Η συντομογραφία του αγγλικού by the way (btw), όταν γράφουμε μεν ελληνικά, θέλουμε δε να το πούμε αγγλικά, αλλά λόγω βαρεμάρας χρησιμοποιούμε το ελληνικό αλφάβητο στο πληκτρολόγιό μας, αντί του αγγλικού. Τα γράμματα βτς είναι τα αντίστοιχα των btw.

Συνώνυμο: παρεμπίπταμπλυ

Βτς, σου είπα ότι πρέπει να αλλάξεις επιτέλους άβαταρ; Δεν σου πάει αυτό, πάει και τελείωσε.

βλ. και βοχ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αναγκάζομαι να εμφανιστώ κάπου ή να κάνω κάτι εντελώς τελείως απροετοίμαστος, αιφνιδιασμένος, σε μη κόσμια κατάσταση...
    Σιχαμερή παραλλαγή της έκφρασης με την τσίμπλα στο μάτι. Όπως δηλαδή μας βρήκε κάποιος ή κάτι πριν καλά-καλά προλάβουμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας και να καλοξυπνήσουμε και να είμαστε εμφανίσιμοι, το ίδιο συνέβη όχι απλώς πριν καλά-καλά πλύνουμε τον κώλο μας, αλλά την ώρα που ακόμα δεν είχαμε καλοχέσει...

  2. Ίσα που προλαβαίνω, στο τσακ.

1α. Γάμησέ τα, με το σκατό στον κώλο πήγα στα εγκαίνια, αχτένιστη, άβαφη, με τα ρούχα του σπιτιού, δεν πρόλαβα ούτε λεφτά να πάρω μαζί μου...
1β. Ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, δεν βιαζόμαστε, άσε με να ετοιμαστώ, με το σκατό στον κώλο θα έρθω;
2. Ίσα που προλάβαμε το αεροπλάνο, με το σκατό στον κώλο φύγαμε για το αεροδρόμιο...

βλ. και μου έχει γίνει χοτ-ντογκ, χελωνάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπούρου-μπούρου, το μπίρι-μπίρι, το λεκτικό σεξ, το καμάκι, το μπλα μπλα, όλα όσα λέγονται γύρω από το σεχ, αλλά δεν γίνονται...

Από το γερμανικό sprechen (μιλάω).

Κοίταξε μανάρα μου, ωραία όλ' αυτά, αλλά ας αφήσουμε για λίγο το σπρέχεν... Καλό, δε λέω, αλλά να μη δούμε και στην πράξη τι γίνεται;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποτε δεν υπήρχαν οικιακές συσκευές όπως πχ τα πλυντήρια πιάτων και ρούχων. Ως εκ τούτου χρειαζόντουσαν ανθρώπινα χέρια. Ακόμα κι ένα μικροαστικό σπίτι όπως αυτό του Κάφκα είχε υπηρετικό προσωπικό, ήτοι μια πλύστρα και μια μαγείρισσα οπωσδήποτε. Όσο πιο πλούσιος ήσουν, τόσο πιο πολλά άτομα είχες να σε υπηρετούν.

Όσο πιο παλιά πάμε στον χρόνο, τόσο πιο συνηθισμένο ήταν να αντιμετωπίζονται οι υπηρέτες σαν τα αντικείμενα με τα οποία αντικαταστάθηκαν στις μέρες μας... Ο υπηρέτης όφειλε να υπακούσει λες και του πάταγες το ον/οφ κουμπάκι του. Πολλοί νοικοκυραίοι ήταν καλοί και το υπηρετικό προσωπικό έβρισκε μια καλή δουλειά δίπλα τους. Όταν όμως δεν συνέβαινε αυτό (πράγμα όχι σπάνιο), ο υπηρέτης υφίστατο την κακομεταχείριση και τις προσβολές των κυρίων του.

Τότε ήταν που λογαριάζονταν ως δούλος, ακόμα πιο δούλος από αυτόν των αρχαίων χρόνων (όπου η λέξη δεν είχε τη σημερινή βαρύτητα, ήταν αυτό που ήταν χωρίς την κοινωνική κριτική που φέρει σήμερα).

Οι ελληνίδες κυρίες, αφότου έπαψαν να σκουπίζουν τον κώλο τους με πέτρες και φύλλα, αποφάσισαν ότι είναι ισάξιες των ευρωπαίων οικοδεσποινών, οι οποίες, παρά την αποτρόπαιη σνομπαρία τους, αν μη τι άλλο είχαν και μια παράδοση στην αριστοκρατοσύνη τους και δεν είχαν ανέβει απότομα αυτό το σκαλί (άσε που η αριστοκρατία της Δύσης έδωσε, εκτός από καταπίεση, και μια ώθηση προς το πολιτισμικότερον, ενθαρρύνοντας την τέχνη, το πνεύμα κλπκλπ: μην ξεχνάμε ότι ο γαλλικός Διαφωτισμός τράφηκε στους κόλπους της).

Όταν λοιπόν οι ελληνίδες κυρίες αποφάσισαν ότι είναι ανώτερες των υπηρετών τους, άρχισαν να εμφανίζονται στα ελληνικά οι προσβλητικές λέξεις: «το δουλικό», «το δουλί», «το λαδικό». Λέξεις σε ουδέτερο γένος άρα πιο προσβλητικές (φέρνει πιο πολύ σε αντικείμενο), καίτοι αναφερόμενες πάντα σε γυναίκες, πρώτον γιατί το γυναικείο μένος ξεσπά συνήθως ενάντια στο ίδιο φύλο, δεύτερον γιατί άντρες υπηρέτες δεν υπήρχαν πολλοί.

Εκτός από τους έτσι κι αλλιώς παλαιάς κοπής πλουσιέξ, η σημερινή πλουτοκρατία νέας κοπής, μεταξύ των οποίων και πολλά ψάθινα καπέλα που το παίζουν δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, πνεύμα, τέχνη, κλπκλπ αλλά μεγαλώνουν τα παιδιά τους με Φιλιππινέζες τις οποίες τραβολογούν και στις διακοπές μαζί τους, αυτή η φάρα ελλήνων που δεν πληρώνει το ΙΚΑ στην οικιακή βοηθό, που την έχει δει αριστοκρατία με πισίνες και βιλάρες, που καταξοδεύεται στα κομμωτήρια και στα μπουζούκια και στο θέατρο, που με το που μπαίνει η νέα σεζόν αδειάζει τα ράφια των καταστημάτων ένδυσης, που οδηγεί τσερόκι, που είναι μες την κομπίνα και τη λαμογιά, που που που που που, έχει αναπτύξει νέα καλολογικά επίθετα για το είδος: ξεκινάμε από το μαλακό «παραδουλεύτρα» (πάει εκείνο το παλιό «ψυχοκόρη») και μετά πάμε κατευθείαν στα «δουλάρα», «δούλα», Φιλίππα, «Αλβανό», ξεσκατώστρα, παραπουλεύτρα κλπ.

Οι λέξεις αυτές δεν υποτιμούν απλώς το επάγγελμα και την κοινωνική θέση των γυναικών αυτών, αλλά και τον χαρακτήρα τους σε σχέση με αυτά των κυριών τους πάντα... Έτσι πχ η λέξη «λαδικό» σημαίνει και την πονηρή, την πουτανόψυχη, την δευτεράντζα, την πρόστυχη, κλπ (παρ.4).

Τέλος, τα καλολογικά αυτά επίθετα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από κάποιον που δεν τα εννοεί, αλλά θέλει να δείξει τον τρόπο έκφρασης των νεόπλουτων αυτών οικογενειών (παρ.1)

  1. Κατάλαβες η Αντωνία; Και καλά κουλτούρα να φύγουμε, αλλά να η αμαξάρα, να το γκαζόν στο εξοχικό της στο ξερονήσι, έχει και το δουλικό να της βαστάει το μωρό να μην ασχολείται, και το παίζει και κουρασμένη κι από πάνω, καλό ε;;;;

  2. - Ωχ! Έριξα κάτι ψίχουλα στο πάτωμα... Κάτσε να τα μαζέψω μην τα πατήσουμε.
    - Ε πάρε και συ μια δούλα καλέ να σε βοηθάει να κάνεις το σπίτι, χαζή είσαι;

  3. Δε φτάνει που μου την έσπασε τη τζαμαρία, αλλά μου την είπε κι από πάνω η δουλάρα κι έφυγε, κι έμεινα χωρίς βοήθεια!

  4. - Καλό κοριτσάκι η Στέλλα.
    - Είναι ένα λαδικό αυτή...

κι αυτό λαδικό είναι... (από BuBis, 27/10/09)λαδικό! (από BuBis, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Αποστομωτική όσο και τζούφια απάντηση γονιού (μάνας κυρίως) προς το παιδί το οποίο αναρωτιέται γιατί, πχ, δεν πρέπει να τρώει τις μύξες του ή να τρώει με τα χέρια, ή να ουρλιάζει αντί να μιλάει, ή να ξύνει το τέτοιο του μπροστά στους καλεσμένους κλπκλπκλπ, όταν δηλαδή το παιδί θέτει ερωτήματα τα οποία εκνευρίζουν τον γονιό, καθότι αυτός δεν προλαβαίνει ή δεν γνωρίζει ή δεν έχει την υπομονή να αναλύσει τους λόγους εκπολιτισμού για τους οποίους ισχύουν αυτές οι απαγορεύσεις των έμφυτων ανθρώπινων τάσεων.

Έτσι λοιπόν, και μεις μεγαλώνοντας χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση όταν δεν θέλουμε να δώσουμε εξηγήσεις για κάτι το οποίο θεωρούμε αυτονόητο ή το επιβάλλουμε στους άλλους.

Παρομοίως απαντάμε: γιατί κλάνει το γατί, «γιατί έτσι γουστάρω», «για να ρωτάς», «επειδή.», «γιατί δεν σου πέφτει λόγος» κλπ.

  1. - ΜΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! Αμάν πια ρε Γιώργο!!! ΠΟΣΕΣ φορές θα σου πω να μην κολλάς τις μύξες κάτω από το τραπέζ;;; Είναι σιχαμένο!
    - Γιατίιιιι;;;
    - Γιατί έτσι, τι γιατί! Πήγαινε πλύνε τα χέρια σου μέχρι να τις μαζέψω!

  2. - Έκανα κάτι;
    - Μπα, όχι...
    - Ε και γιατί βρε γλυκιά μου μού κάνεις μούτρα;
    - Γιατί έτσι.

  3. - Ρε συ κλείσε αυτή την πόρτα επιτέλους!
    - Γιατί; Τι σε πειράζει να μείνει ανοιχτή;
    - Γιατί έτσι.

(από Vrastaman, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published

Συνονθύλευμα πιτσιρικίων, μαρίδα.

Δεν λέγεται όμως μόνο για παιδάκια. Το λένε και οι σαρανταφεύγα και άνω, για να περιγράψουν τη νεολαία, δηλαδή εφήβους μέχρι και 22 ετών περίπου, οι οποίοι φαίνονται σαν μικρά παιδιά, στα μεγάλα και σιτεμένα μάτια τους...

  1. - Δεν ήξερα ότι έχετε και κλαμπάκι στο χωριό σας!
    - Ναι, αλλά πολύ πιτσιρικαρία ρε φίλε...
    - Ε τι περίμενες να έχει, γεροξούρες σαν και σένα ρε μαλάκα;

  2. Πρέπει να βρεθεί τρόπος να μας έρθει και πιτσιρικαρία στο σλανγκρ, να φρεσκάρουμε το λεξιλόγιό μας λιγάκι...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται για κάποιον που είναι τόσο μαλάκας κι άχρηστος, τόσο σκατένιος, ώστε δεν τον θέλει ούτε ο Χάρος. Κάτι παρόμοιο με το «κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» -αν και κττμγ δεν υπάρχει κακό σκυλί, αλλά κακός «ιδιοκτήτης» του, τέσπα.

Την έκφραση άκουσα από μεγάλη γυναίκα χωριού.

- Δεν τον βλέπω καλά τον κυρ-Μήτσο, θεία...
- Μπα... σκατά δεν παίρνει ο Χάρος παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη-αντίκα. Λέγεται για τον τιποτένιο άνθρωπο, του οποίου η αξία ζυγίζεται με το βάρος του σε σκατά, λέμε τώρα. Το λέγαν οι παλιοί για άτομα τα οποία ήταν πχ. επικίνδυνα ή εγκληματικά στοιχεία, πολιτικοί αντίπαλοι, χαραμοφάηδες, ροκάδες, μαλλιάδες, γιεγιέδες, ο,τιδήποτε τεσπα δεν ήταν του γούστου τους.

  1. - Σου έχω πει χίλιες φορές να μην κάνεις παρέα με αυτούς τους σκατάδες!
    - Μα παππού, είναι καλά παιδιά!

  2. - Τι ψήφισες παππού στις εκλογές;
    - Ψήφισα αυτό που ψηφίζω πάντα, όχι τους σκατάδες που ψηφίζετε εσείς οι υπόλοιποι στην οικογένεια...

και comecacas... (από BuBis, 11/11/09)(Σ)καταλυτικό συγκρότημα στην ιστορία της σκα (από Vrastaman, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified