Έκφραση που συμβολίζει τα αγγλικά του κώλου τα οποία μιλάνε οι γκρηκ λόβερζ προκειμένου να πηδήξουσι κανα ξενόφερτο παστάκι κατά τη διάρκεια του πολυδιαφημισμένου καυτού ελληνικού καλοκαιριού.

Η έκφραση περιλαμβάνει τα βασικά, ώστε απ' όπου και να προέρχεται η κορασίς, να μπορεί να γίνει κατανοητή η πρόθεση του τοπικού καλλονού.

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει τον συγκεκριμένο τύπο ανδρός.

Εκτός όμως από το καμάκικο της ιστορίας, χρησιμοποιούμε την έκφραση και γενικότερα, για να περιγράψουμε το χαμηλότατο επίπεδο των γνώσεων της αγγλικής κάποιου.

  1. - Γνώρισα έναν γκόμενο...
    - Καλός;
    - Ε, για καμιά ξεπετούλα καλός. Λιγάκι me you bed μου κάνει, αλλά νταξ.

  2. - Έκανα αίτηση για δουλειά στου Κ.
    - Με τι προσόντα ρε μαλάκα;
    - Υπολογιστές, αγγλικά, ε, αυτά.
    - Ρε πού πα ρε Καραμήτρο! Αφού τα αγγλικά σου είναι me you bed στην καλύτερη ρεεε!

βλ. και τηλεγραφικά ιταλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σα να βάζω καθρέφτη μπροστά στα μούτρα του άλλου, να τα δει να φρικάρει και να πάει από κει πού 'ρθε. Τον στέλνω δηλαδή, με ξόρκι το ίδιο του το κακό του χάλι. Το εσωτερικό, κυρίως.

Με την ίδια του την εικόνα, όταν κάποιος αναγκάζεται να την δει ολοκάθαρα, μπορεί και να τραβήξει μεγάλο ζόρι. Γιατί πάντα νομίζουμε ότι είμαστε κάτι άλλο από αυτό που οι τρίτοι βλέπουν. Είτε εμφανιστακά, είτε ψυχικοδιανοητικά.

Ε, και όπως καταλαβαίνεις, τον έστειλα καθρέφτη με όλα όσα έχει κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Το κομμάτι, ο κόμματος.

- Ρε συ... Το τεμάχιο το πρόσεξες;
- Καλόοοοο...

(από Khan, 30/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Τα «ροζ» είναι τα πρώτα σημάδια της περιόδου η οποία, συνήθως, δεν έρχεται μπαμ, αλλά εμφανίζεται με τις εισαγωγικές αυτές αχνές κηλίδες της ελάχιστης ποσότητας αίματος που προηγείται του όλεθρου και της καταστροφής παντός σχεδίου, ψυχικής ισορροπίας, επαφής.

Τα ροζ μπορεί όμως να σημαίνουν και κάποια ελαφράς μορφής αιμορραγία, πχ στα μισά του κύκλου, πράγμα που μπορεί μεν να είναι φυσιολογικό, αλλά μπορεί και να σημαίνει διάφορα: ορμονική διαταραχή, εμμηνόπαυση, ασθένεια, πολύποδα, και άλλα όμορφα.

Ακόμα και στον γιατρό, έτσι περιγράφεται αυτό το φαινόμενο.

Ασίστ Μες, στο λήμμα καφέ:

«Σούπω βρε ιρον, τώρα που το λίνκιασες, και τα «ροζ» να ανεβάσουμε, αυτά τα πρώτα πριν, που τα βλέπεις και αρχίζεις το μοιρολόγι που δεν θα μπεις στην θάλασσα, που τσάμπα έκλεισες για την Αράχωβα στράφι θα πάει η κρεβατάρα κλπ, α;»

- Ο κύκλος σας φυσιολογικός;
- Εεμμ... είχα ένα προβληματάκι τον τελευταίο μήνα, εμφανίστηκαν λίγα ... εχμ... ροζ, ξέρετε... και μετά σταμάτησαν. Να ανησυχήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που, είτε ως προς την εμφάνισή της ή ως προς τις διαθέσεις της, εκπέμπει πολύ αγριάδα κιέτσ'. Αγριάδα φετιχιστική, αγριάδα φεμινιστική, αγριάδα ροκ, πάντως κάτι που φέρνει σε ατίθασο και ανεξάρτητο και επιθετικό συγχρόνως.

Το ντύσιμό της δεν είναι απαραίτητα αντροπρεπές. Μπορεί δηλαδή να σκάσει και με μίνι μέχρι την σκωληκοειδίτιδα. Αλλά το στυλάκι θα είναι «εγώ θα σου πω, μωρό, τι θα μου κάνεις, όχι εσύ», στάση που μπορεί να έχει εφαρμογή από το κρεβάτι μέχρι κάθε άλλη δραστηριότητα του καθημερινού βίου, από τον οικείο και τον παρτενέρ μέχρι τον οδηγό της νταλίκας στην εθνική οδό, και που βασίζεται στην άποψη ότι «η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα».

Παρόλο που η ανωτέρω περιγραφή είναι πολλά υποσχόμενη, μια τέτοια γυναίκα δεν είναι πάντα όμορφη.

Συγγενές λήμμα: νταλικέρης.
Αντώνυμο: σεξουλιάρα.

Ρε συ είδα την Χ. στον δρόμο και τρόμαξα να τη γνωρίσω... Από παρθενοπιπίτσα που ήταν, έγινε ένα αγριόμουνο ολκής, απίστευτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Ύφασμα που συναντάμε συνήθως σε λεπτά μπουφανάκια. Γυαλιστερό ψευτοσατινέ, με εμφανείς πυκνές ραφές σε σχήμα ρόμβου, θυμίζει πάπλωμα, εξού και η ονομασία.

Ο τρόπος ραφής αυτός (αγγλιστί Quilting) έχει σκοπό την συγκράτηση των παραγεμισμάτων του υφάσματος, ώστε με το φόρεμα ή το πλύσιμο ή το καθάρισμα να μη σβωλιάζουν.

Η φίρμα που έχει καλής πχιόττας παπλωματέ ρούχα είναι η Burberry, την οποία πια και η κουτσή μαρία γνωρίζει, βλ. μήδι (εννοώ βλ. μήδι για το Μπέρμπερι, όχι για την κουτσή μαριά).

Σαν καλός αθλητής, φοράω από κάτω μια μαύρη φόρμα (έχω βαρεθεί πια τα χρώματα γενικώς) και από πάνω ένα μαύρο μπουφάν από εκείνα τα παπλωματέ, που και ελαφριά είναι, και σε προφυλάσσουν από το κρύο άμα ιδρώσεις.
από το ΚΛΙΚ

SINGLE BREASTED MULTI QUILT BELTED COAT (από ironick, 14/02/10)(από HODJAS, 16/02/10)

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στην έκφραση «πατημένος σαραντάρης / πενηντάρης» κόκ, λέγεται δε και στο θηλυκό. Σημαίνει αυτόν που όχι μόνο έχει μπει για τα καλά στην αντίστοιχη γκάμα ηλικιών, αλλά το δείχνει κιόλας, του φαίνεται δηλαδή.

- Μαλάκα, γνώρισα μια γκόμενα τις προάλλες, τύφλα νά 'χει το Λίλιαν σου λέω...
- Έλα ρε, ποια; Την ξέρω;
- Μπορεί, είναι η Τατιάνα, η γειτόνισσα του κουμπάρου της ξαδέλφης του μπατζανάκη του περιπτερά της γωνίας.
- Ρε συ, αυτό είναι γαμώ τα πουρά! - Ε όχι και πουρό το κορίτσι!
- Ε όχι και κορίτσι η πατημένη πενηντάρα ρε αούγκανε...
- Ε, τεσπα δεν της φαίνεται.
- Καλά, δες καλύτερα κάτω από τον σοβά...
- Μπα, δεν φορά μακιγιάζ.
- Ε τότε κάποια μπαγαποντοπλαστική έχει η φάβα...
- Καλά, νταξ, μην πάρεις...

Got a better definition? Add it!

Published

Τα «προσεχώς» του κινηματογράφου, διακωμωδημένα επί το λαϊκομποστικόν, σε έναν ανύπαρκτο πληθυντικό.

Να αναφέρω επί τη ευκαιρία τη μετάφραση που έδινε ένας φίλος στον αντίστοιχο αγγλικό όρο shortly: «κοντούτσικα» (επίρρημα).

- Πάμε κανα σινεμά; - Μόνο αν παίζει κάτι εδώ κοντά. Βαριέμαι να τρέχω.
- Μμμ, δε νομίζω, είχα περάσει τις προάλλες και στα προσεχά έδειχνε μια αμερικλανιά ολκής.
- Ε άσ' το τότε. Προτιμούσα κανένα πουτοπάει να σου πω την αλήθεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους άλλους ορισμούς, σημαίνει και το πολύ βαρύ φαγητό. Συνήθως το λέμε για εξαιρετικά χοληστερινούχα εδέσματα, αλλά και φαγητά που γενικά πέφτουν βαριά στο στομάχι, όπως πχ το στιφάδο. Έχοντας φάει κάτι απ' αυτά νιώθεις πράγματι σα να έχεις μια μπόμπα μέσα σου έτοιμη να εκραγεί.

- Ωραίο το φαγητό σου μωρό, αλλά ειδικεύεσαι στις μπόμπες βλέπω...
- Έλα μωρέεε, μόνο λίγο μπέικο είχε μέσα, τυράκι, μαγιονέζα, λίγη κρεμούλα και δύο αυγουλάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα χαλασμένο αντικείμενο, ή που έστω μας εκνευρίζει επειδή δεν κάνει σωστά τη δουλειά του. Μπορεί να είναι μηχάνημα, ρούχο, εξάρτημα, οτιδήποτε δηλαδή μπορεί να είναι και ένα γαμίδι, ας πούμε.

Άλλα συνώνυμα, αλλά μόνο για συσκευές: καβουρδιστήρι, μπουρί.

  1. από το παράδειγμα του λήμματος πηγαίνω τάπες:
    - Άργησα να φύγω από το σπίτι, και το πήγα τάπες μέχρι την Κόρινθο χωρίς ανάσα και ανέβασε θερμοκρασία το μπουρδέλο!

  2. - Τι θα φορέσεις απόψε στου Τάσου; Το ΜΜΦ σου, κλασικά;
    - Δεγκζέρω ρε πστ, πάχυνα και δε μου μπαίνει πια το γαμημένο το μπουρδέλο...

Joe Dassin - Billy le Bordelais (από allivegp, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified