Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νίγκερ μπαθ (nigger bath): Το πλύσιμο μόνο των γεννητικών οργάνων, συνήθως λόγω έλλειψης χρόνου, κατά την προετοιμασία για ραντεβού που ευελπιστούμε να οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε σεξουαλική συνεύρεση.

Παραμένει αδιευκρίνιστο το κατά πόσο αποτελεί όντως συνήθεια των νέγρων.

- Κοίτα sms που μου έστειλε η Μαρία!
- (διαβάζει) «Θέλω επειγόντως παγωτό. Σε μισή ώρα ακριβώς να είσαι εδώ με το χωνάκι σου...». Καλή φάση! Έφυγες!
- Ρε μαλάκα, βρωμάω από την κορυφή ως τα νύχια. Πρέπει να κάνω ένα μπάνιο, πώς θα πάω έτσι; Δεν προλαβαίνω!
- Έλα μωρέ, κάνε ένα νίγκερ μπαθ και είσαι έτοιμος.

(από jesus, 05/06/10)Γιάννης Σερβετάς, Γιάννης ο όμορφος. (από patsis, 05/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξεζητημένη αργκό των γυμναστηρίων. Σημαίνει την απώλεια της γράμμωσης, κατά κανόνα στους κοιλιακούς (που είναι και το βαρόμετρο της φυσικής κατάστασης).

Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι είναι σαφώς χειρότερο να έχεις τις φέτες και να τις χάσεις, από το να μην τις είχες ποτέ, τότε θα καταλάβει την απελπισία που συνδέεται με αυτήν την κατάσταση.

- Τι έγινε ρε φίλε και έχεις τις μαύρες σου; Δεν έπαιξες πολλά κιλά πάγκο;
- Όχι ρε, δεν είναι αυτό. Απλά έχω απογοητευτεί γιατί μου βγήκε ο πάτος ένα χρόνο να χτίσω τη χελώνα, και μέσα σε ένα μήνα σβήστηκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά πρόκειται για δύο όρους:

  1. τοποθετώ: συνώνυμο για προχωρημένους του βάζω.

  2. κάπου ζεστά: αναφέρεται στο αιδοίο, το οποίο ως γνωστόν χαρακτηρίζεται από υψηλές θερμοκρασίες για να ευνοεί την τεκνοποίηση και γενικά προσφέρει ιδανικές συνθήκες για να τοποθετήσει κανείς (αυτο-αναφορικός ορισμός).

Συνήθως όμως, και για λόγους σλανγκικής αρτιότητας, οι δύο όροι χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα.

  1. - Ρε φίλε, πάει καιρός που είχα γυναίκα. Πρέπει επειγόντως να τοποθετήσω κάπου ζεστά.

  2. - Γνώρισα ένα καλό μουνάκι χτες και πήρα facebook.
    - Και πώς το βλέπεις; Θα τοποθετήσεις;
    - Έτσι λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Κως - Μπόχαλοι: Γιατί στην τοπική διάλεκτο το μπουκάλι το λένε μποχάλι.
  • Ρόδος - Τσαμπίκοι: Λόγω τοπικού ονόματος.
  • Θεσσαλονίκη - Καρντάσια ή Βούλγαροι: Καρντάσι είναι ο αδερφός στα τουρκικά. Παλιά έπεφτε πολύ κορόιδεμα από τους Αθηναίους επί του θέματος. Η Θεσσαλονίκη δε είναι γνωστή και ως Καρντασούπολη. Βούλγαροι: βούλγαρος.
  • Έβρος - Γκάτζοι ή Γκάτζολοι: Στο Σουφλί του νομού Έβρου παλαιότερα υπήρχαν πολλά γαϊδούρια, τα οποία τα έλεγαν αλλιώς και γκάτζους. Έτσι οι φαντάροι έβγαλαν κοροϊδευτικά την περιοχή Γκατζολία και έμεινε να φωνάζουν τους κατοίκους Γκάτζολους. Η ιστορική αμαξοστοιχία 604 ΕΒΡΟΣ ΕΞΠΡΕΣ καλείται και Γκάτζος Εξπρές. (βλ. Γκατζολία)
  • Πτολεμαΐδα - Καϊλαριώτες: Αυτό συμβαίνει γιατί η Πτολεμαϊδα λέγεται αλλιώς και Καϊλάρια. Επίσης λέγεται και λασποχώρι γιατί παλιά ήταν όλο λάσπες όταν έβρεχε.
  • Κοζάνη - Σούρδοι: Λέγονται έτσι διότι προσποιούνταν ότι δεν άκουσαν κάτι όταν φυσικά δεν τους συνέφερε. Και ενώ οι μεν υπόλοιποι Έλληνες τους δέχτηκαν με αυτήν τους τη νοοτροπία, οι δε Εβραίοι δεν κατάφεραν να στεριώσουν ούτε στιγμή στην περιοχή. Στα βλάχικα σούρδος σημαίνει κουφός/βλάκας.
  • Κέρκυρα - Παγανέλια ή Φρανκολαντσέρηδες: Αυτοί ονομάστηκαν έτσι γιατί παγανέλι στην κερκυραϊκή διάλεκτο σημαίνει περιστέρι και η Κέρκυρα (κυρίως οι πλατείες, αλλά γενικά όλη η πόλη της) είναι γεμάτη περιστέρια. Το φρανκολαντσέρηδες είναι άγνωστο από πού βγαίνει.
  • Ιωάννινα - Παγουράδες: Λέγονται έτσι, γιατί στη λίμνη στα Γιάννενα καθρεπτιζόταν το φεγγάρι και παλιά οι Γιαννιώτες έτρεχαν με τα παγούρια για να μαζέψουν και καλά το μαγικό νερό! (άλλη εκδοχή: παγουράς)
  • Λάρισα - Πλατυποδαράδες ή Πλατύποδες ή Τυρόγαλα: Αυτοί λέγονται έτσι λόγω του κάμπου που είναι επίπεδος και δεν βοηθάει στο σχηματισμό καμάρας στο πόδι. Το τυρόγαλα βγαίνει απ' το τοπικό προϊόν (τυρόγαλο).
  • Βόλος - Αυστριακοί: Πλήρης ανάλυση εδώ: Αυστριακοί.
  • Άρτα - Νερατζοκώληδες: Λόγω του ότι στην Άρτα έχουν πολλά νεράτζια και μεγάλους κώλους, άρα έχουν κώλους σαν νεράτζια.
  • Πρέβεζα - Σαρδέλες: Διότι λέγεται ότι βάζουν τις σαρδέλες στο κλουβί.
  • Αθήνα - Γκάγκαροι ή Χαμουτζήδες: Γκάγκαρο ήταν το βαρύ ξύλο που ήταν κρεμασμένο με σκοινί πίσω από τις αυλόπορτες, τις οποίες έκλεινε με το βάρος του (gaga στα τούρκικα το ράμφος). Γκάγκαρος λεγόταν επί τουρκοκρατίας ο Αθηναίος της ανώτερης κοινωνικής τάξης, ο οποίος στην πόρτα του είχε γκάγκαρο. Σημαίνει σήμερα ο γνήσιος Αθηναίος. Χαμουτζήδες: χαμουτζής
  • Φλώρινα - Απόγονοι της Γιουργίας: Γιατί η γιούργα ήταν η Γεωργία στα φλωρινιώτικα. Ήταν η μεγαλύτερη πόρνη της Φλώρινας. Απ' τις μεγαλύτερες βρισιές για τους Φλωρινιώτες.
  • Πόντος - Ντουντούμια / Τουρκούλια: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Λέσβος - Γκαζμάδες: Τη Μυτιλήνη τη λένε Γκασμαδία ή Κασμαδία οι φαντάροι που υπηρετούν εκεί, επειδή η στρατιωτική ζωή εκεί έχει πολύ σκάψιμο. Επίσης, υπάρχει και ο παλιός μύθος που λέει ότι (σύμφωνα με την από στόμα σε στόμα παράδοση των φαντάρων) όταν ήταν να φτιαχτεί το αεροδρόμιο της Μυτιλήνης, όλοι οι κάτοικοι πήγαν να συνδράμουν κρατώντας από έναν κασμά (και κανένας δεν κρατούσε φτυάρι ή σκαπέτι).
  • Καστοριά - Τσιρουνιάιδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Σέρρες - Ακανέδες: Λόγω του ότι στη πόλη των Σερρών φτιάχνονται ακανέδες (ένα είδος γλυκού σαν λουκούμι).
  • Πάτρα - Μινάρες: [w=minaras_135][μινάρας]8
  • Ηράκλειο - Σουμπερίτες ή Καστρινούς: Σουμπερίτες, διότι στην κατοχή ο Σούμπερ είχε την έδρα του στο Hράκλειο, και Καστρινούς επειδή το Ηράκλειο ονομαζόταν και Κάστρο.
  • Αγρίνιο - Βλάχοι: Έτσι τους αποκαλούν οι Μεσολογγίτες, οι οποίοι θεωρούν τον εαυτό τους πολύ διακεκριμένο.
  • Ναύπλιο - Κωλοπλένηδες: Οι Aργίτες τους αποκαλούν έτσι διότι πλένονταν στις τούρκικες τουαλέτες.
  • Άργος - Πρασάδες: Ως αντίποινα οι Aναπλιώτες τους έβγαλαν έτσι, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους.
  • Καβάλα - Ψαροκασέλες: Έτσι τους αποκαλούν οι Ξανθιώτες.
  • Αρκαδία - Σκορδάς ή Αβγοζύγης: Σκορδάς λόγω των τοπικών προϊόντων, και αβγοζύγης γιατί πρώτοι οι Αρκάδες πουλούσαν αυγά βάσει του μεγέθους τους (των αυγών).
  • Καλαμάτα - Σωματέμπορες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Κόρινθος - Λαΐδες: Γιατί Λαΐδα ήταν μια εταίρα της αρχαιότητας από την Κόρινθο.
  • Κρήτη - Πέτσακες ή Σβούρους: Μάλλον από Ρέθυμνο ή Ηράκλειο. Ο ορεσίβιος ή χωρικός που κατεβαίνει στην πόλη με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις ως προς γυναίκες, μπαρ κλπ με τα γνωστά αξεσουάρ (4x4, μαύρο πουκάμισο κλπ). Τείνει να αντικαταστήσει και στα Χανιά το «κούργιαλος». Σβούροι είναι οι κάγκουρες στην τοπική διάλεκτο.
  • Τρίκαλα - Κασέρια ή Σακαφλιάδες: Κασέρια λόγω τοπικού τυριού και Σακαφλιάδες λόγω του Σακαφλιά, ο οποίος έζησε την εποχή του Μεσοπολέμου, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και ήταν ο Δον Ζουάν της εποχής. Ήταν ένας ωραίος άντρας που είχε αναστατώσει την τρικαλινή κοινωνία με τα καμώματά του, ώσπου κάποιοι του στήσανε καρτέρι στα στενά σοκάκια του Βαρουσίου και τον μαχαιρώσανε (εξού και το γνωστό στιχάκι «Στα τρίκαλα στα δυό στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά»). Το σακαφλιάς κατά λέξη σημαίνει ο φίλος της σάρκας.
  • Πηγάδια Καρπάθου - Μπαλουξήδες: Η προέλευση είναι άγνωστη.
  • Απέρι Καρπάθου - Λαγοί: Αποκαλούνται έτσι από το αντίπαλο χωριό (Μενετές) γιατί δείλιασαν μπροστά στους Γερμανούς και έφυγαν, σε αντίθεση με τους ίδιους που έμειναν (απ' όπου προκύπτει και το όνομα του δικού τους χωριού).
  • Μενετές Καρπάθου - 300άρηδες: Όπως λέμε ότι κάποιος τα έχει 400, γι' αυτούς λένε ότι τα έχουν 300, δηλαδή ότι έχουν χαμηλή νοημοσύνη.
  • Σπόα Καρπάθου - Ζώα: Προκύπτει από λογοπαίγνιο (Σπόα - ζώα).

(Δεν δίνεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κορόιδο, ο κακομοίρης, ο καμένος.

Προέρχεται από το τουρκικό gheriz, που σημαίνει «αφελής, ιδανικό θύμα απάτης».

  1. - Χτες το Ακάνθους ήταν κηδεία, αλλά παρ' όλα αυτά ο Θοδωρής άνοιξε σαμπάνια.
    - Τι κυρίζι που είναι ώρες-ώρες...

  2. (τσεκάροντας το διπλανό τραπέζι)
    - Καλά ρε μαλάκα, αυτά τα κυρίζια ήρθαν αντροπαρέα τραπέζι στη Βίσση;
    - Ναι ρε, και πήραν και Haig τα κυρίζια.

  3. - Αγόρασα μια γαμάτη μπλούζα Sisley και... (διακόπτεται απότομα)
    - Ρε, Sisley φοράνε μόνο τα κυρίζια.

Καϊλας Βασιλάκης (από notheitis, 17/05/10)"Τη μαμά κι αν βρίζει, μια ζωή θα είναι πάντοτε κυρίζι." (από Cunning Linguist, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειος όρος από τη γειτονική μας Ιταλία. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τις ανεξέλεγκτες παραγγελίες, κυρίως φαγητού αλλά και ποτού.

Χτες φάγαμε τον άμπακο. Ο μαλάκας ο Θοδωρής παράγγελνε αβολοντέ. Και πέντε λεπτά πριν έλεγε ότι και καλά δεν πεινάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει αυτό που έχω κανονίσει (συνήθως αναφέρεται σε club και παρεμφερή κέντρα διασκεδάσεως). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε μορφή ερώτησης.

(δίνοντας 100 ευρώ στον μετρ και δείχνοντάς του το καλύτερο τραπέζι του μαγαζιού)
- Αύριο που θα ξανάρθω θέλω να είμαι αυτός.

(απευθυνόμενος στην υπόλοιπη παρέα)
- Ρε μαλάκες, σήμερα ποιοι είμαστε;

Σχετικό: αυτός είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει την προκαθορισμένη σειρά ενεργειών που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να εξασφαλιστεί η επιτυχία σε μια ευρεία γκάμα θεμάτων (συνηθέστερα όμως στην προσέγγιση του αντίθετου φύλου).

Τονίζεται ιδιαίτερα ότι το πρωτόκολλο πρέπει να τηρείται απολύτως κατά γράμμα. Σε αντίθετη περίπτωση, αφενός το αποτέλεσμα δεν είναι εξασφαλισμένο, αφετέρου αυτός που υπέπεσε στο λάθος θα υποστεί κατσάδα από τον ιδρυτή του εκάστοτε πρωτοκόλλου.

  1. - Πώς πήγε το ραντεβού χτες ρε τύρο;
    - Φίλε, ακολούθησα το πρωτόκολλο και δεν έχασα. Την πήγα στο Ζεν για ποτάκι, εκεί τα είπα πολύ καλά, και αφού υγράνθηκε το μωρό, την πήγα για μούρεμα στα δεντράκια παραδίπλα.

  2. - Χτες πήγαμε Ακρωτήρι και πήραμε στην αρχή ένα Σίβας, μετά μια κανάτα, και τέλος μια Μοέ.
    - Πρωτόκολλο...
    - Ναι ναι, και μετά γνώρισα ένα γκομενάκι και πήρα facebook. Και σήμερα το πρωί την πέτυχα online, οπότε πήρα και msn. Και μετά από άλλα 10 λεπτά, είχα πάρει και κινητό.
    - Πρωτόκολλο...

  3. - Πήγα στο σπίτι της Μαρίας με ένα μπουκέτο λουλούδια μπας και ψηθεί, αλλά δεν συγκινήθηκε ιδιαίτερα.
    - Ρε μαλάκα, δεν τα κάνουν αυτά τα λάθη.
    - Χέσε μας ρε Τέο με τα πρωτόκολλά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρίτο μέρος της τριλογίας βάζω / τοποθετώ / μπαίνω. Προφανώς σημαίνει «συνουσιάζομαι».

Με δεδομένη τη (σωστή) θεωρία του Φρόυντ ότι όλα σ' αυτήν τη ζωή γίνονται για το σεξ, καταλαβαίνει κανείς γιατί η τριλογία αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και την Αγία Τριάδα του καθημερινού σλανγκίζειν.

  1. — Πήγες ταμείο χτες με τη Μαρία;
    — Φίλε, πρέπει να στήσουν ανδριάντα στο πουλί μου. Στην αρχή μπήκα μαλακά, αλλά μετά έβαλα αργά και δυνατά.

  2. — Καλά ρε, γιατί μιλάς σ' αυτήν την κωλόχοντρη;
    — Μάγκα, σημασία έχει να μπεις. Άλλωστε, σβησθείσης της λυχνίος πάσα γυνή ομοία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified