Αποστάτης στη γλώσσα του ποδηλάτου ονομάζεται ο μεταλλικός δακτύλιος που τοποθετείται μεταξύ συναρμολογημένων μερών του ποδηλάτου, ώστε να καλυφθεί τυχόν απόσταση μεταξύ τους και να επιτευχθεί σταθερότερη εφαρμογή (λ.χ. μεταξύ τιμονιού και σκελετού, πιρουνιού και σκελετού, ακόμα και στη σέλα ή στους άξονες των τροχών).

Εντάξει, δεν είναι πιουρ σλανγκ, αλλά δεν είναι ωραίο που αυτός ο αποστάτης προέρχεται από την απόσταση και όχι την αποστασία;

Να μη συγχέεται με τον Αποστάτη και τους πολιτικούς του επιγόνους: ο μεν ποδηλατικός αποστάτης αποτρέπει το τζόγο, ο δε πολιτικός αποστάτης συνέβαλε στο να ζήσει το Ελλαδιστάν μια περιπετειώδη και γεμάτη ζωή.

(αντί τεχνικού παραδείγματος, πχ «Αγόρασα ένα αποστάτη 2 cm κλπ κλπ, ένα ποιηματάκι από κάποιον παραληρηματικό εδώ)

Πριν τον Αντρέα ο Αποστάτης, μετά τον Αντρέα ο Χατζηαβάτης,
μετά εσύ ο Υπνοβάτης και τώρα έρχεται ο Ποδηλάτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να εισάγουμε εδώ έναν όρο για τον χαμηλοτάτης υποστάθμης μουνοείλωτα ο οποίος, ελλείψει άλλων προσόντων και πόρων, διατηρεί σε καλή κατάσταση την αλυσίδα του με το να προστρέχει σε κάθε οικιακό παράγγελμα της συντρόφου, και δη σε αυτά που ενέχουν tasks προσωπικής υγιεινής και περιποίησης (π.χ. βοήθεια σε αποτρίχωση και μακιγιάζ, κούμπωμα - ξεκούμπωμα ρούχων και εσωρούχων, τακτοποίηση της γυναικείας οικοσκευής, οποιαδήποτε ανάμιξη σε σερβιετοειδή κ.λπ.).

γκουβερνάντα + άντρας η ετυμολογία, κοπυ ράιτ: ksereiafti.

- Μωρό μου έλα βγάλε μου τις μπότες γιατί ίδρωσαν οι πατούσες μου...
- Αμέσως... ααααγκκκκκχχχχ...
- Ε, τράβα βρε μωρό μου πιο μαλακά... με πόνεσες...

(από το «Μικρές Αφηγήσεις από τη ζωή ενός Γκουβερνάντρα», εκδόσεις Quota).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα παίζει και ως μεταβατικό και αμετάβατο

Αμετάβατο: εξαντλούμαι σωματικά ή/και ψυχικά, αγανακτώ, απογοητεύομαι, δεν την παλεύω κάστανο, I am not fighting her chestnut, τραβάω τα βυζιά μου ή τις κωλότριχές μου με μια κατάσταση ή ένα άτομο, λυγίζω.

Μεταβατικό προς έμψυχα: προκαλώ σε κάποιον τα παραπάνω

Μεταβατικό προς άψυχα: εξαντλώ μονομερώς κάτι, κυρίως κάποιο είδος εν σπάνη, κυρίως το μπάφο εδώ που τα λέμε.

  1. - Ήρθε η Κάτια να τη βοηθήσω στο ppt....
    - Ωωωωχχχ
    - Σωστά διέγνωσες την κατάσταση....γονάτισα. Με λύγισε η γκόμενα, δεν παίζεται, διακόπτει τον εαυτό της για να πάρει το λόγο. Μα γαμώτο δηλαδή, παθολογικό είναι ρε πστ!;

  2. - Άιντε, το γονάτισες.... να μεταβαίνει παρακαλώ, είμαστε και σε διακοπάς... - Μ΄αρέσει να μου τη λες.. όπως παλιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία του τσαμπουκά: < τουρκικό çabuka (που έχει καταδικαστεί ξανά).

Χρήσεις και σημασίες της λέξης:

  1. τσακωμός, καυγάς, φασαρία: Μας πουλάει τσαμπουκά.

  2. κατ’ επέκταση ο μάγκας, ο νταής, αυτός που με τη συμπεριφορά του ψάχνει ή προκαλεί καυγάδες:
    Ο πιτσιρικάς ήταν μεγάλος τσαμπουκάς.

  3. προκλητική μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, νταηλίκι, ζοριλίκι:
    Έξω από το καφενείο έγινε τσαμπουκάς.
    Πάει γυρεύοντας για τσαμπουκά.

  4. επουλωμένες πληγές, συνήθως από ξυράφι, στα χέρια ή και στο πρόσωπο:
    Τα μπράτσα του ήταν γεμάτα τσαμπουκάδες.

Εκφράσεις: «κόβω τον τσαμπουκά» και «σπάω τον τσαμπουκά»: κάνω κάποιον να χάσει το ηθικό του, την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του.

Για τα παραπάνω, πηγή Βίκυ-λεξικό.

Τώρα, μια άλλη πολύ ενδιαφέρουσα προέλευση της φράσης είναι η εξής: τσαμπουκάς λεγότανε και λέγεται από τους ειδικούς (π.χ. συλλέκτες) η μοναδική μεγάλη, μακρόστενη και περίτεχνη χάντρα του κομπολογιού, μέσα από την οποία περνάνε οι δυο άκρες τής αλυσίδας ή του κορδονιού για να ενωθούν στην άλλη άκρη και να καταλήξουν ή όχι σε κροσσωτά στολίδια.

Λέγεται πως το να σπάσει σε καποιανού μάγκα το κομπολόι ο τσαμπουκάς, πήγαινε να πει πως δεν ήταν και τόσο μάγκας και, πιο πολύ ακόμα, να του τον σπάσουνε ήταν μεγάλη προσβολή. Εξ ου και η έκφραση.

Σήμερα λέει, κάποιοι που έχουν καλά κομπολόγια εισάγουνε χειρουργικά στον τσαμπουκά μεταλλικές ράβδους για να μη σπάει (από φίλο συλλέκτη).

- Καλά καλά μου τον έκοψε το τσαμπουκά ο προϊστάμενος φίλε, και άμα είχα και μπαγλαμά, κι αυτόν θα μου τον έσπαγε....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπύρα: προκύπτει από τη δημώδη φράση «ο καλύτερος μεζές της τσικουδιάς είναι η μπύρα» που χρησιμοποιούν όσοι δεν πίνουν ούτε από χαρά ούτε από λύπη αλλά από το πρωί –και άλλα τέτοια... Για τις συναναστροφές τους αυτές υφίστανται τις αναμενόμενες κοινωνικές κιρρώσεις...

- Κοπέλια, να μην πάρομε τσικουδιές επαέ, γιατί είναι νερό, μόνο λέω το για μπύρες, και συνεχίζομε με ρακές στου Χρήστου...
- Ναι, μρε, ένα μεζέ, γιατί ξεροσφύρι από το πρωί θα μασε θερίσει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα απλά σπεκ διακρίνονται από τα σύνθετα σπεκ, καθώς εμφανίζουν λιτή μορφολογία, άρα και διέπονται και από σοβαρή, ειλικρινή και σταράτη διάθεση χωρίς σπεκουλαδόρισμούς - ο τελευταίος είναι ίδιον ακριβώς των σύνθετων σπεκ.

Καμιά φορά μπορεί όμως να συμβαίνει και ακριβώς το αντίθετο, οπότε με ασφάλεια συμπεραίνουμε ότι τα απλά σπεκ έλκουν την προέλευση τους από τα απλά πράσινα μπίου-μπίου.

- απλά σπεκ φίλε!

(συνήθης τρόπος έκφρασης θαυμασμού ντόμπρων διαθέσεων που απαντά στα σχόλια του παρόντος site)

Απλά... (από Vrastaman, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το κομμάτι μιας ερωτικής συνάφειας που προηγείται χρονικά αυτού που παλιά ελέγετο «ολοκλήρωσις», δηλαδή, του γαμησίου νοούμενου ως κολπική διείσδυσις.

Η προγαμησιαία σχέση μπορεί να περιλαμβάνει κάθε είδους μη διεισδυτική του πέοντος πρακτική που παλιά λεγόταν φάσωμα (και λέω παλιά γιατί μου φαίνεται πως φάσωμα έχει αρχίσει να λέγεται το one night stand ή και το πίκι-φίκι).

Η τάση είναι πλέον και ο στοματικός έρως να θεωρείται συμβατός με τον προγαμησιαίο χαραχτήρα μιας σχέσης. Τα χρηστά ήθη έρχονται να συναντήσουν εδώ την κλασική ανατομία, σύμφωνα με την οποία ο πεπτικός σωλήνας θεωρείται εξωτερική επιφάνεια ου σώματος.

  1. Η σχέση μιας γυναίκας ή ενός άντρα που ανήκει στην περίοδο της ερωτικής της/του προϊστορίας, πριν δηλαδή παραπέσει κάπου η παρθενιά.

Το Βατικανό και γενικά οι Χριστιανικές εκκλησίες τις καταδικάζουν, και γι΄αυτό εργάζονται σθεναρά για την συντομότατη εξάλειψή τους.

  1. - Πιστεύω ότι το πράμα πάει καλά με την Μάρω, έχω συνάψει προγαμησιαία σχέση... λίγο θέλω και θα της τον ακουμπήσω.... φάση γυμνάσιο... - Ναι ε;
    - Μου 'χει γίνει εμμονή σου λέω....
    - Μάλλον αλλού πάει και το δίνει λέω 'γω....

  2. -Αααααχ, την είδες αυτή την κρητικιά στα playmate; άμα σου πω ότι τα είχαμε στην 1η γυμνασίου προγαμησιαία σχέση...

(όλοι τα είχαμε στο δημοτικό / μέχρι 1η γυμνασίου με μια μετέπειτα playmate που τότε δεν άνηκε στις ωραίες του σχολείου ή που και δεν βλεπότανε, και που τώρα χτυπάμε το κεφάλι μας στον τοίχο γιατί την είχαμε χωρίσει εμείς και μας το κρατάει ακόμα και δε μας μιλάει όταν την βλέπουμε στην επαρχιακή μας πόλη).

Σύλβια Παπαδάκη - ακόμα φυσάει τον χυλό του Χαλικού από την 1η γυμνασίου και δεν κρυώνει... (από Vrastaman, 24/03/09)(από nick, 24/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύβρις ιδιαίτερα εύχρηστη στην Δ.Κρήτη, της οποίας το νόημα κινείται στο φάσμα του ατσούμπαλου, χαρμπαγιάγκαλο, αμπλαούμπλη, αρούγκανου, χαλικούτη και μπαραμπάκου, αλλά με λίγο περισσότερη έμφαση στο ατημέλητο της εμφάνισης (ξεζωσμένα πουκάμισα ή μπλουζάκια, λυτά κορδόνια που σέρνονται, κωλοπατημένα παπούτσια κ.λπ.)...

Πρέπει να διαδόθηκε στην Κρήτη με τους Μαμαλούκους στρατιώτες της Αιγυπτιακής εξουσίας (1830-1941).

Σημείωση: υπάρχει και το λήμμα μαμελούκος με άλλη, εξαιρετικά ευφάνταστη σημασία.

- Μα δεκαεφτά χρονώ να καβαλικεύγει bmx και να κυκλοφορεί σαν το μαμαλούκο...
- Είναι ραπ...

(διάλογος στα Χανιά των early 90s).

(από xalikoutis, 23/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χανιώτικη ιδιωματική έκφραση που σημαίνει μου στρίβει ή μου λασκάρει (η βίδα), τρελαίνομαι... Κυριολεκτικά σημαίνει κάτι παραπλήσιο, δηλαδή, αφαιρώ τα καρφιά, ξεκαρφώνω.

«Περτσίνια» λέγονταν τα καρφιά, βενετσιάνικη λέξη - στα ιταλικά percini = καρφί). Επειδή η παράδοση πουλάει, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι προέρχεται από την ιδιόλεκτο των κατασκευαστών παραδοσιακών υποδημάτων (στιβανάδων) αλλά, αλίμονο, το λένε καμιά φορά και οι μαστόροι όταν ξεκαλουπώνουνε με το σκεπάρνι στην οικοδομή...

Εναλλακτικά λέγεται και «ξεπερτσικώνω» και καμιά φορά (εσφαλμένα) «περτσικώνω» ή περτσινιάζω».

- Κι ο Χρήστος, ίντα κάνει αυτός;
- Εξεπερτσίκωσε... εχώρισε τη γυναίκα του με το μωρό για μια Βουλγάρα, και μετά τονε παράτησε αυτή, κι εδά κάθεται στο λιμάνι και μιλεί μοναχός του σαν τον τροζό... - Μωρέ...!

Δες και περτσινώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «έχει τζόγο» χρησιμοποιείται από μηχανικούς για να δηλώσουν, ότι ένα εξάρτημα δεν έχει καλή εφαρμογή, με αποτέλεσμα να κινείται από τη θέση του (να «παίζει», δηλαδή, γύρω από τη θέση του - άλλωστε ο «τζόγος» προέρχεται από το ιταλικό gioco=παιχνίδι).

Πιο συχνά, χρησιμοποιείται από επιδιορθωτές μοτοσυκλετών και ποδηλάτων, για τις εφαρμογές των αξόνων των τροχών, του πιρουνιού κ.λπ. Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει πραγματικός τζόγος, διακυβεύονται πολλά και κηδεύεσαι εσύ...

(στο Σαλονικιό μάστορα)

- Και δε με λες, μόνος σου την έκανες τη μόντα εδώ;
- Ε, ναι...
- Φλλλαράκι θα τ' αφήσεις, γιατί έχει τζόγο και σε βλέπω να αγοράζεις οικόπεδο...

φωτό τραβηγμένη κάπου στην Καλογρέζα (από xalikoutis, 12/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified