Κλασικότατη έκφραση που απαντά κυρίως ως «μη μου λες εμένα ιστορίες για γρίους» ή « τι' ν ' αυτά που λες + [αυτά που λέει] + και ιστορίες για αγρίους...». Η φράση είναι ένας σχετικά ευπρεπής τρόπος να πεις «μη μου λες μαλακίες», «άσ' τα σάπια σάλια», δλδ. μη με δουλεύεις. Εκφέρεται μάλλον με θυμό και σε περιβάλλοντα (πχ. εργασιακά) όπου πιο ηχηρές εκφράσεις αποδοκιμάζονται.

Η φράση προφανώς προέρχεται από την εποχή όπου ναυτικοί, εξερευνητές, πειρατές και αργότερα ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι κλπ πουλούσαν στον κόσμο φανταστικές «ιστορίες για αγρίους», φαντασιοπληξίες δηλαδή για άγριες φυλές και τα φοβερά και τρομερά που τις είδαν να κάνουν*.

Αυτό το «για αγρίους» βέβαια, μπορεί κανείς να το εννοήσει -εσφαλμένα πάντως- όχι μόνο ως «σχετικά με αγρίους», αλλά και ως «προορισμένες για αγρίους», παιδαριώδεις δικαιολογίες που μόνο αγρίους θα μπορούσαν να πείσουν, που η αξία τους μετριέται σε χάντρες και καθρεφτάκια, προσβλητικές για τη νοημοσύνη του χρήστη της φράσης.

Και τα δυο νοήματα φυσικά αλληλεπιδρούν πολλαπλασιαστικά αυξάνοντας δύναμη της φράσης...

Αξίζει να σημειωθεί παρεκβατικά ότι την ελληνική ανεκδοτική slang έχουν εμπλουτίσει διάφορες φυλές ιθαγενών: οι Μάο Μάο, οι Ζουλού, οι Παπούα, ενώ εντός και εκτός ανεκδότων συναντά κανείς τη μοναδική φυλή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της ελληνικής επικράτειας, τους Ούγκα Μπούγκα, από την ευχρηστότατη ρίζα ουγκ. Οι δε κουλτουριάρηδες έχουν τη δική τους αγαπημένη άγρια φυλή, τους Λιλιπούα.

*ώσπου η σύγχρονη κορέκτ ανθρωπολογία μάς είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν / είναι τελικά και πολύ διαφορετικοί από μας τους δυτικούς, με τη διαφορά ότι είναι εντελώς διαφορετικοί...

υπάρχει ένα ωραίο τραγούδι του Μαραγκόπουλου με αυτόν τον τίτλο, και ρεφρέν:

μου λες ιστορίες για αγρίους
και κακούς μακρινούς συγγενείς
μ' απ' του έρωτα τα βέλη
δεν τη γλύτωσε κανείς...

ή κάπως έτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To eπιφώνημα αυτό, δηλωτικό στοιχειώδους νοητικής διεργασίες την οποία διέρχεται ο εγκέφαλος του ομιλητή, εσχηματίσθη κατά το μούμπλε μούμπλε, το οποίο και αντικατέστησε στις αρχές του 21ου αίωνα.
Σημαίνει είτε «ψάχνω στο google», είτε «ψάξε στο google» όταν αναφέρεται σε δραστηριότητα, ενώ όταν αναφέρεται σε εσωτερική διεργασία περιστρέφεται γύρω από τα ερωτήματα «πως μου το είπε μωρέ» ή «πως το λέγανε» ή ακόμα χειρότερα «τι ήθελα να ψάξω;» που είναι και οι μόνες μορφές αυτοδιερώτησης και γενικά σκέψης που έμειναν στον άνθρωπο μετά την εφεύρεση του παντοδύναμου και πανθορόντος ψαχτηρίου.

- Ρε συ, πως τον λέγανε αυτόν που πέθανε στο σταυρό, θρησκεία κι έτσι;
- Χριστέ και παναγία μου, ψάξε στο google, τι με ρωτάς...βάλε σταυρός, θάνατος....
- Mμμμ, γούγλε γούγλε....

Το γούγλε σε 20 χρόνια (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

εθνοστεντόν / ethnostedon (R) (TM): Το ψυχοτρόπο επιλογής των ελληναράδων και e-λληναράδων. Παραδόξως πρόκειται για διεγερτικό μάλλον, παρά κατασταλτικό του υποτυπώδους κεντρικού νευρικού συστήματος και αποτελεί συνθετικό παράγωγο της τιρινίνης. Στην περίπτωση της Φανής Χαλκιά και των άλλων ολυμπιονικών λειτούργησε ως μέρος του αναβολικού κοκτέιλ.

Η σύνθεσή του επενεργεί στο θαυματουργό ελληνικό dna με αποτελέσματα: επίταση της γνωστικοσυναισθηματικής παλινδρόμησης, διόγκωση των εγκεφαλικών σαπιοκοιλίων και τερατογενέσεις.

Η διάδοση της «μάστιγας με το γαλανόλευκο πρόσωπο» ή και «Συνδρόμου του Βουκεφάλα» καταγγέλθηκε για πρώτη φορά σε αφίσα ή αυτοκόλλητο του αναρχοαυτόνομου αντιφασισμού (1) εκεί γύρω στο καλοκαίρι της εθνικής αυτοϊκανοποίησης (2004).

(1) Trends in Humanoid Sciences, 25, 3, 18-21.

- Πω πω ρε φίλε, είδα για 1000στή φορά το τιρινίνι και ανατρίχιασα, πρέπει να τα κόψω τα εθνοστεντόν...
- Αφού σε χαλάει ρε μαλάκα, τι το πίνεις;... Είδες και ο Συρίγος, έκοψε και έστρωσε...

τερατογενέσεις από χρήση εθνοστεντόν κατά τη διάρκεια του ευαγγελισμού της θεοτόκου (25/3) (από xalikoutis, 21/11/08)σχετικά πρώιμα στάδια του συνδρόμου - προσέξτε το στραβό στόμα και την αφύσικη εμφάνιση - έκφραση (από xalikoutis, 21/11/08)Αυξάνει την εθνοστερόνη! (από Vrastaman, 21/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος χαρακτηρισμός - επιφώνημα, που λέγεται συνήθως φιλικά και α) είτε σημαίνει «πώς είσαι έτσι;» ή «τι είν' αυτά που κάνεις;». Συνήθως εκφράζει την έκπληξη μας για κάποιον (αρσενικό εννοείται) ο οποίος κάνει κάτι κατά την κρίση μας θηλυπρεπές.
β) είτε αντικαθιστά το «ρε» και να είναι αγαπημένη φράση ανθρώπων που έχουν αγαπημένες φράσεις και τις λένε συνέχεια.

1.α περίπτωσις
- Ένα λεπτό ρε μαλάκα, βάζω κρέμα στη μάπα μου...
- Μωρή κυρία!;!

2.β περίπτωσις
- Τράβα μωρή κυρία να πάρεις κανά πιοτό να πιούμε.
- Α γαμήσου ρε λουλού που θες και πιοτό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίλιαν, η / το.

Το γυναικείο μικρό όνομα Λίλιαν έχει αναδειχθεί, μέσα από την προτίμηση που του δείχνουν διάφοροι λημματοδότες και Σλάνγκοι Δράκοι του slang.gr, σε συνώνυμο του αμαρτωλού θηλυκού γι' αυτό το site, της γκόμενας ανάφτρας και καντηλανάφτρας, της γκόμενας ονείρωξης με άλλα λόγια.

Για να φανεί το πόσο καυλερή είναι αυτή η τύπα, πέρα από το πρώτο λήμμα στο οποίο έκανε την εμφάνισή της, θα πρέπει να συμβουλευτείτε διάφορα άλλα, μεταξύ άλλων αυτό, όπου η συνουσία μαζί της θεωρείται θρίαμβος της ανθρωπότητας, αυτό, στο οποίο για χάρη της γίνεται μέγας μανικουλές, αυτό, στο οποίο το να έχει βαρεθεί κάποιος να πηδά τη Λίλιαν αποδεικνύει την πολυγαμική ανδρική φύση, αυτό, στο οποίο η Λίλιαν σεξεζουμίζει τον εκλιπαρόντα για ανάπ(κ)αυλα πρωταγωνιστή, και πολλά άλλα.

Το όνομα Λίλιαν επέλεγη ως συνώνυμο της καύλας, ερχόμενο να προστεθεί σε μια μακρά σειρά εξωτικών ονομάτων που έχουν περάσει στην ελληνική σλανγκ ακριβώς ως συνώνυμα της καύλας. Σταχυολογώντας και χωρίς να είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για την slang-προέλευση των περισσότερων λημμάτων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα Τζέσικα, Σούζη, Λάουρα, Δεβόρα, Μαριλού (τα δυο τελευταία από τους Απαράδεκτους), Λόλα φυσικά και πολλά άλλα...

Η επιλογή, το εύστοχο και η δημοτικότητα του Λίλιαν μάλλον οφείλεται στην συνεργεία διάφορων παραγόντων: είναι μεν αρκούντως εξωτικό, ωστόσο, είναι και πολιτογραφημένο στα Ελληνικά εδώ και βιβλικό φαντάζομαι καιρό, ώστε ταιριάζει/παραπέμπει στις εμφανώς αναβαθμισμένες τα τελευταία χρόνια νεοΕλληνίδες και τα καβλωτικά θήλεα νέας κοπής που έχουν κατακλύσει δρόμους και πλατείες. και που έχουν και ψιλομυστήρια ονόματα, εδώ που τα λέμε.

Το όνομα ενδεχομένως παραπέμπει και σε σέξαλλο πλουσιοκόριτσο ή μπουζουκομούνι. Ασφαλώς, η Λίλιαν δε θα μπορούσε να υπάρξει ως τέτοια αν δεν είχε γίνει και η πολιτογράφηση του Αναστασία στο γνωστό σίριαλ, ως ονόματος με φλογερές συνδηλώσεις, πολιτογράφηση η οποία, αξίζει να αναφερθεί, αποενοχοποίησε σ' ό,τι αφορά το βαφτιστικό τους όνομα πολλές καυτές Ευαγγελίες, Γεωργίες, Ευανθίες κλπ της διπλανής πόρτας.

Στο βάθος όμως, το Λίλιαν κρύβει μέσα του πολύ αμαρτία, όσο πάει, βασικά: ποιος ξεχνά τη Λιλί Μαρλέν, το OST του Β' ΠΠ για τους φαντάρους και των δυο στρατοπέδων; Ποιος ξεχνά κυρίως τη μυθική Λιλίθ (βλ. εδώ, όπου και οι στίχοι ενός αγαπημένου τραγουδιού για αυτήν);

- Τι θα ήταν η Λίλιαν αν είχε λιλί;
- Τραβελίλιαν...ουαχααχαχαχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σλάνγκος Δράκος» είναι ένα προτεινόμενο, διόλου εύηχο, συλλογικό προσωνύμιο για τους λημματοδότες του παρόντος site οι οποίοι τείνουν κατά την παράθεση των παραδειγμάτων να γράφουν μικρά μονόπρακτα και άλλα σεναριοειδή αφηγήματα, βγάζοντας από μέσα τους το μικρό Νίκο Φώσκωλο που όλοι κρύβουμε. Το όνομα αποτελεί φόρο τιμής στον θρυλικό χαρακτήρα της «Λάμψης», του πολυκύμαντου και παντελώς ασήμαντου σαπουνιού που επί 14 χρόνια (τελείωσε το 2005) καθήλωνε τις τηλεθεάτριες - και τους τηλεθεατές, ας μη γελιόμαστε .

Μολονότι χαρακτήρας και όχι σεναριογράφος, ο Γιάγκος Δράκος (που παιζόταν από τον Χρήστο Πολίτη) κρίθηκε από τον γράφοντα κατάλληλος για το συγκεκριμένο λεκτικό παιγνίδι λόγω α) του πρόσφορου του μικρού του ονόματος β) του επωνύμού του αλλά κυρίως λόγω του ότι γ) στα λήμματά τους οι Σλάνγκοι Δράκοι κατά κανόνα τοποθετούν εαυτόν πρωταγωνιστή, είναι τόσο συγγραφείς όσο και ήρωες, καθιστώντας τα περισσότερα από τα σενάρια αυτοβιογραφικά. Φανταστείτε δηλαδή τον Γιάγκο Δράκο να έχει και το ελεύθερο της συγγραφής. Καθώς τα λήμματα του Slang.gr έχουν πλέον φτάσει να είναι υπερδιπλάσια σε αριθμό από τα επεισόδια της Λάμψης, σε Βίρνα Δράκου αναδεικνύεται η θυελλώδης και ομιχλώδης Λίλιαν (αναζήτησε το σχετικό λήμμα).
Το θηλυκό φυσικά του Slangou Δράκου είναι η γλωσσόφιλη (= ασχολούμενη με γλωσσικά ζητήματα) σεναριογκόμενα.

(από φανταστικά προσωπικά μηνύματα μέσω του site)

εξερχόμενο: Να σε ρωτήσω κάτι ρε XrhsthsXYZ, η φράση «άντε γαμήσου ρε παπάρα» ακούγεται ρεαλιστική; Θα μπορούσε να ειπωθεί ως έχει; Είναι από διάλογο σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου για το λήμμα οδοντόγιατρος... Αν έχεις χρόνο πες μου την άποψη σου...

εισερχόμενο: Δε χρειάζεται να είναι κανείς και Σλάγκος Δράκος για να κρίνει ότι... ναι, είναι γαμάτο... έγραψε!

O Slangos και η τρελλή παρέα του (από Vrastaman, 19/11/08)(από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαχρονικό και επίκαιρο σύνθημα της μεταπολίτευσης.

- ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΜΠΟΥΤΙΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ!
- Σεξιστή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφιλής επωνυμία εταιρειών που ασχολούνται με την εκκένωση βοθροδεξαμενών. Επίσης χαϊδευτικό προσωνύμιο των ίδιων των βυτιοφόρων. Εξίσου αγαπητό και το «Αχόρταγος».

- Τι βρώμα είναι αυτή;
- Έχει πιάσει δουλειά ένας φαταούλας στη γωνία, πλημμύρισε ένας βόθρος...
- Αάααχ, ανάσανα!...

Μετα-φαταούλας (από Vrastaman, 15/11/08)"Τα σκατά σας είναι ψωμί και βούτυρο για μένα". (από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαγάς, ο λαίμαργος, η καταβόθρα κλπ. Μεταφορικά γενικά ο άπληστος.

Εκ του «φα- (=ρίζα του αορίστου του ρήματος «τρώω») + ούλας», με παρεπίδραση του «φά 'τα ούλα» (=φάε τα όλα«).

- Σιγά ρε φαταούλα, θα μας φας κι εμάς να 'ουμ....

Μαντέψτε ποιός είναι ο φαταούλας. 1. O χαζούλης 2. Αυτός του οποίου το βλέμμα σπινθηροβολεί λιποπρωτεΐνες δ) all of the above (από Vrastaman, 15/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να πετά κανείς πέτρες (εναντίον μη ζωντανού στόχου) είναι μια πανάρχαια, αλλά και κατασυκοφαντημένη ανθρώπινη συνήθεια. Ας ξεκινήσουμε διευκρινιστικά:

Αν και ανεπίκαιρο, φανταστείτε τον εαυτό σας ωραίο σαν Έλληνα, στην ομορφότερη και ερημικότερη παραλία της Ιφκίνθου (ας την ονομάσουμε Αλιθιές***) να σουρουπώνει ονειρικά, κι εσείς στην παραλία να πετάτε ανέμελα **βοτσαλάκια στο περιγιάλι, να πετυχαίνετε 15 γκελάκια, ενώ από την καβάτζα να ακούγονται τα χάχανα των δύο άψογων εξωτικών ψωλέτων με τα οποία περνάτε τις καλύτερες μέχρι τώρα διακοπές της ζωής σας, μοιραζόμενοι τα πάντα (προσαρμόστε το παράδειγμα στις προτιμήσεις σας, προσθαφαιρώντας γκελάκια και γελάκια). Το φανταστήκατε;
Καμία Σχέση

Με εξαίρεση την παραπάνω κατάσταση, το πέταγμα πέτρας ήταν και είναι η πλέον ταπεινή δραστηριότητα, μια εκτόνωση χωρίς νόημα αφού προσφέρει: - είτε τον πιο δειλό και απελπισμένο εξορκισμό αρνητικών συναισθημάτων και προσωπικών δαιμονίων, όταν κάθε άλλη αντίδραση έχει αποκλειστεί
- είτε την πιο ανούσια διασκέδαση της πλήξης, όταν κάθε άλλη έχει αποκλειστεί, εννοείται.

Εξ ου και το «πετραδίζειν» όπως λέγεται στην Δ. Κρήτη είναι η πλέον παλιά έκφραση για την περιγραφή της κατάστασης του κωλοβαρέματος ή ψώλινγκ, της σαπίλας, ειδικά του αργόσχολου και του... κουτού. Έτσι, αν και πέτρες στα αστικά κέντρα δεν υπάρχουν πια, στη σλανγκ με πετσακο-επιρροές, η ερώτηση «πετραδίζεις;» είναι συνώνυμη του «πάλι ψωλαρμενίζεις/κωλοβαράς/κοπρίζεις; Ή, πιο σωστά, είναι απόκριση σε κάποιον που εμφανώς τον παίζει και από πάνω λέει και μαλακίες (βλ. παράδειγμα).

Ειδικά στο Ν. Χανίων, το πετραδίζειν έχει συνδεθεί με ανθρώπους συγκεκριμένης καταγωγής, αλλά δε χρειάζεται να εμβαθύνουμε τόσο.

*εκ του: «αναληθείς λίθοι», με καθίζηση.

- Κωστή, ακόμα μπουρδέλο είναι εδώ μέσα... κάνε και καμιά δουλειά ρε κουμπάρε...
- Μαααα, κάνω...
- Ρε συ Κωστή, πετραδίζεις να 'ούμε; Για σύνελθε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified