Ιδιαιτέρως μειωτικός-απαξιωτικός χαρακτηρισμός που προφέρεται με υφάκι και τόνο ειρωνικό, χρησιμοποιείται δε προκειμένου να επειτείνει το χαρακτηρισμό μιας γυναίκας ως τιποτένιας. Αν και δεν υπάρχει διάκριση ηλικίας, συνήθως δεν χρησιμοποιείται όταν απευθυνόμαστε σε κοπέλα μικρής ηλικίας (αυτή θα είναι συνήθως ψωλίδι ή ψωλίτσα).

- Ρε μαλάκα, αφού ο Βάζελος είναι ομάδα της χούντας...
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε μαλάκα;
- Είδα χθες στην τηλεόραση τη γυναίκα του Παπαδόπουλου που το έλεγε!
- Ποιά μωρέ, αυτή η ψώλα... γάμησέ την αυτήν...

(από Galadriel, 27/11/12)

Βλ. και σχετικά λήμματα ψωλέτα, ψωλού, η, ψωλίστ, ξεψώλι, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υγρό απορρυπαντικό πιάτων στην στρατιωτική αργκό.

Προέλευση: άγνωστη, προφανώς κάποιος κάπου κάποια στιγμή το αποκάλεσε έτσι και πέρασε από στόμα σε στόμα δίχως να φιλτραριστεί, κλασικός ΕΣ δηλαδή.

(φαντάρος πλένει δίσκους στα μαγειρεία και τον πλησιάζει άλλος φαντάρος)

- Σειρά! ρίξε μου λίγο φάρμακο να πλύνω τα χέρια!
- Σκύψε ψηλέ να σου το βάλω υπόθετο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό του Ε.Σ. χαρακτηρίζει τον ανώτερο αξιωματικό (κυρίως με πόστο δίκα/υπόδικα) που φροντίζει τους φαντάρους της μονάδας του (τάγματος/συντάγματος κλπ) παρέχοντάς τους εξαιρετικά προνόμια όπως λ.χ. τιμητικές, άγραφες τα σου/κου, έξτρα ώρες ύπνου κλπ.

Σε αντιστάθμισμα της καλοσύνης του τις περισσότερες φορές ο φανταροπατέρας εμφανίζει ένα ιδιαίτερα σκληρό και αυστηρό πρόσωπο απέναντι στους φαντάρους, είναι λάτρης της πειθαρχίας και καμπανιάζει αβέρτα, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν νοιάζεται, άλλωστε το κάνει για το δικό τους καλό όπως θα έπραττε και ένας πατέρας για τα παιδιά του.

(Τον όρο μου είχε μεταφέρει όταν υπηρετούσα στην βασική εκπαίδευση κάποιος λοχίας αναφερόμενος στον δίκα του κέντρου)

- Λοχία μας έχει αλλάξει τα φώτα ο διοικητής, φόβος και τρόμος.
- Πάτε καλά ρε; Ο άνθρωπος είναι φανταροπατέρας! Αλλά πού να καταλάβετε, είστε νέοι ακόμα... Περιμένετε να πάτε στις μονάδες...
- Εγώ τα έχω κανονίσει θα πάω ΓΕΣ με τη μία.
- Στρατηγός ή πολιτικός;
- Μητροπολίτης
- Αυτά είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ματούρ φάση 45-50+, χήρα ή ζωντοχήρα, συναντάται στην επαρχία και ευδοκιμεί ιδίως στις παραμεθόριες περιοχές όπου υπάρχουν στρατόπεδα, τρελαίνεται για φαντάρους και οι φαντάροι τρελαίνονται γι' αυτήν, δεν το κάνει για χρήματα το κάνει γιατί γουστάρει τα χοντράδια, ίσως η μοναδική περίπτωση σύγχρονης Ελληνίδας που γουστάρει με τρέλα τα φαντάρια εκεί που οι υπόλοιπες τα απαξιώνουν

Οι φανταρομάνες δεν έχουν την αποδοχή της κλειστής κοινωνίας όπου ζούνε αφού οι συντοπίτες τους τις θεωρούνε πουτάνες, ίσως έτσι μπαίνουν και αναπόφευκτα -τρόπον τινά- στο τριπάκι της συχνής συναναστροφής με φαντάρους καθώς αυτοί είναι περαστικοί και ακομπλεξάριστοι, ενώ ο περίγυρος ουσιαστικά τις έχει απομονώσει (κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου).

Ως επί το πλείστον τις φανταρομάνες ανακαλύπτουν και καπαρώνουν τα επόπια και τις κρατάνε έξω από τα φώτα της δημοσιότητας και σε στενό κύκλο καθ'ότι μοναχοφάηδες.

(διάλογος ΕΠΟΠ-φαντάρου)

- Απόψε έχω διανυκτέρευση.
- Πού θα πας, θα κάτσεις σπίτι;
- Όχι ρε θα πάω στη Σούλα να ξεφορτώσω.
- Ποια Σούλα;
- Δεν την ξέρεις, μια φανταρομάνα από δω.
- Θα μου την γνωρίσεις και μένα;
- Όχι.
- 143 και σήμερα ρε
- Σκάσε.
- Δε σε χάλασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ρωμαλέοι(!) και τριχωτοί όρχεις.

Συνων.: αρχιδάρες, καμπανέλια
Αντων.: αρχιδάκια, αρχιδούλια, αρχιδουλίνια

- Πάλι σκατά έγραψα στ' αρχαία! Αντί για περισπωμένες έβαζα ουμλάουτ! Πάλι τ' αρχίδια μου θα του δώσει ο Παπαπέτρου ο καργιόλης στο εξάμηνο!
- Τι σκας ωρέ! Γράψ' τον στους τσοχανταραίους σου τον μαλάκα!
- Τι σημαίνει τσοχανταραίοι ρε;
- Εγώ θα σου πω; Μπες στο slang.gr να δεις μόνος σου...

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ιταλικό sampogna και στη συνέχεια zampogna, ένα πνευστό μουσικό όργανο, το οποίο διαδίδεται και προς τη δύση (π.χ. γαλλ. zampogne) και προς την ανατολή, όπου το δανειζόμαστε ως τσαμπούνα ήδη από τον Μεσαίωνα.

Από εκεί και το ρήμα τσαμπουνίζω και το σημερινό τσαμπουνάω, που σημαίνει μιλώ πολύ και φλύαρα και που προφανώς γεννήθηκε από την αναλογία ανάμεσα στην επίμονη φλυαρία και στον μονότονο ήχο της τσαμπούνας.

Κατόπιν της ανωτέρω άσκοπης επίδειξης ετυμολογικών γνώσεων, τσαμπουνάω στην καθομιλουμένη σημαίνει «ξεφουρνίζω».

- Έλα! Delicious!Ο Barriccelo είμαι ρε!
- Έλα ρε φίλος! Πού είσαι, έρχεσαι; Εγώ έχω φτάσει 20 λεπτά τώρα, είμαι χωρίς ομπρέλα κι έχω γίνει λούτσος!
- Ρε φίλος... κάτι προέκυψε και δε θα μπορέσω να 'ρθω...
- Τι έγινε ρε φίλος;
- Να μωρέ... η μάνα μου έφυγε για δουλειά και άφησε τη χύτρα στη φωτιά και μού' πε να την κλείσω σε 2,5 ώρες και...
- Τι αρχιδιές μου τσαμπουνάς ρε φίλος! Τι μαγειρεύετε και θα κάνει τόση ώρα για να βράσει, κανά τσουμπακάμπρα;
- Πού το θυμήθηκες αυτό ρε φίλος! θυμάσαι σε κείνο το Χ- Files που ο Μόλντερ...
- Άστο ρε μάγκα! Το γάμησες και ψόφησε να πούμε! Μην ασελγείς πάνω του! Τα μελέ...

Βλ. και τσαμπου(ρ)νάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για υπερήλικα που, λόγω της υπό κατάρρευση εξωτερικής του εμφάνισης, μοιάζει σα να γεννήθηκε σε άλλες γεωλογικές περιόδους.

Ο όρος ανατρέχει πίσω στα 90's και είναι παρακαταθήκη της ταινίας Τζουράσικ Παρκ, η οποία έκανε γνωστή στο ευρύ κοινό την Ιουρασική περίοδο βάζοντας το λιθαράκι της στο οικοδόμημα της εγχώριας αργκό.

Συνων. εσχατόγερος-γρια, ζομπόγερος-γρια, γκραβούρα (για γριές).

- Μλκ! Τι τζουράσικ είν' αυτό!
- Σκάσε βλάκα, η γιαγιά μου είναι. - Και τι;
- Ναι, σωστά...

Ινσέψιο: τζουράσικ παίκτης τζουρά  (από σφυρίζων, 19/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανίζουσα απόδοση της σλανγκικής έκφρασης «τα σπάει».

Προέρχεται από την φιλο-ετική τάση των σλανγκιστών (τάση να διαμορφώνονται οι λέξεις με την κατάληξη -έτο). Ίδετε και γκομενέτο (ή απλά νέτο), κολπέτο, Μπεμπέτο κτλ.

(σ.ς. δέον να συνοδεύεται από την λέξη carnal που, στα ισπανικά, αποδίδει το αμερικανικό brother των nigaz.)

- Ρε συ Μητσάρα, τώρα στ' αλήθεια σ' αρέσει αυτό που τρως;
- Τα σπαέτο μάγκα...
- Πώς είναι έτσι ρε φίλε! Λες και είναι σάπιο φαίνεται!
- Στ' αρχίδια μου.
- Στο στόμα σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τύπος έλληνα οδηγού

ο Τάσος οδηγεί με το χέρι του ταρίφα να κρέμεται έξω από το παράθυρο συνήθως κρατώντας τσιγάρο, το αμάξι του είναι πάντοτε πλυμένο και ελάχιστα πειραγμένο (διαφορά με κάγκουρα), φοράει γυαλί ηλίου χειμώνα-καλοκαίρι και κάνει συχνά περάσματα από μπουρνάζι για να κοζάρει καταστάσεις (ομοιότητα με κάγκουρα), εκείνο που τον διακρίνει είναι η ώριμη οδηγική του ικανότητα δεν θα κάνει υπερβολές όμως θα το ανοίξει εκεί που πρέπει (διαφορά με κάγκουρα), περνάει το όχημα από το μάτι της βελόνας ελισσόμενος με χαρακτηριστική άνεση ενώ την ίδια στιγμή αστειεύεται για το δύσκολο της μανούβρας που όμως για τον ίδιο είναι πις οφ κέικ αλλά ποτέ δεν θα το παραδεχτεί γιατί αυτός είναι ο Τάσος.

Τέλος, ο ορίτζιναλ Τάσος έχει μαλλί με χαίτη από τα 80's (διαφορά με κάγκουρα)

- Έλα ρε περνάω να σε πάρω με τ'αμάξι
- Όχι ρε άσ' το έχει κλείσει το κέντρο λόγω πορείας.
- Αγόρι μου...θα περάσω μέσα από την πορεία και θα νιώσουν μόνο το αεράκι στα μαλλιά τους...
- Όπα ρε Τάσο!

Σχετικοάσχετο (από Khan, 25/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τάγκα (και τα λοιπά στρινγκοειδή) για τον μπάρμπα ηλικίας 50+.

Έτσι το έχει πιάσει (ίσως επηρεασμένος και από την αντίστοιχη έννοια στα μηχανοκίνητα http://en.wikipedia.org/wiki/Targa_top).

- Κούκλα μου τι τάργκα είναι αυτό που φοράς! Έλα να σε καθίσω λίγο στα γόνατα να σε παίξω...
- Άντε χάσου πορνόγερε.
- Εσύ χάνεις ...........................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified