Συμπτώματα στέρησης από ουσίες, παράνομες, οπιούχα κυρίως, από αλκοόλ, αλλά και, κατ' εξοχήν, από ορισμένα ψυχοφάρμακα. Απαντά κυρίως στη φράση έχει μαμούνι, και περιγράφει την ψυχολογική διάσταση της στέρησης που εκδηλώνεται ως αναζήτηση τέτοιων ουσιών από τους χρήστες μετά τη θελημένη ή αθέλητη διακοπή, ή κατά τις προσπάθειες διακοπής της ουσίας.

Η στέρηση λένε αυτοί που ξέρουνε εμφανίζει δυο στάδια, το οξύ σύνδρομο, και το παρατεταμένο σύνδρομο (prolonged ή post - acute withdrawal syndrome). Το οξύ που κρατάει λιγότερο έχει περισσότερο σωματικά συμπτώματα. Το παρατεταμένο είναι η δεύτερη φάση χαρμάνας που κι αυτή είναι γάματα, κατά την οποία κυριαρχούν συμπτώματα όπως ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία, ανηδονία, ευερεθιστότητα, έλλειψη συγκέντρωσης και διαύγειας, προβλήματα ύπνου, μνήμης, κινητικού συντονισμού, πανικούς, να είσαι δηλαδή σα γαμώ τη μαύρη καταδίκη σου, γαμώ, ΓΑΜΩ! κλπ - you get the picture.

Το μαμούνι, λοιπόν, στη , επιχειρεί να περιγράψει την αναζήτηση του ναρκωτικού, του οποίου η λήψη ως αστραπή, ως σπίθα και κατά κύματα (έτσι το περιγράφουν και επιστημονικά μοντέλα) περνά από το νου του πρώην χρήστη, φαντάζοντας ως ο τρόπος να απαλλαγεί από όλα αυτά τα ψυχολογικά και παρατεταμένης διάρκειας, "ανθεκτικά" συμπτώματα.

(Πολλάπλά ενδιαφέρον, όπως μας πληροφορεί η βικούλα για το σύνδρομο αυτό, το παρατεταμένο, σε αντίθεση με το οξύ, είναι το ότι δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως στα διαγνωστικά εγχειρίδια. Φαντάζομαι έχει να κάνει με τα therapy/rehab politics: αφενός πόσο γάμησέ τα είναι να γνωρίζει αυτός που προσπαθεί να απεξαρτηθεί ότι έχει να περάσει κανονικά και με τη νόρμα έναν τέτοιο μακράς διάρκειας γολγοθά, αφού περάσει τα σωματικά συμπτώματα, αφεδύο πόσο μειωτικό για την ίδια την ψυχιατρική είναι το να παραδέχεται ότι η κατάσταση στην οποία προσηλώνεται - αποχή από την ουσία - μπορεί για πολύ καιρό να είναι βασανιστική. Αλλά ας μην γινόμαστε συμπερασματάκηδες...).

Τα παραπάνω - όλα - με επιφύλαξη ως προς τις λεπτομέρειες τουλάχιστο, γιατί είναι και ευαίσθητα θέματα τα οποία και δεν τα κατέχομε τόσο καλά.

Κλαψιάρικος διάλογος ανάμεσα σε - αντάρηδες χρήστες σε παγκάκια έξω από κέντρο απεξάρτησης.

- Γιατί ρε μαλάκα δεν ψουψουψου...;
- Γιατί ρε μαλάκα κι αυτό έχει μαμούνι και θα με φάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμελιώτικη λέξη που σημαίνει κρυψίνους και ύπουλος, σιγανοπαπαδιά και σιγανό ποταμάκι με την καλή έννοια, δηλαδή με την κακή.

Παρατηρήσεις.
1. Εντελώς πανσπάνιο, αν όχι μοναδικό, το σύλμπεγμα συφμώνων -σκφ-, ε;
2. Ετυμολογία κανείς/καμιά; Πορτοκαλισμοί καλοδεχούμενοι...

  1. Ζητωντας και τα ρεστα απο το σαιτ λες και χρειαζεται πολυ μυαλο να καταλαβεις οτι δεν γουσταρω τα ερποντα , φασιζοντα και εξαρτωμενα σαιτ και αποπρυπτωντας επι σκοπο του σκοπου που σκοπευει μουσκφος και κακοριζικος ον , την ΑΛΗΘΕΙΑ καθοτι ειδες το δενδρο και οχι το δασος. Ομως η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΝΙΚΑ και η ιστορια και ο χρονος θα δικαιωνει οσους που, μπορει να εχασαν τις εκλογες , ειπαν την ΑΛΗΘΕΙΑ, οσους δεν χαιδεψαν αυτια...
    ΠΗΓΗ: http://pelasgia.blogspot.gr/2011/09/in-out.html

  2. ένταξει... δεν μπορείς να τον μισήσεις εύκολα... δεν είναι Άδωνις. είναι κρυφοπληγίτσα, σιγανό ποταμάκι, μουσκφός.
    ΠΗΓΗ: http://www.hiphop.gr/forum_topic/689547/2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κολλαγόνο έχει ευεργετική επίδραση ακόμη και στη slang!
Κολλαγονάκιας είναι
α) αυτός που κολλογουστάρει κολλαγόνο. Με την έννοια ότι κάποιοι το θέλουν πολύ, πάρα πολύ. Και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν! β) ο σεσημασμένος κλέφτης κολλαγόνου, ο οποίος πάει στα φαρμακεία με αποκλειστικό στόχο να τσουρνέψει το κολλαγόνο το επιούσιο.
γ) ο παράνομος πωλητής κολλαγόνου που και σου γίνεται κολλιτσίδα στο δρόμο, σε επαγγελματικούς χώρους, ακόμα και σε μπαρ, να το αγοράσεις.

Αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες, αλλά μήπως και η πρώτη, μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο άτομο.

- Κολλόρακο, κολλαγόνο με ρακί έχεις πιει;
- Έ, είσαι μεγάλος κολλαγονάκιας.

- Εγώ τον είδα ότι είναι κολλαγονάκιας, μπαίνει στο φαρμακείο με τις σακούλες και μου ζητάει ντεπόν από την είσοδο. Έλα στον πάγκο άνθρωπε μου, να σ' εξυπηρετήσουμε!
- Αίσχος, Μάιρη μου. Θες κολλαγόνο, κύριε; Δούλεψε να το πάρεις!

- Πήρα 4 με 25 ευρώ το μπουκάλι, μου τα πούλησε ένας κολλαγονάκιας... - Από αυτούς του ιατρικούς επισκέπτες;
- Όχι, γύφτος.

Κολλαγονάκιας: Ο τουκανιστής που στη φωτό αυτή λιγουρεύεται το κολλαγόνο. (από Khan, 21/03/15)Πριν και μετά το κολλαγόνο (από σφυρίζων, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας μάλλον καινοφανής τρόπος να γράφει κανείς σε τοίχους ή όπου το γνωστό αντιμπατσικό A.C.A.B. (1=Α, 3=C κοκ).

Λεγόταν που λεγόταν πολλαχώς αυτό το A.C.A.B., τώρα, με την καθόλου τυχαία και αθώα παρεπίδραση ίσως από την «μυστικότητα» της απεύθυνσης του 88, ογδόντα οχτώ των ασπόνδυλων, το σύνθημα μόνοι μας θα το γράφουμε, μόνοι μας θα το καταλαβαίνουμε, οι μυημένοι, εμείς οι γαμάτοι, οι σεσωσμένοι.

θα ανέβει φωτό.

ο τοίχος της Ροζέττας που επέτρεψε την αποκωδικοποίηση του μυστικού μηνύματος (από xalikoutis, 19/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αριστερίστικη αυτοπαθής σημασία: σημαίνει ενημερώνομαι σχετικά με τη γραμμή του κόμματος (ή του «σχήματος») και αρχίζω να την υποστηρίζω.

Οι αριστεριστές το λένε και γουστάρουν, γιατί με τις συμπαραδηλώσεις προς την fitness γράμμωση αλλά και την γραμμή της κόκας, προσδίδει μια αίσθηση σφρίγους και ευφορίας στη διαδικασία που είναι, βασικά, η πειθάρχηση στο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Ο άρτι γραμμωθείς αριστεριστής, αυτός που έχει μόλις γυρίσει από το «σχήμα» εφοδιασμένος με επιχειρήματα αλλά κυρίως με αναπτερωμένη συναισθηματικά τη μαχητικότητα να αμυνθεί της γραμμής, μπορεί να εμφανίσει τα εξής συμπτώματα: α) υπομανία: πόσο γαμάτοι είμαστε, πόσο τέλειοι που υπάρχουμε, που δεν έχουμε γίνει ακόμη σταλίνες, αλλά και που δε γίναμε αναρχοάπλυτοι χωρίς γραμμή β) αποπροσωποποίηση: την τάση να του φαίνονται παράξενα και ψεύτικα, με θολό περίγραμμα και φευγαλέα ύπαρξη συλλήβδην τα πρόσωπα που ασκούν κριτική στην συνέπεια και την αλήθεια του σχήματος όπως αυτή εκφράζεται στη γραμμή του γ) τριχοτιλλομανία, κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης συντρόφων αδικαιολογήτως και διαλυτικώς απόντων από το μετερίζι της συνέλευσης του σχήματος.

Ευτυχώς η επίδραση περνάει γρήγορα. Δυστυχώς η γραμμή εθίζει.

- Ρε σύ, διάβασες στη λίστα...
- Έλα, όχι... ναι, τι...;
- Ναι, τι τι; Τι μαλάκιες...
- Πήγα χθες σχήμα και γραμμώθηκα φίλε, δεν μπορώ να ακούω πουθενάδες τώρα πρωϊνιάτικα...
- Καλά, καλά... έλα αύριο να σε τεντώσω λιγάκι στο τάβλι...
- Είσαι οριακά εντός γραμμής, σύντροφε, δε σε βλέπω καλά...

Got a better definition? Add it!

Published

Στα Χανιά λεγόταν έτσι το σάντουϊτς με γύρο, στα ογδόνταζ, άντε βαριά - βαριά αρχές 90's.

Λόγω σχήματος, επειδή το ανοιγμένο ψωμί σαν σαγόνι κατάπινε τη γέμιση; Λόγω του μεγάλου ανοίγματος των σαγονιών που επέβαλε η βρώση του; Και τα δύο; Ποιος να ξέρει;

Αν και το λήμμα δεν το ήξερα, με συγκίνηση διαπιστώνω ότι σώζεται ακόμη στο (προφανώς σουρεάλ για τους αναμαζωξιάρηδες) μενού κεντρικού σουβλατζίδικου της πόλης:

Σάντουιτς καρχαρίας. Καρχαρίας με γύρο χοιρινό 3.00€; Καρχαρίας με γύρο κοτόπουλο3.20€. Καρχαρίας με κεμπάπ3.20€.

Από 'δώ.

Πραγματικός πρόσφατος διάλογος:

- (παλαιός Χανιώτης τηλεφωνεί σε ντελίβερι) Έλα, θα μου φχιάξεις ένα γκαρχαρία...
- (σουβλατζής νέας κοπής) Ορίστε;
- (παλαιός Χανιώτης) Καρχαρία με γύρο θα μου φχιάξεις ένα...
- (σουβλατζής παλαιάς κοπής, ακούει κι αυτός τον βροντόφωνο πελάτη απ' το τηλέφωνο) - Ασ' το, ξέρω 'γώ τι θέλει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του μαλακισμένος, όταν αυτό το τελευταίο το εννοούσαν και κυριολεκτικά. Δηλαδή, αυτός που δεν έχει ακόμα βαρέσει μαλακία, ο σεξουαλικά άγουρος, ο ψυχονοητικά ανώριμος, ο ακόμα παιδί.

Δεν το άκουσα, αλλά το διάβασα, και είπα να το σημειώσω, μέρες πού' ναι, γιατί κατά τη γνώμη μου είναι μνημειώδες.

Ο ΑΜΑΛΑΚΙΣΤΟΣ

Ἐσύ δέν κάνεις γιά δῶ
εἶσαι ἀκόμη «ἀμαλάκιστος», τοῦ εἶπαν
καί τόν ἔδιωξαν.

Ἦταν δέν ἦταν ἕντεκα χρονῶ
καί πῶς νά τά ᾿βγαζε πέρα μέ τά θηρία τῆς λαχαναγορᾶς·
μά ποῦ νά ἤξεραν
τήν εὐδόκιμη μετ᾿ οὐ πολύ θητεία του
στό θανάσιμο γιά τά ἤθη ἐκείνου τοῦ καιροῦ ἁμάρτημα
-μιά ἱστορία ἐξίσου ὀδυνηρή
ἀλλά δέν εἶναι τοῦ παρόντος-

Θά ᾿βρισκε ἀλλοῦ δουλειά
θά χτυποῦσε ἄλλες πόρτες
τί ἄλλο τοῦ ἔμενε μέ τόν πατέρα του στίς ἐξορίες
καί τή μανούλα του ὁλημερίς στίς φάμπρικες.

Μοῦ ἀφηγήθηκε τό περιστατικό χρόνια μετά
ψημένος πιά γιά τά καλά μέ τίς δικές του ἐξορίες
τή δικηγορική καί τά κρυφά χαρτιά του,
διόλου τουτέστιν «ἀμαλάκιστος»!

Λευκόθριξ
γάστρων ὀλίγο λόγω τῆς οἰνοφλυγίας
μ᾿ ἕνα μπαλονάκι στήν καρδιά
στ᾿ ἄπατα πνιγμένος
ἀπό τή μαλακία τῆς λεγόμενης μεταπολίτευσης.

(Ποίημα του Χρήστου Ρουμελιωτάκη, απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Μπουρδελοσλάνγκ. Κουρτινιάρικο, εννοείται: πριβέ, είναι η γουαναμπή ιδιωτική εξυπηρέτηση, η παραμεροποίηση, δηλαδής, σεξοϋπηρεσιών σε ο-Θεός-να-τον-κάνει ξεχωριστό χώρο, οριζόμενο απλά από κουρτίνα, ένεκα ενδεχομένως του ευτελούς του καταστήματος.

  2. Γενικότερα, θέμα παρασκηνιακό και απόρρητο.

  1. Πριβε κουρτινιαρικο εχει σε πολλα μαγαζια. Αλλα δεν σημαινει οτι σωνει και καλα θα εισαι μονος σου. Και οι υπολοιποι τι να κανουμε να περνουμε νουμερο σαν στο ικα και να περιμενουμε να χυσεις; (από εδώ).

  2. Θα ασχοληθώ με το παρασκήνιο της εκλογής Πούτιν... Θα σας πω διάφορα αλλά ό,τι πω είναι εκ των πραγμάτων κουρτινιάρικο, οπότε ας ετοιμαστούμε... Βλ. μήδι Λιακό, όπου ασχολείται με το αγαπημένο του θέμα, νεοτάξ κουρτινιάρικες κατινιές και πουτινιάρικες βλαδιμηριές, που γαμάνε τα πρέκια στις πρώτες.

Στην αρχή του βίντεο, κουρτινιάρικο θέμα περι Πούτιν (από xalikoutis, 03/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και «τρυφερή είναι η νύχτα», καμία σχέση. Οι ορισμοί του γραφικού των Papara και Dirty talking είναι υποδειγματικοί. Αλλά δεν έχει να κάνει!

Ήταν μια εποχή που την ονόμασαν «Εκσυγχρονισμό» και η Ελλάδα τότε ήτανε «Ισχυρή». Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν ασφάλουσλυ η άνοδος του λάιφστάιλ και των νέας κοπής καθωσπρεπισμών και καθωσδενπρεπισμών (κατά το «αμφορείς εντάξει, αλλά αν δε φορείς»; Τζόνυ Βαβούρας). Μια σούπα-μούπες σύμφυρση παχυδερμικά επιδερμικών συμπεριφορών και προσεγγίσεων στο ζην. Βλ. και το λήμμα νεοφιλελέρα.

Η κατηγορία-κατηγόρια «γραφικός» επιστρατεύθηκε προκειμένου μέσα από την καρικατουροποίηση τους να διαολοστέλνονται συνοπτικώς (να απονομιμοποιούνται κοινωνικά) αξίες και πρακτικές που χαλούσαν τη σούπα: έτειναν προς τη γραφικότητα όσοι κατέβαιναν σε πορείες και «φώναζαν», όσοι ασκούσαν κριτική στην τεχνοκρατικοποίηση του επαγγέλματός τους, όσοι «νοσταλγούσαν» ένα λιγότερο εμπορευματοποίημενο ποδόσφαιρο κ.τ.ο. Αλλά θα πρέπει να γίνουμε γενικώς πιο καχύποπτοι. Γενικά «γραφικότητα» χαρακτηρίστηκε ότι κι αν έκανε κανείς διαφορετικό ή παλιομοδίτικο εκτός κι αν το έκανε από άποψη, δηλαδή, ήταν κάπως φτασμένος (είχε έτοιμο κοπάδι να τον εξυμνήσει - βλ πχ θεατράνθρωπος) ή σε τροχιά ανόδου, δηλαδή, αν μέσα από αυτό είχε καταφέρει να κερδίσει χρήματα ή είχε καταφέρει να γαμήσει/θεί. Γραφικοί όσοι επέμεναν στο παλιό αμάξι επειδή δεν είχαν ανάγκη επίδειξης, γραφικοί όσοι έμειναν στο χωριό επειδή το αγαπούσαν κι όχι επειδή έφτιαξαν έναν αγροτουριστικό ξενώνα, γραφικοί όσοι φορούσαν άσπρες φανέλες χωρίς να έχουν μπράτσα και ξυρισμένο στέρνο (εσχάτως και τατού). Κλπ κλπ.

[ΠΡΟΣΟΧΗ: Το χαρακτηρισμό «γραφικός» άρχισαν να φλερτάρουν (καπηλεύονται;) πολλοί που δεν τους είχε δα εντελώς τελείως ξεβράσει ο καιρός και η ιστορία, αλλά που τους συνέφερε να καμώνονται πως τους έχει. Είναι εκείνοι που, αν δημοσιολογούσαν, έλεγαν και λένε με μισοκακόμοιρο ύφος: «Μας λένε γραφικούς, αλλά...». Η γραφικότητα και η εκλεχτική συγγένεια προς το καλτ ήταν/είναι σε αυτήν την περίπτωση μια μορφή εκπροσώπησης και κοινωνικής νομιμοποίησης συμπεριφορών - περιπτώσεις από βιζιτούδες της σόου βυζ που διαφημίσαν εαυτές προτάσσοντας την ελλεεινίδικη τσαχπινοπουτανιά, μέχρι εθνικιστοπατριώτες που της μίλησαν της καρδιάς του νοικοκυραίου, ποινικολόγους που μέσα από τη γραφικότητά τους στέλνουν στην πιάτσα το μήνυμα ότι υπερασπίζονται και το διάολο τον ίδιο, αλλά και κουκουέδες που συνέχισαν να σηκώνουν την μπαντιέρα της εργατικής τάξης, της ιδιόμορφης, δηλαδή, και με το αζημίωτο συμμετοχής τους στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό («εμείς, εμείς, οι μόνοι συνεπείς» που λένε τα ΚΝΑΤ). Κλπ κλπ.]

Οπωσδήποτε η βρισιά γραφικός φορέθηκε στα ΜΜΕ και στον καθημερινό λόγο πολύ όπως λέει κι ο Ντέρτυ στον ορισμό του και κατέληξε να σημαίνει στον κυρίαρχο λόγο, διαταξικά και διηλικιακά, στην πόλη και στο χωριό, απλά τον «μαλάκα», τον yet-to-be απόβλητο.

Υπήρξε αντίσταση; Ναι, υπολειμματικά, την μαρτυρεί η φράση «γραφικά είναι τα Άγραφα» που έχει και παρήχηση και λέει και την αλήθεια για τα πραγματικά υπέροχα Άγραφα. Αν κάποιος κατέθετε τη γραφικότητα ως μομφή για κάτι που δεν του άρεζε, του' λεγε ο γραφικός, αν ήξερε τη φράση: «γραφικά είναι τα Άγραφα», και τελείωνε τη συζήτηση περί γραφικού ή μη.

Με την κρίση αλλάξανε τα κόζα: η αντιμνημονιακή γραφικότητα έγινε πολυχαϊδεμένη θεμιτή πολιτική αντίδραση. Αλλά και η υποστήριξη του μνημονίου έγινε κι αυτή γραφικότητα. Επίσης αλλάξανε τα πράγματα και με τους χίπστερς, προφ για να παραμείνουν τα ίδια.

- Ελάτε τώρα κύριε Ταρίφα με τις γραφικότητες.
- Γραφικά είναι τα Άγραφα παληκάρι μου, ξέρω τι σου λέω. Κι εγώ σου λέω ότι δε μας ψεκάζουν με τ' αεροπλάνα, για τα χημικά όπλα της Συρίας που μας τα φέρανε στην πόρτα μας τι έχεις να πεις; Κι αυτό γραφικότητα είναι;

Πρώτα σε λένε γραφικό, μετά προφήτη. (από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...ή «σα να έφαγε σκατά μικρός και τού 'μεινε», εννοείται, η μιζερομίζερη γκριμάτσα αηδίας, ξινίλας, έως και ξινίχλας. Ο συνοφρυωμένος πρωκτός; Το δυσκοίλιο βλέμμα; You get the αηδία...

Αναφέρεται σε όσους, από αβυσσαλέο σνομπισμό, αχαλίνωτα κόμπλεξ και τη δική μας μεγαλοψυχία-μεγαλομαλακία που τους το επιτρέπουμε, έχουν αναρριχηθεί και ταυτόχρονα καταβαραθρωθεί ψυχολογικά στον απόπατο κοινωνικής υποχονδρίας όπου όσα θυμίζουν λαό, ελευθερία και γενικό συμφέρον σε αηδιάζουν.

Ίουουου, αχ καλέ [ομοφοβικός ο συγγραφέας εδώ], κοινωνία!

Ειλικρινής ερώτηση: Μήπως είναι αμερικλανιά;

- Πώς είναι έτσι αυτός ο Σταύρος Θεοδωράκης. Σα να μύρισε μικρός σκατά στο στόμα του Πρετέντερη και τού 'μείνε.
- Μην τον αδικείς, το μάχεται, είναι φανερό.
- αχαχαχα!
- αχαχαχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified