«Λιακόνι, το: Chalcides ocellatus. Αυτή τη σαύρα τη βλέπουμε συνήθως να κάνει ηλιοθεραπεία κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά φεύγει γρήγορα μακριά με ελικοειδή κίνηση, ξεγελώντας συχνά τους ανθρώπους που την μπερδεύουν με φίδι [...] Έχει την αναληθή φήμη εδώ στην Κρήτη πως είναι θανάσιμα δηλητηριώδες».

Αυτά γράφουν οι ειδικοί για το λιακόνι, το δεύτερο πιο επίφοβο σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη ερπετό της Κρήτης, μετά την Όχεντρα (η οποία, όμως, στην Κρητική της εκδοχή είναι κι αυτή ακίνδυνη για τον άνθρωπο, αν και έχει κάποιο δηλητήριο).

τι να λέει όμως;

[I]Ποτέ μου δεν ερέχτηκα
γυναίκα παντρεμένη
σαν μια την είδα στα Χανιά
απ' το Σαρτζί και πέρνα
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθος
την όχεντρα την πλουμιστή
κορδέλα στα μαλλιά της.[/I]

Η όχεντρα είναι η Σατανική σαγήνη, η ομορφιά ως καταστρεπτική δύναμη που θέλγει τον άνθρωπο.

Το ταπεινό λιακόνι συμβολίζει τη σκέτη, δηλητηριώδη κακία, και είναι το Κρητικό δίμουρο φίδι, ελλείψει οχιάς διμούτσουνης στην πανίδα του νησιού. Λέγεται κυρίως για γυναίκες κακιασμένες, κουτοπονηρές και καριόλες, και είναι πολύ συχνό παρανόμι. Κάθε χωριό και κάθε κοινωνικός χώρος έχει το λιακόνι του.

  1. - Και ποιος διαόλου τσίτονας (= αυτός που βάζει τσίτες, δλδ. αυτός που διαβάλλει, ο διάβολος) τση τά΄πενε;
    - Εσύ μρε θεομπούνταλε ποιος θαρρείς θα τση΄τάπενε..; Για να δω δηλαδής ανε σού΄χουνε ΄πομείνει δυο δράμια νους...
    - Ποιος... το λιακόνι θα τση τά΄πενε;
    - «Καλή κοπελιά η Μαρία», «Χρυσή κοπελιά το Μαριώ, θυμάσαι που μ΄ήλεγες;

  2. και μια μαντινάδα:
    Την πεθερά μου εδάγκασε στον πόδα ένα λιακόνι
    και το λιακόνι εψόφησε μα εκείνη ζεί ακόμη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κουργιαλοσλανγκιά, η οποία μπορεί να ακουστεί και από τη νεολαία των πόλεων της Κρήτης μέσω της διαδικασίας που σε άλλο λήμμα έχω περιγράψει ως «τ΄ ακούω στο χωριό μου στα Ηρακλειώτικα: χωρζό μου το λέω στο σκολειό μου».

Το ρήμα προέρχεται από τη ζωή του βοσκού, και πρόκειται για την ακινητοποίηση των αρνιών και προβάτων, προκειμένου αυτά να κουρευτούν (συνήθως) ή να σφαγούν (σπανιότερα), που γίνεται «καβαλίκεμα» του οζού και δέσιμο όλων (συνήθως) ή των τριών (σπανιότερα) ποδιών τους (όπως στοtie-down roping του ροντέο, απλά χωρίς το άλογο, τα stetson, το λάσο, το μοσχαράκι, το χρονόμετρο, αλλά με άτυπη τουλάχιστον επιτροπή Κρητών, βλ. παρακάτω). Το τοπίο μιας μάντρας κατά τη διάρκεια μιας κουράς είναι κατάσπαρτο με μπουζιαζμένα οζά που περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν, βελάζοντας απελπισμένα.

Το μπούζιαζμα ένας έμπειρος και ικανός βοσκός το ξεπέταει, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες του ζώου, το οποίο μόλις ακινητοποιήσει αφήνει κάτω στο έδαφος τρομαγμένο. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα εκτιμάται από την ομήγυρη των βοσκών (οι κουρές γίνονται από τους βοσκούς του χωριού συλλογικά και εκ περιτροπής) και είναι μια σχεδόν τελετουργική διαβατήρια δοκιμασία για τον νεαρό βοσκό - ο οποίος, όμως, σύντομα θα πρέπει να μάθει και να κουρεύει, που είναι εργασία ακόμα πιο υψηλής σχετικά εξειδίκευσης.

Το μπούζιαζμα δηλώνει απόλυτο έλεγχο επί του ζώου και κατά μια έννοια επιβεβαιώνει κάθε χρόνο την εξουσία του βοσκού πριν τη τελική της επικύρωση, τη σφαγή, όχι ότι αυτή η εξουσία τίθεται εν αμφιβόλω, απλά η εικόνα του άθλιου μπουζιαζμένου αμνού εικάζω ότι λειτουργεί διαπαιδαγωγικά έτσι σε ένα subliminal επίπεδο για τους νέους βοσκόπαιδες, χιλιετίες τώρα.

Το μπούζιαζμα ως απειλή εναντίον ανθρώπων ακούγεται στον προφορικό λόγο συνήθως παιγνιωδώς. Είναι πιο ελαφρύ από άλλες απειλές που ενέχουν τα Θεία ή τα γενετήσια ή αίματα και ο μπουζιαζμένος άνθρωπος είναι αρκετά κωμικός ως εικόνα - δείξτε λίγο κατανόηση για το τι θεωρεί αστείο ο βοσκός. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους μάτσο όρους που δηλώνουν εντοπιότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σοβαρή απειλή.

Στην Ανατολική Κρήτη συνήθως προφέρεται μπουζάζω.

Η ετυμολογία ενδιαφέρουσα: σύμφωνα με το γλωσσάρι του Ξανθινάκη από το μπούζ(ι)ουνας, που ήταν στα χειρόδετα σακιά η δεσιά στις 4 άκρες τους (λέγεται και η φράση ακόμα «μπούζιαξε τα τσουβάλια»), το οποίο μπούζιουνας < μεσαιωνικό βύζουνας < αρχαίο ρήμα βύω = εξογκούμαι, απ΄ το οποίο και τα βυζιά.

  1. - Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα, άσ΄ το κράνος...
    - Άμα σε μπουζιάξω, θα σου πω εγώ ποιο θα γαμήσεις...

  2. - Θα με γράψεις λέει; Γιάε [δες] τονε μωρέ απού γράφει, ίντα μρε θα γράψεις, άμε στο διάολο λείπε με [απάλλαξε με από την ενοχλητική παρουσία σου]...
    - Τρελός είστε κύριε; Είμαι υποχρεωμένος από την υπηρεσία μου...
    - Ίντα ναι μωρέ ετανά τα γίβεντα, δημοτική αστυνομία... Μωρέ ξεφτιλισμένε άσ΄ το μωρέ διάολε το ντεφτέρι να σου πω.. μωρε πούστη γράφεις; Δε με γνοιάζει μωρέ κερατωμένε κερατά να σε βάλω κάτω να σε μπουζιάξω κι ετέ να σου παίζω λαχτές με την αρβύλα ώστε να πεις κυρελέησον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης φράση της οποίας αγνοώ την προέλευση, αλλά που έκρινα σκόπιμο να ανεβάσω αφού την άκουσα από δυο ανεξάρτητες παρέες. Αν κανείς/καμιά γνωρίζει προέλευση, κερδίζει ένα Dimple, αν ταυτόχρονα απαντήσει στην επιπλέον ερώτηση χωρίς να κοιτάξει: τι σημαίνει Dimple.

«- Και πώς τα περνάτε στο Μοναστήρι, πάτερ; - Ε, λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή, περνάει η ώρα...».

Πέρα από τους μοναχούς και ορισμένοι λαϊκοί συμπολίτες μας χρησιμοποιούν την παραπάνω έκφραση, προκειμένου να περιγράψουν μια μάλλον μέτρια φάση της ζωής τους.

  1. - Και πώς τα περνάς εκεί στην ξενιτιά;
    - Ε, δεν υπάρχει σάλιο το τελευταίο εξάμηνο όπως ξέρεις, οπότε λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή περνάει η ώρα...

  2. - Και πώς τη βλέπεις τη φάση τώρα στο χωριό πάλι;
    - Ε, λίγο αυνανισμός, λίγο προσευχή, περνάει η ώρα, δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντιλμπάζες στην Κρήτη λέγανε και ορισμένοι ακόμα λένε, ειδικά στ΄ανατολικά του νησιού, τις γλωσσοκοπάνες, τις ετοιμόλογες και όταν χρειάζεται λιγάκι φαρμακόγλωσσες, καπάτσες και πληθωρικές στα καμώματα και πολύ συχνά στο σώμα γυναίκες. Είναι ακριβώς το είδος της γυναίκας που τυλίγει το ντελικανή και μετά τον έχει στο βρακί της για το υπόλοιπο της ζωής του.

Οι ντιλμπάζες φαίνονται από μικρές, και πολύ συχνά ο χαρακτηρισμός απευθύνεται σε μικρά κορίτσια, και τότε συνοδεύεται από κούνημα του κεφαλιού χωρίς να είναι απολύτως μειωτικός, άλλωστε η νοοτροπία της εποχής και της κάθε εποχής ήθελε και θέλει την τύχη των θηλυκών να εξαρτάται και από το κούνημα του κώλου και τα νάζια, τα μέλια, τις τσίτες, τα λόγια και τα ξελογιάσματα, και γενικά τις χίλιες δυο μανούβρες της παραδοσιακής και αγίας «χειριστικής» (που θά λέγε και το Πουτσοπόλιταν δίνοντας και σχετικές οδηγίες και τεχνικές) πλευράς της θηλυκότητας.

Είναι ακριβώς αυτό το οποίο αποσιωπούν τα αποσιωπητικά στην έκφραση «είναι αυτή μιααα...» όταν αυτό δεν είναι απλά «πουτάνα».

Dilb στα τούρκικα σημαίνει γλώσσα, το dilbaz πρέπει να σημαίνει γλωσσού.

Στα μισά της ζωής μου, μια ντιλμπάζα με χαντάκωσε στη ζήλεια και στην άπνοια της ψυχής μα μου άρεσε που είχα κι εγώ μια φοραδίτσα και κατάντησα το μουλάρι της.

(ωραίο κειμενάκι από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να έχεις στην Κρήτη έναν ελαιώνα, ένα σπαρμένο (δημητριακά), ένα αμπέλι, ένα κοπάδι ή οτιδήποτε άλλο «συμισιακό» σημαίνει ότι, επειδή εσύ μένεις μακριά, έχεις ξεκουτιάνει, έχεις κληρονομήσει το χωράφι αλλά δεν έχεις ιδέα από αγροτικά ή δεν έχεις τρακτέρ, βαριέσαι ή έχεις την εισοδηματική πολυτέλεια να μην ασχοληθείς, εκχωρείς σε κάποιον άλλο μερικώς το δικαίωμα εκμετάλλευσής του, με άλλα λόγια, βάζει αυτός τη δουλειά με αντάλλαγμα ένα μεγάλο ή μικρό μέρος της σοδειάς (δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητα μοίρασμα εξ ημισείας, για την ακρίβεια σχεδόν ποτέ δεν είναι, συνήθως ο «κεφαλαιούχος» έχει μεγαλύτερη μερίδα αλλά ο «εργάτης» μπορεί να κλέψει).

Αυτή η πολύ παλιά και διαδεδομένη ακόμα και σήμερα μορφή σύμβασης δεν είμαι σίγουρος ότι έχει αποκλειστικά ή κυρίως φεουδαλική προέλευση (ειδικά στην Κρήτη δύσκολο, λόγω περιορισμένων γενικά μεγεθών του κλήρου), και μάλλον προέρχεται από τις συμφωνίες μικροκαλλιεργητών, όπως φανερώνει και το όνομα των συμβαλλομένων: συζευτές (ή και ζυζευτές), αυτοί, δηλαδή, που συζευγνύουν, έχουν από κοινού ένα βόδι για το όργωμα (η συγκεκριμένη συμφωνία ονομαζόταν συζεψιά, αλλά ο όρος συζευτής επικράτησε για κάθε είδους συμισιακή συμφωνία, βλ. και το ριζίτικο:

[I]Φωνήν και κλάημαν άκουσα στ' Ορθούνι και στσι Λάκκους,
το Γιάνναρη σκοτώσανε, χαημός στο παλικάρι.
Δεν πάει μπλιο στον Ομαλό στα ρημοκούραδαν του
να βρει τσι συζευτάδες του, να ιδεί και τσι βοσκούς του,
να τωνε δείξει χειμαδιό και τόπους εδικούς του.[/I])

Στην Κρήτη ο όρος συμισιακά βρίσκει πλήθος μεταφορικές χρήσεις. Επειδή στη σχέση μεταξύ συζευτών εμφιλοχωρούσε πάντα η προσπάθεια ο ένας να κλέψει τον άλλο και κάθε είδους μανιαμουνιά στο μοίρασμα της γαιωπροσόδου, χρησιμοποιείται ο όρος για να σκωφθούν περιπτώσεις μοιράσματος κείνων που παραδοσιακά δεν πρέπει να κανείς να τα μοιράζεται: γυναίκα, αμάξι, μπιστόλι κλπ (βλ. και την παροιμία «συμισιακό σκουτέλι [μικρή γαβάθα για νερό, μέλι κλπ] σπάσιμο ή χύσιμο θέλει»).

Ετυμολογία: φαντάζομαι συν+ημισειακός.

- Μού 'πε η Κρίστι να πάμε το Σαββατοκύριακο στο χωριό μου, θέλει λέει να το δει....
- Ίντα διάολο, συμισιακή θα την έχομε;
- Ντα δεν έχετε χωρίσει μωρέ;
- Κατέω 'γω; Απροχθές, πάντως, π' επήγα να πάρω τσι πετσέτες μου από το σπίτι τζη τα ξαναφιάξαμε τρεις-τέσσερις φορές εκειά στο ντιβάνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως κομμάτι του διεθνούς δικτύου indymedia (independent media centers) το athens indymedia δημιουργήθηκε με στόχο το συντονισμό των κινημάτων, την αντιπληροφόρηση κλπ στο πολιτικό φάσμα από τις παρυφές της κοινοβουλευτικής αριστεράς έως και τους αναρχικούς και λοιπούς αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτες. Πέρα από τον χρηστικό και λειτουργικό του προσανατολισμό, όμως, το indymedia κάθε τόπου καθρεφτίζει το κίνημα αυτού του τόπου.

Έτσι και στο indymedia της Αθήνας (υπάρχει και της Πάτρας, υπήρχε και της Θεσσαλονίκης), που έχει πανελλήνιο βεληνεκές, το περιρρέον κλίμα είναι αισιόδοξο, πληθωρικό, αλλά και υπερβολικά χαλαρό, αμετροεπές, αψίκορο, προπετές, προσωπαγές και γεμάτο εύθικτους ματσό τύπους: με άλλα λόγια καφενειακό. Ειδικά στα πρώτα χρόνια, στο indymedia θα μπορούσε κανείς να θέσει το ερώτημα αν υπάρχει Άη-Βασίλης και να λάβει χιλιάδες σχόλια και τοποθετήσεις, χωρίς επέμβαση από τη Συντακτική Ομάδα.

Σταδιακά και με διάφορες μοντουλίστικες επεμβάσεις επιχειρήθηκε να μετριαστεί αυτό, να πάψει να είναι το indymedia μια ακόμα πιάτσα, και να μετατραπεί σε μέσο για το κίνημα. Όσοι νοστάλγησαν τη μετατροπή του indymedia σε «ψυχρό» και σοβαροφανές έγιναν εν πολλοίς τρολεατζήδες ή πήγαν σπίτια τους (δε βρίσκω το τρολοσάιτ που ήθελα αλλά κι αυτό κάνει). Η άποψή μου είναι ότι η διάθεση για παπαρολογία σε μεγάλο βαθμό απλά απέκτησε περίβλημα πληροφόρησης, εξ ου και η πληθώρα «πληροφοριών» του στυλ «τροχονόμοι ΤΩΡΑ στην Κατεχάκη!».

Το athens indymedia, ή πιο απλά ιντιμίντια, είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς ιστιότυπους στην Ελλάδα γενικά (η ερμηνεία αυτού θα ήθελε άλλο ένα σεντονάκι τουλάστιχον).

Για το λόγο αυτό η έκφραση «βγάζω στο indymedia», την οποία έχω ακούσει κι από κόσμο που πολύ μικρή σχέση έχει με την αριστερά ή την αναρχία (ένεκα η δημοφιλία του μέσου) θέλει να δηλώσει καθ' υπερβολήν ότι κάποιος κάνει θέμα και φοβερό καταγγελτικό και δημεγερτικό σαματά για κάτι ασήμαντο, ή ότι είναι διαρκώς στην τσίτα να εντοπίσει αδικίες και αυθαιρεσίες των όσων ο ίδιος εκλαμβάνει ως εξουσία εις βάρος του.

  1. — Τι τζούγκροι είναι ρε μαλάκα αυτοί οι μούτσοι της ΑΝΕΚ... Πόσο καφρούλιακες ρε φίλε, πόσο αγενείς μπορεί να είναι...
    — Γάμα τα... ένα γ-καφέ σου φτιάχνουνε και το βγάζουν στο indymedia...

  2. — Τι της είπα ρε μαλάκα και στράβωσε έτσι ρε πστ μου!
    — Η γκόμενα φίλε της λες ότι δε γουστάρεις ελεύθερο κάμπινγκ πια και σε βγάζει στο indymedia...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή-ανταπάντηση προς όσους παραπονιούνται για το φόρτο εργασίας στη δουλειά τους.

Εννοείται ότι αυτό το παράπονο είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα και πέρα από κοινό, είναι νορμάλ, είναι οκ, είναι νομιμοποιημένο, κατανοητό και συγγνωστό να παραπονιέται κανείς για το ότι η δουλειά από την οποία ζει έχει δουλειά.

Στην Ελλάδα η εργασία (πρώτα η χειρωνακτική, μετά κάθε εργασία ως εργασία) απαξιώθηκαν - δείτε προς εμφύλιο μεριά γιατί και ποιες αξίες ηττήθηκαν...). Ως γνωστόν στο σύγχρονο Ελλάντα είσαι μαλάκας αν δουλεύεις και δεν τρως από τα έτοιμα ή/και από τον κόπο του άλλου. Την ίδια στιγμή, βέβαια, που οι Έλληνες μισθωτοί και μεροκαματιάρηδες δουλεύουν τις περισσότερες ώρες στην ΕΕ και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο θλιβερό. Τα δυο αυτά – απαξίωση εργασίας / διαχρονικά μαζική παραγωγή κουτοπόνηρων ταξικά ασυνείδητων σκλάβων - σίγουρα συνδέονται, ακόμα κι αν ισχύει ο Νόμος του Πάρκινσον.

Από την άλλη υπάρχουν και αυτοί που τα ξύνουν, κυρίως όσοι έχουν σχετικά καλές θέσεις στο δημόσιο φορέβα, οι οποίοι προκειμένου να μην καταλάβει κανείς ότι η δουλειά τους είναι το μάλλον ή ήττον ξύσιμο συνεχές, και χωρίς ενοχές και για να αποσοβήσουν κάθε προσπάθεια άρσης αυτού του καθεστώτος, παραπονιούνται διαρκώς. Τα πρωτεία σε αυτήν την ψυχοκοινωνική στρατηγική (ε)αυτοπροστασίας έχουν μεν οι μονιμάτζες του δημοσίου αλλά πολύ κλάψα πέφτει και στα παραδοσιακώς κατοχυρωμένα ελεύθερα επαγγέλματα - εδώ ακόμα και εργοδότες παραπονιούνται. Μολονότι, λοιπόν, πολλοί βρίσκουν την εργασία τους απάλευτη, και ορθώς , εκσεσημασμένη μίρλα παρατηρείται στις περιπτώσεις εκείνους που την έχουν σχετικώς ή απολύτως καλύτερα - ή έστω εκεί γίνεται προκλητικό. Άλλωστε, το να παραπονιέσαι – όπως και το να προσβάλλεσαι ή απλά το να θυμάσαι – είναι ένα δικαιώμα, το οποίο – όπως όλα τα δικαιώματα – το απολαμβάνουν μειοψηφίες.

Για όποιον, λοιπόν, παραπονιέται για την εργασία του υπάρχει πάντα η οικοδομή. Γιατί, όμως, η οικοδομή ειδικά; Η οικοδομή ήταν και είναι ένας κλάδος εργασίας βαρύς, σκληρός και άτεγκτος, αλλά και ένας κλάδος στον οποίο υπήρχαν μεροκάματα για όποιον έψαχνε, ειδικά σε περιόδους μαζικής ανοικοδόμησης – που γενικά η Ελλάδα έχει περάσει κάμποσες. Επιπλέον, η αναπαράσταση του κλάδου ως δεξαμενής ευκαιριακής και γενικά διαθέσιμης εργασίας έχει τις ρίζες της στο γεγονός ότι μετεμφυαλικά και μετά από αγώνες, για να εργαστείς στην οικοδομή δεν ήταν απαραίτητο το Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων (έτσι οι οικοδόμοι αναδείχθηκαν σε αιχμή των αγώνων της δεκαετίας του ’60). Τα ευκαιριακά μεροκάματα μαθητών, φοιτητών και εσωτερικών μεταναστών του χθες τα κάνουν οι μετανάστες του σήμερα (τα πάγια μεροκάματα σε περιόδους κρίσης είναι καβατζωμένα από τους ντόπιους). Αλλά για τους φύσει ή θέσει ανειδίκευτους, αν υπάρχει κάτι, η οικοδομή υπάρχει (και οι ελιές). Οπότε να το γιαπί, να και το πήδημα.

(Αντώνης - εκπαιδευτικός) - Δεν τα αντέχω τα μαλακισμένα, έχουν έρθει εξαγριωμένοι από το Πάσχα, τους μύρισε και καλοκαίρι, δεν την παλεύω ρε συ, κουράστηκα...
(Παναγιώτης - υπάλληλος στα everest) - Υπάρχει κι η οικοδομή Αντώνη μου...

(Κώστας - security σε πανεπιστημιακή σχολή) - Δεν είναι αυτό το τηλέφωνο του Γυμναστηρίου, μα τι σας έχει πιάσει και παίρνετε όλοι εδώ πέρα πρωινιάτικα...
- (Κώστας - φοιτητής ΤΕΙ Σουβλακοτυλιχτικής Αθηνών) - Μήπως ξέρετε το τηλεφ...
- Όχι ρε φίλε, δεν το ξέρω, να πάρεις στο τηλεφωνικό κέντρο να στο πούνε, την καταδίκη μου μέσα... - Νταξ ρε φίλε, υπάρχει κι η οικοδομή...

Ἐργαλεῖα γιὰ νὰ τὰ ξύνῃς. Ὑπάρχουν καὶ μεγαλύτερα (από aias.ath, 26/12/09)(από Khan, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός, όχι ο μισότρελος, αλλά ο πλέρια κι αληθινά κουζουλός. Στην Κρήτη συνώνυμα είναι τα θεοκούζουλος και ολότροζος (δυτική Κρήτη) ή ολότρεζος (ανατολική Κρήτη) και άλλα πολλά (εδώ που αναφέρεται και το μοσχοκούζουλος, κάποιος έγραψε και τα ντελής, σαλός και πελελός κ.α.).

Μου φαίνεται ότι το πρώτο συνθετικό «μοσχο-» απαντά στην Κρήτη μόνο στο μοσχομυρίζω και τα παράγωγά του (δεν απαντούν, δηλαδή, τα μοσχοβολώ και μοσχοπουλώ, ενώ και το μοσχαναθρεμμένος είναι σχετικώς σπάνιο). Απαντά, βέβαια, κυρίως στην λογοτεχνική παραδοσιακή διάλεκτο η λέξη μόσχος και μόσχοι για τη μυρωδιά των χνώτων όταν αυτή θεωρείται άρωμα (γυναίκες, μωρά, άλογα κλπ).

Η λέξη μοσχοκούζουλος έχει ιδιαίτερες συνδηλώσεις σε σχέση με το κουζουλός ή ακόμα και με το θεοκούζουλος. Το «μοσχο-» δεν πρέπει να θεωρείται απλά επιτατικό, αλλά μάλλον ότι ενέχει μια εσάνς τρυφηλότητας (από αυτήν την άποψη θυμίζει το μοσχόμαγκας), εσάνς δηλωτική ενός είδους τρέλας που την προκαλεί μια σχεδόν αισθητή και αισθησιακή μέθη και ζάλη παραλογισμού, στην οποία υποκύπτει ο μοσχοκούζουλος, και την οποία αναδίδει έπειτα σχεδόν ως φυσικό άρωμα με την παρουσία του.

Για το λόγο αυτό ο όρος «μοσχοκούζουλος», αν και σημαίνει ολότροζος, κατά περιπτώσεις μπορεί και να περιγράφει και την τρέλα που είναι σχεδόν εκούσια, τη νεανική τρέλα, την ωραία τρέλα, την ακραία εκκεντρικότητα με την οποία ο εκκεντρικός βγάζει γούστα, η οποία, όμως, αν μείνει αχαλίνωτη από συγκυρία ή προδιάθεση μπορεί να φτάσει σε σημείο ο άνθρωπος να κόψει καπίστρι και να περάσει κανονικά και με το νόμο στην κατηγορία του ξεπερτσίκωτου.

Ένα παράδειγμα που άκουσα και ένα ιντερνετικό:

  1. - Ο Λευτέρης που λες όλο το χειμώνα τον περνούσε στις Ινδίες, κι ένα χειμώνα ήπιε δαιμόνους μέχρι που τονε βρήκανε να κάνει μπάνιο στο Γάγγη μαζί με χέρια και πόδια από μισοκαμμένους νεκρούς...
    - Αυτός ρε φίλε άμα του μιλήσεις είναι έξυπνος...
    - Έξυπνος είναι, αλλά είναι και μοσχοκούζουλος...

  2. (από εδώ)
    Όλα τα μεγάλα «κεφάλια και κεφάλαια» του νησιού έχουν διασυνδέσεις και είναι υπερκομματικοί . Πριν από αρκετά χρόνια νέος ωραίος και μοσχοκουζουλος δεν άφηνα κομματική συγκέντρωση που να μην πάω. Ποιανού κόμματος; Όχι ρε παιδία σε όλα τα κόμματα πήγαινα αρκεί να είχε «κόμματους» . Σε τρεις διαδοχικές συγκεντρώσεις πολιτικών (διαφορετικό κόμμα) Παρατήρησα τους ιδίους ανθρώπους (τις κόρες τους παρατήρησα). Χρόνια μετά στην ασφάλεια Χανίων τους γνώρισα και από κοντά. Ότι ποιο ελεεινό έχει να επιδείξει ο νομός Χανιών.

(από Vrastaman, 08/02/10)(από alamo, 08/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί αρρένων, αυτός που δεν έχει χύσει, ο αγάμητος. Σπανιότερα, αυτός που δεν έχει καν εκτονώσει χειροδικώντας τη σωρευμένη ψυχοσωματική αγανάκτηση που του προκαλεί η παρατεταμένη κατακράτηση φλοκίων, με αποτέλεσμα το γνωστό ανοϊκό σύνδρομο.

Επί θηλέων, αυτή που δεν την έχουν χύσει, η άπαρτη, η αγάμητη, η παρθενοπιπίτσα, η χριστιανόφουστα κλπ.

Τη λέξη χρησιμοποιεί ο σταρ των Θεσσαλονικιώτικων cult αθλητικών εκπομπών Κωστής Ραπτόπουλος. Η παρεπίδραση της Αφύτου Χαλκιδικήςστο σχηματισμό της λέξης είναι πιθανή.

...34 χρονών και δεν ξέρετε τη λέξη επιβήτορας, ή άχυτη είστε ή... (βλ. βίντεο)

(από xalikoutis, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Το είδος εκείνου του υπερψαγμένου μουσικόφιλου λατέρνατιβ ποπ/ροκ μουσικής, ο οποίος απαξιώνει τους οψιμαθείς νιούμπηδες που είδαν πρόσφατα το φως τους με το χ ή το ψ μουσικό συγκρότημα. Για τον ίδιο, ο πρώτος, παγκοσμίως πανάγνωστος ωμός και ακατέργαστος δίσκος του ίδιου συγκροτήματος είναι πάντα το real thing.

Σχηματίζεται κατά το σταλεγάκιας - γιατί έτσι κι αλλιώς «σ' τά 'λεγα 'γω ότι είναι γκρουπάρα» (σιγά μην τό 'λεγες, τώρα το λες).

- Τι ψωνισμένο αρχίδι είναι αυτός ο Μάικ...
- Πρωτοδισκάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified