Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.

Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.

Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ

Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.

Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-

Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.

Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!

Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.

(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στη γλώσσα της νύχτας, των μπράβων κλπ κλπ δουλεύω απέναντι με κάποιον (και όχι σε κάποιον) σημαίνει ότι δουλεύουμε για αντίπαλα αφεντικά, για αφεντικά που βρίσκονται σε πόλεμο ή που ετοιμάζονται για πόλεμο (η χωροταξική προέλευση του όρου προφανώς έχει να κάνει και με μοιράσματα επικρατειών προστασίας κλπ).

Οι μπράβοι (όχι απαραίτητα φουσκωτοί) λένε ότι «έχουμε πολεμήσει μαζί» για κάποιον που έχουν δουλέψει την ίδιο περίοδο για το ίδιο αφεντικό και έχουν βρεθεί μαζί σε δύσκολες καταστάσεις (πόλεμο συμμοριών) ή σε μπλεξίματα με την αστυνομία κ.λπ., γενικά στα ζόρια, κάτι που δημιουργεί μεταξύ τους δεσμούς ορισμένου είδους. Από την άλλη, όταν δουλεύουν απέναντι με τους μπράβους του άλλου αφεντικού συγκρούονται, σφάζονται και σκοτώνονται. Και αυτό δημιουργεί πολλές φορές και προσωπικές έχθρες που κρατάνε και στον καιρό της ειρήνης ή μάλλον της ανακωχής, όταν και αν αυτή κάπως επέλθει, και σε κάθε περίπτωση ακόμα κι όταν οι δουλειές και τα αφεντικά αλλάζουν.

Σε γενικές γραμμές, το να μην έχεις δουλέψει απέναντι με κάποιον δημιουργεί ευνοϊκό έδαφος για να δουλέψεις μαζί του, στο βαθμό που σημαίνει και ότι δεν έχουν παιχτεί «προδοσίες» (αλλαγές στρατοπέδων, αυτομολήσεις κ.λπ).

Στάθης: Με το Σάκη, που λες, μπορεί να χαθήκαμε και να χαλαστήκαμε...
Λάκης: Γιατί ρε συ Στάθη;
Στάθης: Κουβέντες και λόγια... μαλακίες, τώρα, ακούς μαλακίες και τέλος πάντων, μπορεί αυτό και το άλλο, αλλά ποτέ δε δουλέψαμε απέναντι με το Σάκη....
Σάκης: Ναι ρε, με το Στάθη έχουμε πολεμήσει μαζί ρε φίλε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινή καθ' υπερβολήν εκδοχή του «για σφαλιάρες».

- Δεν το πιστεύω ρε γαμώ την πανακόλα μου γαμώ, γαμώ το κέρατό μου γαμώ, την καταδίκη μου μέσα γαμώ...
- Τι σου πάνε ρε μαλάκα...
- Ίσως λέει χρειαστεί να μου το ξανασπάσουν...
- Καλά, αυτοί στην ορθοπεδική είναι για βατραχοπεδιλιές... - Βρε μαλάκα, γιατί δε μου το λεγες κι εσύ βρε μη σε γαμήσω κι εσένα... - Εδώ είσαι λάθος φιλαράκι...

πινγκουινοσφαλιάρες! (από MXΣ, 13/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης πιο κοφτά κι απότομα: καλό παιδί - καλό Πάσχα.

Έκφραση με την οποία απαξιώνεται ο χαρακτηρισμός "καλό παιδί" όταν χρησιμοποιείται ως εύσχημη υπεκφυγή προκειμένου να μην ειπωθεί ρητά για το "καλό παιδί" ότι δεν έχει εκτός από την καλοσύνη τις άλλες, τις πιο επιθυμητές και ουσιαστικές ποιότητες. Το "καλό παιδί" είναι ίσως η πιο κλάσικ καλία της νεοελληνικής και υπάρχει στο σλανγκ σε δυο καλά λήμματα: καλό παιδί και είναι καλό παιδί. "Καλό παιδί = καλό Πάσχα", δηλαδή, κάτι τόσο τετριμμένο και χωρίς αντίκρισμα και άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε όσο η σχετική ευχή για τη θρησκευτική εορτή (η ευχή "καλό Πάσχα" χρησιμοποιείται γενικά με την έννοια "χαμένη υπόθεση", όπως και τα χαιρετίσματα... και τα λοιπά συνώνυμα που υπάρχουν εκεί).

Τα λαϊφστάλιν περιοδικά και ιντερνέτια δεν παύουν να αναλύουν το γιατί των κοριτσιών δεν τους κάνουν κούκου τα "καλά παιδιά" (ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΡΕΣΟΥΝ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ;). Στο σκυλάδικο όχι απλά το καλό αλλά "το καλύτερο παιδί" κλαψομουνιάζει ενάντια στην καλοσυνάτη μοίρα του. Ακόμα και ο Γιάννης από τους Απαράδεκτους απορρίπτει μετά βδελυγμίας και φανατισμού τη νύφη που του προξενεύει η θεία Βιργινία και η οποία έχει μόνο προσόν την "καλή ψυχή". Και κυρίως, οι γονείς αυτής της χώρας τρέμουν στο ενδεχόμενο, όταν ρωτήσουν τη δασκάλα για το πώς τα πάει το παιδί τους στα μαθήματα, αυτή να τους απαντήσει ότι είναι ... καλό παιδί. Σε αυτήν την περίπτωση, ειδικά... καλό παιδί και καλό πάσχα.

Ο Γιώργος; Καλό παιδί και καλό Πάσχα… (για τον Γιωργάκη Παπανδρέου, όπου Γιώργος και Μάλαμα).

Καλό παιδί και καλό Πάσχα: Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για τον Παναθηναϊκό ,τη θέση του τεχνικού διευθυντή και τον Τάκη Φύσσα που είναι μεν καλό παιδί, αλλά δεν κάνει για αυτό το ρόλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Little CheckBoxes

Κουτάκια είναι τα τυπωμένα ή ψηφιακά τετραγωνάκια, τα οποία αντιστοιχούν σε προτάσεις, για τις οποίες αποφαίνεται κανείς επιλέγοντας μεταξύ των δύο: "ναι", μαρκάροντάς τα, ή "όχι", αφήνοντας τα κενά (ή γράφοντας ένα "x" μέσα τους). Μαρκάρεις αν κάτι ισχύει για σένα, αν αυτή είναι η προτίμησή σου μεταξύ πολλών επιλογών, αν ένα κριτήριο ή μια προϋπόθεση πληρούται, αν ένα βήμα ή μια διαδικασία έχει διεκπεραιωθεί ή αν μια υποχρέωση ή ένα καθήκον έχει εκπληρωθεί. Είναι τα αγγλικάνικα checkboxes ή tickboxes. Φαντάζομαι το ξέρατε. Τα κουτάκια από τις διοικητικές φόρμες, τα εξεταστικά quiz και τα ψυχομετρικά τεστ έχουν ξεφύγει! και αποικίσει τα μυαλά και τις γλώσσες των ανθρώπω, εξου και οι εκφράσεις:

Σκέφτομαι Κουτάκια, Σκέφτομαι με κουτάκια...

...που δηλώνουν τα [νοητικά] κουτάκια με τα οποία κανείς προσεγγίζει τα ζητήματα της ζωής, από τα πιο πεζά και γραφειοκρατικά μέχρι και τα πιο βαθιά και καραγκαγκάν υπαρξιακά. Η φράση σκέφτομαι (συμπληρώνω, τσεκάρω) κουτάκια σημαίνει τη νοητική δραστηριότητα να σκέφτεσαι με εργαλείο ένα νοητικό ευρετήριο κυρίως τη λίστα με τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα, τα "ορόσημα" που πρέπει να φτάσεις .

- Τι σκέφτεσαι... - Τίποτα, κάτι κουτάκια σκέφτομαι για αύριο.. - Γιατί, τι έχεις να κάνεις αύρίο;

Η δραστηριότητα αυτή μπορεί, όμως, να μην περιορίζεται σε ένα λίγο πολύ μνημοτεχνικό ή οργανωτικό εργαλείο, αλλά να ανακλά ένα γενικότερο και παγιωμένο τρόπο σκέψης και δράσης, έναν τρόπο πρόσληψης και εμπλοκής με την πραγματικότητα μέσα από την κατάτμηση και συναρμολόγησή της. Το να σκέφτεται κανείς με κουτάκια μπορεί να φαίνεται ένας αποδοτικός και εύληπτος τρόπος να διαχειρίζεται τον εαυτό και τις υποθέσεις του, ο οποίος, όμως, επειδή τείνει να αγνοεί τη σχέση με το όλον και ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διεκπεραίωση αυθαίρετα διασπασμένων διαδικασιών και όχι για το νόημά τους, "μαραίνει" τον ψυχισμό από ουσιαστικές διαστάσεις του. Γι' αυτό και σλανγκικά το σκέφτομαι με κουτάκια είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός για τον τρόπο σκέψης-δράσης ο οποίος προσεγγίζει τα προβλήματα μηχανιστικά, επιφανειακά, ξερά, ως και κυνικά κλπ, αλλά επειδή βγάζεικαι έναν "πραγματισμό", "ρεαλισμό" και μια προσήλωση στη λύση προβλημάτων, όλο και περισσότεροι προμελετημένα συνήθως παραδέχονται και καμαρώνουν ότι "σκέφτονται με κουτάκια".

Το νόημα της λέξης κουτάκια εδώ είναι: τα μικρά κομμάτια ή διαμερίσματα ενός ευρύτερου σχεδίου ή συνόλου ή ζητήματος.

Άνοιξε το μυαλό σου στο αναπάντεχο! Οι έξυπνοι άνθρωποι δεν σκέφτονται ποτέ με «κουτάκια» Αν ο νους μας είναι το μεγαλύτερό μας όπλο για να βγάζουμε ένα δύσκολο 24ωρο, η προπόνησή του με τα κατάλληλα εργαλεία παραμένει τεράστια πρόκληση. (γυναικείο περιοδικό)

Το μόνο που μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους είναι η εικόνα που έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι». Κουτάκια, κατηγορίες, ταμπέλες. Προσδοκίες σκηνοθετημένες με απόλυτη λεπτομέρεια. Πρωταγωνιστές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες αντιδράσεις, συγκεκριμένους διαλόγους, συγκεκριμένες εκμυστηρεύσεις.

«Ένιωσα ανασφάλεια, όχι απογοήτευση. Ήθελα να ξέρω πως θα έχω δουλειά το Σεπτέμβριο. Από τη στιγμή που δεν είχα μια σαφή εικόνα για το τι θα γίνει και η εποχή έχει μια ρευστότητα, που δεν έχει να κάνει με την επιτυχία και το αν είσαι εργατικός, ήθελα να έχω μια σιγουριά. Είμαι πολύ με τα κουτάκια μου και με αγχώνει να μην ξέρω τι θα συμβεί αύριο. Ήξερα, π.χ., πως Σεπτέμβριο θα στείλω τον Γιαννάκη στον παιδικό. Το είχα αποφασίσει πέντε μήνες πριν, είχα διαλέξει σε ποιο παιδικό σταθμό θα πάει. Έτσι είμαι εγώ. Θα μου πεις πως όλα δεν έρχονται όπως τα θέλεις. Ναι, αλλά όταν παίρνεις μια απόφαση, παίρνεις και το ρίσκο σου». [η Φαίη Σκορδά σκεφτεται με κουτάκια]

Η λογική μου με το συναίσθημα μου είναι δύο διαφορετικά κουτάκια. Όταν ανοίγει το ένα, κλείνει το άλλο. Στα ρεπορτάζ μας κοιτάω να βάζω τη λογική μπροστά και το συναίσθημα να το παίρνω μαζί μου στο τέλος στο σπίτι. [και η Δάφνη Καραβοκύρη]

Οι άνθρωποι δε χωράνε σε κουτάκια

Δεύτερη, συναφής, αλληλεπικαλυπτόμενη με την παραπάνω έννοια για τα κουτάκια είναι η σημασία της προκατάληψης, της ετικέτας, του στερεοτύπου ή του εξωτερικού (και ρηχού) περιγράμματος. Προκάτοχος έκφραση εδώ είναι το οι άνθρωποι δε χωράνε σε καλούπια, δηλαδή, ότι η περιγραφή και κατανόηση των ανθρώπων ως συσσωρεύσεων και συναρμογών από χαρακτηριστικά (από κριτήρια, τα οποία πληρούν ή όχι) τους στερεί τη μοναδικότητά τους, που είναι και η ουσία τους. Κι εδώ είναι πιο εμφανής η αγγλικάνικη επιρροή από τη φράση think out of the box, σκέψου έξω από τα παραδεδεγμένα πλαίσια. Αλλά φαίνεται ότι αυτό το νόημα για τα κουτάκια επικονιάζεται κάπου νοηματικά και με ένα άλλο νόημα σχετικό με τη μαζοποίηση και την τυποποιηση και την ομογενοποίηση: κουτάκια = σπίτια σπιρτόκουτα της suburbia, όπως φαίνεται από το παλιό τραγούδι του Pete Seeger "Little Boxes".

Η αγάπη, φίλοι μου, δε χωράει σε κουτάκια. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Ακόμα και ο ίδιος άνθρωπος είναι διαφορετικός με διαφορετικούς ανθρώπους. Για να αγαπήσεις τον άλλο στ’ αλήθεια, απόλυτα, θα πρέπει πρώτα να αγαπάς με τον ίδιο τρόπο τον εαυτό σου. από δώ

Οι άνθρωποι δεν χωράνε ούτε σε κουτάκια ούτε σε τρυπάκια. Ή είναι στη ζωή σου ή όχι. Εκτός και αν θες ψίχουλα. " (από εδώ, δεν ξέρω τι εννοεί τρυπάκια με ύψιλον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέας κοπής έκφραση, η οποία χρησιμοποιείται πια παρα πολύ, το γιατί τόσο πολύ δε με ξεπερνάει, βλ. παρακάτω. Όταν κάτι "με ξεπερνάει" σημαίνει ότι δεν ξέρω για ποιο λόγο γίνεται κάτι, ότι μου είναι ακατανόητο, και κατ' επέκταση (αλλά τι επέκταση! βλ. παρακατώ) ότι το θεωρώ πολύ αντιφατικό, παράλογο, εξωφρενικό και ακραίο (γιατί ακριβώς ακραίο θεωρούμε αυτό το οποίο δε βγάζει για μας νόημα). Ο υπαρξισμός ή υπαρξυσμός των φτωχών, θα έλεγα. Συνήθως θεωρείται, βεβαίως, in this country παράλογο αυτό το οποίο κάνει κανείς αν και αντιβαίνει στα στενά ατομικά και υπολογιστικά του συμφέροντα με την ευρεία έννοια. Είναι μεταφραστικό δάνειο (απορία: έτσι λέγεται αυτό ακόμα κι όταν το κάνουν μη μεταφραστές;) από τα αγγλικά, γιατί εισήχθη προκειμένου να αποδόσει το αμερκάνκο is beyond me, βλ. το λήμμα στο urban: beyond me. Στο ευρύ φάσμα των ςτφ, τι στον πούτσο;, τι λες τώρα! κ.λπ. και άλλων που δηλώνουν έκπληξη-αποδοκιμασία. Επίσης στο ευρύ φάσμα των φράσεων, όπως των περιφράσεων με το βγάζω, οι οποίες δηλώνουν την ερμηνεία μας (ή την αδυναμία μας για ερμηνεία) ενώπιον στάσεων και συμπεριφορών στο κοινωνικό πεδίο.

Η φράση μου βγάζει μια χιπστερ-ίλα και είναι όντως σύμπτωμα χιπυστερικόν και απ' αυτό που ονομάτισε πολιτικά μη ορθά κάποιος εδώ στο σλανγκ πουστρομανιέρα (ένα είδος gay διαλέκτου της σοούμπιζ που διαχέεται προς τα κάτω λόγω προβολής και επιρροής).

Εδώ είναι το παρακάτω: Με τη γενίκευση της χρήσης της, έγινε φανερό ότι ανακλά μια συντηρητική, κομφορμιστική, κλειστή και εγωιστική στάση απέναντι στον άλλο. Όταν διαρκώς μας ξεπερνάει κάτι που κάνει ή είναι ο άλλος, αυτό δε σημαίνει πια ότι δεν το κατανοούμε, όπως ήταν αρχικά το νόημα της φράσης, αλλά ότι παραιτούμαστε από το να το κατανοήσουμε, και ο λόγος είναι ότι ό άλλος δε μας ενδιαφέρει πια, δε δίνουμε δεκάρα τσακιστή, όταν παρεκκλίνει από την κοινωνική νόρμα και κανονι(στι)κότητα των καθημερινών ηθικών, πολιτικών, αισθητικών κλπ. επιλογών.

Λέγοντας ότι μας ξεπερνάει κάποιος για κάτι που κάνει, κατά κάποιο τρόπο τον σφάζουμε με το μπαμπάκι, γιατί η έκφραση εκ πρώτης φαίνεται να εκθειάζει/"δοξάζει" τον άλλο για την διαφορά του και να έχει μια "αυτοταπεινωτική" διάθεση (με ξεπερνάει = υπερβαίνει τις δικές μου φτωχές ικανότητες κατανόησης και τον υπαρξιακό/φαινομενολογικό μου ορίζοντα). Στην πραγματικότητα, όμως, μια πραγματικότητα που περίπου ο καθένας νιώθει σαν ένας μικρός οpinion leader...

(αρχή μεγαλούτσικης παρένθεσης -> opinion leader: αυτός ο όρος φαίνεται να σημαίνει αυτόν ο οποίος στα κουτσομπολίστικα πάνελ εκφράζει όχι τη γνώμη του, αλλά μερίδα της κοινής - υποτίθεται - γνώμης, με άλλα λόγια επιβεβαιώνει, επιστρέφει και επιρρώνει στη συντριπτική πλειοψηφία το κοινό περί νόρμας αίσθημα ή τις φαντασιακές μας κοινότητες, δηλαδή, συνήθως ότι ποταποτερότατον - βλ. και σχολιάκι μου εδώ για τις "γνωματζίδικες γνώμες" και τη θέση τους στο σλανγκ.τζιαρ. Το opinion leader ακούγεται μάλλον πιο δημοκρατικό από τον προκάτοχό του, το opinion maker - τέλος μεγαλούτσικης παρένθεσης)

...όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι μας ξεπερνάει, τον διαολοστέλνουμε συνοπτικώς και άτεγκτα (βλ. και το άλλο αμερκάνκο: I have no time for this shit). Δηλαδή, γίνεται διαρκώς αυτή η αντιστροφή: κάτι με ξεπερνάει επειδή είναι ακραίο - > κάτι είναι ακραίο επειδή με ξεπερνάει. Έτσι, όμως, ομορφόπαιδα, πετσοκόβεται σιγά σιγά μέσα από τους κοινωνιογλωσσικούς αυτοματισμούς το humanum, η κοινή μας ανθρωπινότητα, η οποία μας επιτρέπει σε κάθε περίπτωση να λέμε ότι "Homo sum, humani nihil με ξεπερνάει" (= άνθρωπος είμαι, τίποτα το ανθρώπινο δε με ξεπερνάει). Τώρα ας μην αρχίσουμε τη συζήτηση για το Άουσβιτς ή και γιατί όχι;

Σε κάθε περίπτωση, σήμερα υπάρχει μια πίεση συνέχεια να λέμε ότι με ξεπερνάει εκείνο, με ξεπερνάει τ'άλλο, γιατί προφ όλα όσα κάνω εγώ είναι τόσο κατανοητά και τέλεια και αμιγή αντιφάσεων! Τόσο στιλβωμένα και ραφιναρισμένα/επεξεργασμένα!

προΤελευταία παρατήρηση: αν η φράση όπως υπεννόησα χρησιμοποιείται κατά κόρον και διαχέεται από σελέμπριτις και σεμπρίλιτις, αυτό έχει να κάνει με αυτό που λέμε υπερανάπληρωση αν και δεν είναι απαραίτητα ασυνείδητο όλο αυτό: πάντως, νιώθοντας ενοχικά για πράγματα που αναγκάζονται/επιλέγουν να κρύβουν τα οποία ξεπερνάνε (;) τον μέσο άνθρωπο (τον ποιον;) που τους ακούει και τους τρέφει και τους αγαπάει, δε χάνουν ευκαιρία να δηλώσουν ότι συμφωνούν με τον κοσμάκη σε ένα σωρό άλλα πράγματα που ξεπερνάνε τους ίδιους (π.χ.

"το γιατί ο άλλος θα κατέβει σε μια πορεία να διαμαρτυρηθεί και θα πετάξει μολότοφ, προσωπικά με ξεπερνάει"

κ.τ.ο.).

Τελευταία παρατήρηση: καμιά φορά το "με ξεπερνάει" απευθύνεται εις εαυτόν, όταν αναρωτιόμαστε γιατί κάνουμε εκείνο ή το άλλο σε στυλ αυτοψυχοψαξίματος.

Παραδείγματα από το νέτι:

«Με ξεπερνάει να με βρίζουν συμπατριώτες μου Παναθηναϊκοί»! Ξέσπασε ο Γιώργος Μανούσος στο facebook για τα όσα άκουσε από την κερκίδα των οπαδών του Παναθηναϊκού.

Νίκος Χατζηνικολάου: «Αυτό με ξεπερνάει! Τι λαός είμαστε;»Εμφανώς ενοχλημένος ήταν ο Νίκος Χατζηνικολάου σήμερα το πρωί, με αφορμή την κατάσταση που επικρατεί στους δρόμους της Αθήνας, λόγω της χιονόπτωσης.

Αυτό που οι κουτσουλιές είναι άσπρες στα μαύρα αυτοκίνητα και μαύρες στα λευκά με ξεπερνάει

Μόλις γύρισα από Τουρκία που ήμουν σε αποστολή της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το κουρδικό και μπορώ να πω απερίφραστα ότι ο ευρωπαϊκός κυνισμός με ξεπερνάει. Ξεπερνάει ακόμη και την τουρκική αγοραία βουλιμία, ξεπερνάει ακόμη και την ελληνική διοικητική ματαίωση των καιρών μας» (από δώ).

Γενικά, με ξεπερνάει το γεγονός ότι είναι τόσο αξιοπερίεργη η γυναικεία φιλία. Μας μειώνει. Ναι, οι γυναίκες μπορούμε να γίνουμε σκύλες μεταξύ μας, αλλά οι λίγες καλές φίλες που έχω μου αποδεικνύουν ότι μπορούμε να είμαστε και τα μεγαλύτερα στηρίγματα η μία για την άλλη.

Η υστερία από μόνη της είναι ένα θέμα προς έλεγχο, διότι από τη μία σημαίνει ότι έχω πράγματα απωθημένα και καταπιεσμένα που πρέπει να τα βγάλω στην επιφάνεια, να τα δουλέψω, να τα εκλογικεύσω και να τα ξεπεράσω. Από την άλλη όμως δείχνει ότι χάνω τον έλεγχό μου, δεν έχω ικανότητα να ελέγξω τον εαυτό μου σε κάποιες στιγμές, με ξεπερνάει ο εαυτός μου κι οδηγείται σε αυτές τις ακραίες καταστάσεις που έχουμε μάθει να ονομάζουμε υστερικές. από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο πολύ γουστάρουν οι Χανιώτες κι όλοι οι Κρητικοί την κατάληξη -άκι, που έχουνε φτιάξει (= εντάξει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα) αυτήν την, κατά πώς μου μεταφέρεται, εκ πρώτης ακατανόητη εκτός νησιού αλλά τόσο χρήσιμη λέξη: ναϊλάκι = το μικρό νάιλον σακουλάκι. Για την ράντομ ετυμολογία του ίδιου του nylon βλ. εδώ.

- Πού τό' εις το βιβλιάριο του γιατρού; - Εκειά στο ράφι ' ναι μέσα σ' ένα ναϊλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που λέγεται με διάφορες παραλλαγές προειδοποιητικά και αφορά κυρίως τους διαφόρων ειδών λεβεντομαλάκες, όσους δλδ. έχουν αρχίσει από καιρό να ξεφτιλίζονται, να χάνουν τη μπάλα, ή που τις λαμογιές τους τους έχουν πάρει χαμπάρι και οι πέτρες, αυτοί ωστόσο, διατηρούν τη λεβεντιά τους και προχωρούν ακάθεκτοι, κάνοντας το λεβέντη. Πράγματι, η λεβεντιά είναι μεθυστική. Όταν κάποιος, ωστόσο, είναι τόσο λεβέντης και τόσο στον κόσμο του, η κατακραυγή μπορεί όντως να πάρει διαστάσεις βροχής από ροχάλες, και η ανταμοιβή του καλλιτέχνη να έρθει σε τάλιρα.

  1. Σύντροφοι δεν βρέχει. Μας φτύνουν!
    (από πασοκτζήδικο blog, πριν την ανάκαμψη)

  2. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που οφείλει να θέτει κάθε δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό είναι το «βρέχει ή μας φτύνουν;».
    Από δημοσιογραφικό blog

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδεχομένως ο πλέον διαδεδομένος όρος της καθομιλουμένης για την περιγραφή ατόμων, πραγμάτων, πράξεων και καταστάσεων που είναι κακής ποιότητας, γελοία, γραφικά, αποτυχημένα, ανάξια λόγου, χωρίς συνοχή, ατυχή, άθλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται για οτιδήποτε θα ενέπιπτε και στην κατηγορία του μαλάκα και των παραγώγων του, με το συναισθηματικό τόνο ωστόσο στο «τραγικός -ή -ό» να βρίσκεται στο φάσμα της απαξίας σε βαθμό θλίψης και λύπησης που αυτός -ή -ό προκαλεί, παρά της οργής και της αποστροφής, όπως στην περίπτωση του «μαλάκα». Ενέχει φυσικά αυτό που οι Γιαλόμες θα ονόμαζαν ενσυναίσθηση, το να μπαίνεις δηλαδή στη θέση του άλλου και να αισθάνεσαι την αθλιότητα της θέσης του, κάτι που δεν ισχύει με το μαλάκα.

Φυσικά η σλανγκ είναι μετάλλαξη της συμβατικής έννοιας που η λέξης έχει και στα νεοελληνικά, όπου τραγικός είναι κυρίως αυτός που υφίσταται ή προκαλεί συμφορές.

1) - Καλά ρε μαλάκα, πάλι ρε μ' έστησες...ε, τι να σου πω τώρα, είσαι τραγικός...

2) Είμαι σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης / είμαι σε μια φάση τραγικήήή!

γνωστό άσμα αγνώστων λοιπών στοιχείων....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified