Πρόκειται δια συνδυασμό των λέξεων «καπότα» και «πακοτίνι», δηλωτικό μεγέθους του ανδρικού οργάνου. Ο δυστυχής άνδρας με όργανο μεγέθους πακοτίνι ή και μικροτέρου δεν δύναται να χρησιμοποιήσει προφυλακτικόν κανονικού μεγέθους αλλά μικρότερο. Πολλαί μάρκαι ενεφανίστησαν στην αγορά ύστερα από τη σχετική διαφήμιση εις την οποία πρωταγωνιστούσε ο τραγουδιστής Enrique Iglesias. Ήμαρτον κύριε...

Αρμόλαος: - Ευτέρπη, θα ήθελα να σου εξομολογηθώ ότι διαθέτω ατροφικό πέος!
Ευτέρπη: - Εεεε... βασικά..., δεν τίθεται θέμα, προμηθεύσου καποτίνια και βρες άλλην σχέση διατί χωρίζουμε εδώ και τώρα!» Αρμόλαος: - Μα διατίιιιιιιιιιιιιι!!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μετάφραση της αγγλικής φράσεως «The smaller the nest, the bigger the bird» και παραπέμπει το μέγεθος των θριχών της ανδρικής ηβικής χώρας και και στο κατ' αναλογία μέγεθος του πέους: εμπειρικαί έρευναι καταδεικνύουν ότι το πέος φαίνεται μεγαλύτερο άμα την κουρά των εν λόγω θριχών. Προσοχή: θα πρέπει να υφίσταται φωλιάν δια να «ευρίσκεται» το πτηνόν! Κοινώς: κουρά απλή και ουχί κουρά εν χρω (μτφ: ξύρισμα) προτείνεται!

Αφροξυλάνθη: - Μα Κλέων, το πέος σου φαίνεται μεγαλύτερο! Πώς συνέβη;
Κλέων: - Εκουρεύθην σήμερον! Άλλωστε, μικρή φωλιά ίσον μεγάλο πουλί!

Τόσο, με το συμπάθειο... (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επρόκειτο δια χαρακτηρισμό κατάστασις η οποία είναι εξαιρετικά δυσμενής δια τον λέγοντα (και εννίοτε δε κλαίγοντα)! Συνιρμηκώς προέρχεται παρά της λέξεως «πουταναριό». Ενδεχομένως, συμφωνα με άλλη ερμηνεία, αι καταβολαί της λέξεως προέρχονται από τον κόσμο των οίκων ανοχής και υποδηλεί (τοιαύτη λέξη) τον χαμηλής υποστάθμης οίκο ανοχής.

Κλέων, εν ώρα αναμονής στο ΙΚΑ: «Μα αγανακτώ και εξίσταμαι πλέον! Περιμένω εις την ουρά ήδη μίαν ώρα δια μίαν σφαγίδα μετ' υπογραφής!»

Μήτρουλας: «Εμ, κι τι να γίν' δηλαδ' κύριος; Δε ξες ούτι ιδώ γίνεται καραπουτσαριό;»

Got a better definition? Add it!

Published

Τοιαύτη λέξη προέρχεται παρά γνωστό «δικηγόρο» ο οποίος εσυννελήφθει από το μικρόφωνο του υποκλοπέα να ονοματίζει εαυτόν ως «πεντακαθαρίδης», λόγω ευθέων εξηγήσεων και υποτιθέμενης εντιμότητός του εν ώρα... εκβιασμού γνωστού επιχειρηματία! Διότι πλέον, τη σήμερον ημέρα η έννοια της εντιμότητος υφίσταται και εις τας κομπίνας, εις τας λοβιτούρας καθώς δε και εις τας πάσης φύσεως παρανομίας. Εύγε.

(Αντιγράφω αυτολεξεί ως απομαγνητοφωνήθειν εν ώρα ειδικής συνεδριάσεως της Βουλής, 18/11/2008)
Κοκοβίνος: «σου μιλώ παντελονάτα. Θέλω ένα ακίνητο και όχι τέσσερα που κάνουν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες. Σου μιλώ πεντακάθαρα και όμορφα. Πεντακαθαρίδης!» (sic).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ δημόσιος υπάλληλος. Προέρχεται δε από την συνήθειά των να προσάπτουν γιακά και μανσέτες μίας χρήσεως από τύπο σκληρού χάρτου. Ήτο φθηνότεροι εις τας εποχάς εκείνας. Όλα τα υποκάμισα ήτο τύπου «μάο», όπως ορθώς αντιληφθήκατε και ο γιακάς, χάρτινος ή υφασμάτινος, εφάρμοζε με κομβία εις το ύφασμα.

Αφροξυλάνθη: «Ο Αγαθοκλής επροήχθη εχθές και εκάλεσε μας εις τον τάδε καφενέ ίνα γιορτάσωμεν!»
Ισμήνη: «Σιγά τα ωά χρυσή μου! Ο χαρτογιακάς της εφορίας επροήχθη εις... αρχιχαρτογιακά!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν τοις πάσι, υπάρχουν γυναίκαι αι οποίαι ύστερα από πεολειχίαν θέλουν να ασπαστούν στο στόμα το σύντροφό τους μετά πάθους. Τοιαύτη κατηγορία γυναικών λέγεται «Φιλοπίππου», κατά το (λόφο) Φιλοπάππου.

Φαίδων: «Ώστε συνευρεθήκατε σεξουαλικώς μετά του γκομενακίου το οποίο σου συνέστησα; Εύγε! Πώς ήτο;»
Αρμόλαος: «Φρικτά λέγω! Ήλαβον μου πίπα, ετελείωσα, πτύει και ύστερον ήθελε να με ασπαστεί στο στόμα! Αίσχος λέγω!»
Φαίδων: «... όντως αίσχος!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, σοκολάτα-μπανάνα εστί ιδιαίτερως γνωστός συνδυασμός γεύσεων εις την κρέππα. Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως, αναφερόμεθα εις τα χρώματα τα οποία ενεφανίζονται εις (ανδρικά ως επί το πλείστον) τα (πρώην) λευκά εσώρουχα ύστερα από παραταμένη χρήση πολλών ημερών. Και δια όσους δεν δύνανται κατανοήσουν, Έμποσθεν: μπανάνα, όπισθεν: σοκολάτα. Αίσχος λέγωωω!

Αρμόλαος: «Άφεσον ταύτα φίλτατε Περικλή, έχω χρείαν επιγόντως αλλαγής εσωρούχων λόγω του ότι φορεσα το ίδιο προ ημερών και δεν έχω αλλάξει!»
Περικλής: «Κύριε ελέησον...! Σοκολάτα Μπανάνα μέλλει γενέσθαι!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστόν ξενοδοχείον εν Αθήναι. Πλην όμως, εν τιαύτη περιπτώσει αναφερόμεθα εις στον όρο Σοκολάτα-Μπανάνα δια τον πλέον κόσμιο και, τρόπον τινά, εξευρωπαϊσμένον τρόπον. Ήτοι, το απόλυτο αίσχος... αγγλιστί!

Παρακαλείσθε όπως μεταβείτε εις το λήμμα: Σοκολάτα-Μπανάνα. Αποτελεί πλήρης εξήγηση τοιαύτου λήμματος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ως γνωστόν, ως εισπράκτωρ ορίζονταν ο εργαζόμενος εις τα λεωφορεία, ο οποίος ήτο καθήμενος εν τω μέσω του οχήματος και εισέπραττε χρηματικό αντίτιμο του εισιτηρίου, ήτοι ναύλα.

Ο εισπρώκτορ (εκ των λέξεων: εισπράκτορας + πρωκτός) δεν εισπράττει χρήματα αλλά πέη παρά τον πρωκτό, ήτοι καυλ(ι)ά.

Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται αναλλοίωτη μετά της σχετικής κινήσεως (σχηματισμός κύκλου αυξομειούμενης διαμέτρου με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δηλωτικού της κινήσεως της πρωκτικής οπής του ομοφυλόφιλου κατά την... πρωκτοδιεύρυνση!).

Ευτέρπη: «Α, κοίταξον! Ο Νικόλας! Οποίος ανδρας!» Χαρίκλεια: «Ματαιοπονείς φιλτάτη! Ούτως ανήρ, εστί... τοιούτος ανήρ! Ήτοι εισπρώκτωρας!»
Ευτέρπη: «Οϊμέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μεγάλοι πόται γνωρίζουν ίσως τη φιάλη του ποτού ουίσκι φέρον την εμπορική ονομασία «100 pipers» ελληνιστί εκατό αυληταί.

Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης, οι Κρήται χωριάται περιοίκιοι αποκαλούν τιαύτο ουίσκι ως «Εκατό πίπες» δια λόγους συντομίας! Ευρηματικότατο, εάν και εφόσον το οινοπνευματοποτείον (κοινώς μπαρ) απασχολεί άνδρα και ουχί γυνή εις την θέσιν του μπαρ.

Μανούσος: «Μπρε συ, ήντα γίνεται εδά γύρω γύρω! Να μου βάλεις θέλει ένα από κιονά του ουίσκτσι, πώς το λένε δα, το εκατό πίπες; (μτφ: χαίρετε ω φίλε! Πώς διαβιώνεις; Θα ήθελες να μου σερβίρεις ένα ουίσκι, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομά του, εκατό πίπαι αν δεν απατώμαι;»)

Σήφης: «Εδά πάλι! Εξετέλεψε μπλιό! Θές ένα δίμπλε; (Ωωω, φοβούμαι πως τιαύτο ουίσκι έχει πλέον τελειώσει... θα ήθελε ανταυτού ένα dimple;»)

101 damnations, Σήφη, το Dimple μου μέσα! (από Vrastaman, 11/02/09)

Δες και Διακόσιες Πίπες. Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified