Ο υπερβολικά μεθυσμένος.
- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω!
Ο υπερβολικά μεθυσμένος.
- Τι να σου πω ρε 'συ; Τίποτα δεν θυμάμαι από χτες το βράδυ. Κατά τις 2 είχα γίνει κωλοτρυπίδι. Π;vς κατέληξα γυμνός στο ψαροκάικο και να με παίρνει το ρεύμα στα ανοιχτά, ούτε που ξέρω!
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!
Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.
Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.
Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.
Δες και τάρι-τάρι/ τάρι, τάριφμαν, Ομάρ Ταρίφ, ο, ταρίφα-ταρίφα, κιτρινιάρης, κίτρινη φυλή
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός του αγγλικού χαιρετισμού «cheers» και της τσίρλας. Δεν σημαίνει κάτι διαφορετικό από το cheers (τα λέμε, άντε γεια), αλλά ακούγεται αστείο. Χρησιμοποιείται πολύ και στον γραπτό λόγο στο internet.
Εγώ φεύγω γιατί έχω μάθημα σε μια ώρα, άντε cheerls.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και στην γλώσσα των αυτοσχέδιων αγώνων αυτοκινήτου/μηχανών, εννοώντας πως αφήνω τον άλλον πίσω, πως έφαγε την σκόνη μου κτλ. Χρησιμοποιείται κυρίως από σπατάνια, κάγκουρες και μπουρναζιώτες, που ειδικεύονται στις κόντρες
Και με το που άναψε το φανάρι πράσινο και ξεκινήσαμε έφαγε τσάγια το άτομο. Ούτε με κιάλια δεν με έβλεπε!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει αστεία, έχει πλάκα. Προκύπτει από το «αστεί(ο) + (εστι)άτορας». Λέγεται συνήθως ειρωνικά για κάποιον όταν δεν μας άρεσε το αστείο του.
Ο Γιάννης, μεγάλος αστειάτορας, τι να σου πω; Πιο πολύ γελάγαμε με τα μούτρα του παρά με τα αστεία του να φανταστείς.
Got a better definition? Add it!
Η πρόχειρη δουλειά.
Έπρεπε να γράψω την διπλωματική μου για να πάρω πτυχίο, όποτε έκανα εκεί ένα παπατζιλίκι και ξεμπέρδεψα.
Got a better definition? Add it!
Το ψέμα, η υπερβολή.
Πάλι παπατζιλίκια μου έλεγε ο Νίκος χτες για την γκόμενα του, που είναι και καλά μοντέλο.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά λέγεται έτσι ο οπαδός και παίχτης του Παναθηναϊκού από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Χρησιμοποιείται αντί για το «κότες», δηλαδή ότι φοβάται και τρέχει γρήγορα να φύγει.
Τι να μας πουν ρε και οι λαγοί, πέρυσι στη λεωφόρο μέχρι την Κηφισίας του κυνηγάγαμε.
Βλ. επίσης τσο και λο.
Got a better definition? Add it!
Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.
- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!