμα...
και ας έβρισα σα λαχαναγορίτης και έναν !@$@#% οδηγό που πέρασε με χίλια και με έκανε καινούργια Angry

Φιλάκια Kiss

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum (II):

Εγω εχω αυτο το «ένας και μοναδικος»; Αντε καλε, διαδοσεις κομμουνιστων.
Απο το αλλο παλι, αν θα το γυρίσω, τι τα θέλουτε;
Καλό παιδι να ειναι και σταθερη δουλεια να εχει, αλλιως (οσο και να 'ναι), η τελευταια μου σχεσις θελεις λιγο το
μουστακι της, θελεις λιγο τα 90 της κιλα (ελεγε 62), θελεις λιγο η μασχαλιλας, λιγο που αεριζοντανε και μπρος μου και που εβριζε σαν λαχαναγοριτης, ο αδερφος της πιο νοστιμος μου φαινοτανε...
(Το κλασσικο ρητον κρεας μπαινει, κρεας βγαινει δεν κολλα εδω γιατι το θεμα ειναι που θα μπει παιδια το κρεας. Αν ειναι
να το βαλουμε αλλου -εστω και του αδερφου μας- μαζι σας ειμαι!)

Βλ. και λαϊκατζής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα μακριά και αδύνατα πόδια, κυρίως γυναικών και καλαθοσφαιριστών.

Προέρχεται από το βυζαντινό «καννίον» [κανί στα νεοελληνικά], εκκλησιαστικό σκεύος που προσομοιάζει στο καλάμι.

Συγγενής λέξη είναι η γνωστή κάννη των όπλων.

Καλά μας δουλεύεις; Έσκασες μύτη με τη γκόμενα που είχε τα κανιά στο ίσωμα, για να τή γνωρίσεις στη μάνα σου; Εσύ δεν παίζεσαι φιλαράκο... Η γυναίκα θα έχει σχηματίσει την καλύτερη άποψη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη, μοντέρνα λέξη, σύνθετου χαρακτήρα [πούτσα+κάτουρο].

Από πολλούς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καραμπινάτος πλεονασμός: αφού ούτως ή άλλως κατουράμε από συγκεκριμένο όργανο, γιατί αυτό πρέπει να αναφέρεται;

Από προσωπική εμπειρία μπορώ να πω, ότι η έκφραση «φοριέται» πολύ στο στρατό.

- Πάμε ρε μαλάκα, θα αργήσουμε!
- Κούλαρερε. Κάτσε να ρίξω ένα πουτσοκάτουρο και την (γ)κανά.

Έγκυος από χρυσή βροχή η Δανάη στον μύθο! Ο πίνακας του Gustav Klimt. (από Hank, 11/02/09)

Βλ. και ένα πέο κάτουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων συχνοουρία. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στις ακόλουθες περιπτώσεις:
1. Χαϊδευτικά για τα μωρά που κατουράνε τις πάνες τους.
2. Για όσους κατουριούνται πάνω τους.
3. Για τους δειλούς και φοβητσιάρηδες, που επιδεικνύουν ανοιχτά έλλειψη θάρρους.

1.

Μάνα προς παιδί:
Τι έχουμε εδώ, τι έκανε ο κατουρλής μου.

2.

- Πάμε να φύγουμε, είδα κάτι αναρχικούς στο δρόμο.
- Ρε μαλάκες κατουρλήδες, τα κλάσατε; Μην κάνετε σαν κωλόγριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός και προσβλητικός χαρακτηρισμός με αποδέκτη άτομο γένους θηλυκού. Από το ρήμα πετάω, απλούστατα σημαίνει ότι η θήλυ είναι για πέταμα (αν δεν έχει ήδη πεταχτεί στα σκουπίδια...).

Η πεταμένη είναι κάτι αντίστοιχο με τον τελειωμένο (συνήθως γένους αρσενικού): σε καμία περίπτωση όμορφη, με δυσκολίες εύρεσης συντρόφου (ερωτικού τε και πνευματικού), με ελάχιστους, αν όχι ανύπαρκτους, θαυμαστές.

Συχνάκις απαντάται η γνωστή έκφραση «είναι για πέταμα» ή και η γενική της ιδιότητας «του πεταμού».

- Θα σε αφήσω, δεν αντέχω άλλο. Όλες οι φίλες μου περνάνε σαν πριγκίπισσες, μόνο εγώ υποφέρω και μένω μαζί σου.
- Τι είναι αυτά που λες μωρή πεταμένη; Ποιος θα σε αντέξει με το χαρακτήρα που έχεις;

Ε, δεν την λες και άσχημη... (από ThomasTheBarbarian, 24/06/14)

Βλ. και του πεταματού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από τη ιταλική χερσόνησο. Σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη η ρίζα είναι βενετσιάνικη [a maca, με τα έξοδα άλλου]. Περιγράφει το τζαμπατζιλίκι, την τράκα. Παράγωγο ουσιαστικό είναι ο αμακαδόρος, ήτοι ο τρακαδόρος/τζαμπατζής. Εκφράσεις χαρακτηριστικές, όπου χρησιμοποιείται, είναι «τη βγάζω στην αμάκα», «έγινε αμάκα», «είμαι μαθημένος στην αμάκα».

  1. - Κουφάλα, άκουσα ότι πηγαίνεις Μύκονο. Μάς το παίζεις και φτωχαδάκι...
    - Τραγούδια λες ρε; Στη αμάκα θα τη βγάλω: θα μείνω στου αδερφού μου και θα τρώμε στο εστιατόριο που δουλεύει. Αλλιώς δεν την πάλευα.

  2. - Τελικά τι θα γίνει, θα πάμε στη γιαγιά για Πάσχα;
    - Ναι, θα είναι και ο θείος σου.
    - Πω πω, πάλι τον αμακαδόρο θα φάμε στη μάπα...Σκάει μύτη στη γιαγιά, μόνο και μόνο για να καβαντζώσει αυγά και κρέας. Μεγάλος τζαμπατζής!

Σχετικά: τζαμπέισον, τζαμπαντάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη αρχαιοελληνικής προελεύσεως, και συγκεκριμένα από την Κρήτη, η οποία περιγράφει τη γνωστή κουμπαριά [συν+τέκνο].

Στο πέρας του χρόνου έλαβε διαφορετική διάσταση και σήμερα χρησιμοποιείται ευρύτατα περιγράφοντας οιονδήποτε αρσενικό, επιδεικνύοντας φιλική διάθεση και εγγύτητα.

Στην υπόλοιπη Ελλάδα χρησιμοποιείται ο όρος κουμπάρος ή πατριώτης. Ιδίας σημασίας και ο γνωστός σύντροφος [товарищ - Genosse], που έχει περάσει πια στις καλένδες.

Κρητικό διαδικτυακό ανεκδοτάκι:

Ο σύντεκνος έχει πάει επίσκεψη βραδιάτικα στο σπίτι των συντέκνων του σε κάποιο άλλο χωριό. Το βράδυ, επειδή οι οικοδεσπότες σύντεκνοι δεν είχαν άλλο κρεβάτι, το έβαλαν να κοιμηθεί μαζί τους, στο ίδιο κρεβάτι. Το πρωί που ξύπνησαν, ο ξενοχωριανός σύντεκνος παίρνει τον οικοδεσπότη σύντεκνό του σε μια γωνιά και του λέει εμπιστευτικά με συμπονετική φωνή:

_Σύντεκνε μάθε το πώς η συντέκνισσα δεν είναι μπιστεμένη,

όλη τη νύκτα με τη χέρα της μου την είχε κρατημένη!

Και ο οικοδεσπότης σύντεκνος του απαντά κοφτά:

_Σύντεκνε, εγώ σου τηνε κράτουνα με τη δεξιά μου χέρα,

μη τύχει η αφιλότιμη και πάει παραπέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για την περιγραφή ατόμων χαμηλού νοητικού επιπέδου. Εν είδει υπερβολής, το μυαλό τους θεωρείται τόσο μεγάλο, όσο ένα κουκούτσι, δηλ. ελάχιστο.

- Τι θα κάνει τελικά ο αδερφός σου με τη σχολή, αποφάσισε;
- Πονεμένη ιστορία...Εμείς του λέμε να δηλώσει πρώτη επιλογή το ΤΕΙ, αλλά ο μαλάκας θέλει να μπει στην Αστυνομία. Μυαλό κουκούτσι...

Πόσο μυαλό αθροίζουν τα κουκούτσια?  (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ροφός είναι γνωστό και εύγευστο ψάρι, και μάλιστα ακριβό. Το σώμα του είναι χοντρό και το κεφάλι του ιδιαίτερα ευμέγεθες. Μεταφορικά, ροφοί αποκαλούνται οι παχείς και εύσωμοι άνθρωποι, με πολλά περιττά κιλά.

- Ρε μαλάκα, αυτή η χοντρή δεν είναι η γειτόνισσά σου, εκείνη από την Τήνο;
- Ω ρε πούστη μου, αυτή είναι... Πάμε από εκεί, για να μην την τρακάρω, θα μου ζαλίσει τ' αρχίδια.
- Μην είσαι μαλάκας, η κοπέλα σε γουστάρει και έχει και δύο ξενοδοχειάκια στο νησί...
- Να τα χαίρεται! Δε βλέπεις ρε ότι η γκόμενα είναι σαν ροφός;
- Όλα δικά σου τα θες ρε... Αμάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified