Ύβρις προς τον Μαλάκα, ο οποίος τυγχάνει και καραφλός. Είναι που είναι μαλάκας δηλαδή, είναι και σαν ξυρισμένο μουνί (κι ας αρέσει αυτό).
- Τι είπε τώρα το καραφλόμουνο;
Ύβρις προς τον Μαλάκα, ο οποίος τυγχάνει και καραφλός. Είναι που είναι μαλάκας δηλαδή, είναι και σαν ξυρισμένο μουνί (κι ας αρέσει αυτό).
- Τι είπε τώρα το καραφλόμουνο;
Got a better definition? Add it!
Ο καθένας, πας εις, πας έκαστος, κάθε καρυδιάς καρύδι -συνήθως με την απόχρωση του «ο κάθε μαλάκας».
Έκφραση που σχηματίστηκε εξαιτίας της δύσκολης κλίσης της αντωνυμίας πας (θηλ. πάσα, ουδ. παν). Επικράτησε το πιο εύηχο (η πάσα), αλλά με το αρσενικό άρθρο. Πιθανόν να έγινε το λάθος (ή να διατηρήθηκε) και για λόγους ρυθμού, προσωδίας, μελωδίας, ευφωνίας κουτουλουπού.
Μια φιλική συμβουλή: στη θέση σου, δε θα έβαζα τη φωτογραφία του παιδιού μου φόρα-παρτίδα στο διαδίκτυο, να την κατεβάζει ο πάσα ένας άγνωστος / άσχετος ή κακόβουλος και να την κάνει ο,τι θέλει.
(νέτι)
Βέβαια, δημοσιογραφική ταυτότητα μπορεί να έχει ο πάσα ένας αλλά από τη στιγμή που εκπροσωπεί ένα Μέσο και το Μέσο δικαιούται μιας ή περισσοτέρων διαπιστεύσεων, μπορεί να τον εκπροσωπεί επίσης ο πάσα ένας, και αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστό. (νέτι)
Θανατική να εφαρμοστεί ποινή από το κράτος
σαν μαστουρώσει κι ευθυμεί ο πάσα ένας πάτος
(από το τραγουδάκι «Άμα το λέει η σούφρα σου»)
βλ. και πασαένας
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.
Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.
- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...
Got a better definition? Add it!
Εϊτίλα σλανγκιά, από τις πρώτες, νομίζω, που έκαναν τον σοβαρό ελληνικό κόσμο να επιβεβαιωθεί οριστικά για το τραγικό γεγονότο ότι η γλώσσα μας έχει φτωχύνει.
Χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους εφήβους, κόλλησε κάπως και στους μεγαλύτερους, και μετά πέθανε. Τώρα λέγεται μόνο από λείψανα των ογδόνταζ.
Σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά είναι και έκφραση πασπαντού αντί του «όχι», ή αντί άλλης κουβέντας η οποία θα μας δυσκόλευε να την πούμε, ή αντί εισαγωγής στον κυρίως λόγο μας, κλπ.
Το καμία τονίζεται ιδιαιτέρως ναζιάρικα.
Πώς πάει, πήγες για ψώνια;
- Μπα, καμία σχέση.
- Αγάπη μου, σε παρεξήγησα.
- Καμία σχέση, δεν πειράζει...
(γκάλοπ)
- Ποια η γνώμη σας για την ακρίβεια;
- Εεεεεε ... (κομπλάρει), χιχι! (έχει τρακ), εμ, να σας πω, να, καμία σχέση, η γνώμη μου είναι ότι τα πάντα είναι πολύ ακριβά...
Got a better definition? Add it!
Πέρα από σαχλή προσφώνηση μωρού κοριτσιού (τ. «μπέμπα» κι έτς), ή όνομα κατοικιδίου, σημαίνει και την τροφαντή (αλλά όχι απαραιτήτως νόστιμη) κοπέλα, η οποία επί πλέον δίνει την εντύπωση της μπεμπέκας.
Λέγεται γούτσικα, πειρακτικά ή/και υποτιμητικά. Μπορεί επίσης να ειπωθεί (ειρωνικά πάντα) και για καμιά ξεμωραμένη μιλφ.
Επίσης λέγεται και από μηχανόβιους για τις μηχανές τους (οι οποίοι ως γνωστόν έχουν ένα θέμα φροϋδολιμπιντικό με δαύτες, το οποίο υποθέτω πως κατάγεται από την εποχή των φοράδων), όπως βλέπουμε εδώ...
Εν μέρει συνώνυμο με την λολίτα.
Αρσενικό: μπουμπούκος - καμία σχέση.
- Ωραίο το μουνάκι που χτύπησε ο Ισίδωρας;
- Νταξ, λίγο μπουμπού αλλά θα στρώσει.
Τι το παίζεις μπουμπού μωρή ξεκωλόγρια, δε σε παίρνει αφού ...
- Έλα μωρούλι μου, έλα μπουμπού μου, κάτσε πάνω στο παπί μου.
μπουμπου στη μεσογειων:
σε είδα,ησουν στην μεσογείων σε χτύπησε ένα μηχανάκι και έσπασες το προφέσιοναλ κινιτο σου (νοκια).αντεδρασες γρηγορα-τρομερα αντανακλαστικα αλλα εισαι λιγο αδυναμος και εχεις παχυνει λιγο,σα βαρελακι εχεις γινει.εισαι τρελλη μπουμπου. η κοπελια απο τα φλοκα.
(από το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα (νεαρή συνήθως) που υπερβάλλει (από φυσικού της όμως) τόσο πολύ στις χαρακτηριστικά γυναικείες κινήσεις και νάζια, που θυμίζει κραγμένη αδελφή.
Ως εκ τούτου δεν την παρομοιάζω με τον νταλικέρη.
πάσα: Χαλικού (και Βράστα) από το σχόλιό του στο μπάι.
Είναι βέβαια και δε ρεαλ θινγκ, βλ. εδώ.
Got a better definition? Add it!
«Κάνω οχτάρια» σημαίνει οδηγώ ή παραπατώ σε βηματισμό που θυμίζει το σχήμα 8. Γιατί είναι αδύνατο να πάω ίσια.
Οφείλεται στο μεθύσι ή σε ζάλη. Όταν αφορά την οδήγηση, είναι αποτέλεσμα κάποιας λανθασμένης (ή ξεπίτηδες καγκούρικης) κίνησης.
Με ρώτησε η μάνα του αν ήπιε πολύ χθες ο γιος της, τι να της πω, ότι είχε γίνει ντίρλα και παραπάταγε και έκανε οχτάρια, και ότι τελικά πήρα εγώ το αυτοκίνητο αλλά το στουκάραμε στη μάντρα; Ε της είπα ότι φταρνίστηκε και του ξέφυγε το τιμόνι.
Τρεκλίσματα: ζεϊμπεκιά, οχτάρια, στρέκλα-δίπλα.
Got a better definition? Add it!
Οι ουσιώδεις πληροφορίες, το παρασκήνιο ή τα κουτσομπολιά που εντοπίζονται κάτω από την επιφάνεια μιας γενικότερης πληροφορίας, κάτω δηλαδή από αυτό που εμφανίζεται επισήμως.
Κάποιοι το χρησιμοποιούν με την έννοια του μειονεκτήματος. Τραβηγμένο (ή από λάθος), αλλά θα κόλλαγε, εφόσον κάτι μη εμφανές και παρασκηνιακό είναι και βρώμικο ή προβληματικό (έλα, σας έκανα και ρίμα).
Από το γαλλικό dessous (από κάτω) και όχι από το dessus (της επιφανείας), αλλά επειδή και τα 2 προφέρονται στα ελληνικά «ντεσού», γίνεται γαμώ τα ρδεμπέματα, βλ. τελευταίο παράδειγμα, αρ. 6.
- Τα έμαθες; Η Μιμίκος και η Μαίρη παντρεύονται.
- Πώς; Αφού μισιούνταν!
- Εμ, έπεσε έρωτας.
- Δε μπορεί, πρέπει να μάθουμε τα ντεσού της ιστορίας. Κάτι παίζει εκεί.
Τα «ντεσού» μιας αύξησης μετοχικού κεφαλαίου
Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΠΑΕ Παναθηναϊκός για να κλείσει η ταμειακή τρύπα είναι κάτι που αναμενόταν και είναι εντελώς ανεξάρτητο της διάθεσης συμμετοχής του καθενός εκ των μετόχων. Γεννά, όμως, μια σειρά ερωτημάτων στα οποία απαντά ο Δημήτρης Κριτής. Ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης έχει το ρεπορτάζ από το ΔΣ.
Τα ντεσού ενός προξενιού
Από τη στιγμή που ο Γ. Παπανδρέου ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Φ. Κουβέλη για συνεργασία στο Δήμο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης στα πρόσωπα του Γ. Καμίνη και του Γ. Μπουτάρη, ξεκίνησαν τα σενάρια για το μέλλον των σχέσεων ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη Δημοκρατική Αριστερά.
Το ντεσού από το δείπνο με τον Μαρινάκη
Το βράδυ της Δευτέρας (17/1), ο Βαγγέλης Μαρινάκης παρέθεσε δείπνο στους δημοσιογράφους -ρεπόρτερ- του Ολυμπιακού και κατέθεσε τις σκέψεις του για την ομάδα του Ολυμπιακού, τις μεταγραφές, τον Μιραλάς, τον Βαλβέρδε, αλλά και για τον Πατέρα.
Τα <<ντεσού>> από το show της Βίσση στον Alpha
διάλογος στο νέτι:
Έχω έναν φίλο.Κέρδισε 100.000 ευρώ σε ένα παιχνίδι.Δεν το ξέρει κανένας παρά δυο-τρεις.Ένας κολλητός του εγώ κι άλλος ένας(;).Μου είπε ότι άλλαξε η ζωή του.Τον έκοψα όχι απλά χαρούμενο αλλά αποφασισμένο.Τρέχει και δεν φτάνει.Είχε και χρέη και τώρα φαντάζει ανακουφισμένος.Το μόνο ντεσού είναι ότι αρχίζει να αναθεωρεί την σχέση του.
...
γνωρίζονται μεταξύ τους; να τους γνωρίσετε. το μόνο ντεσού είναι ότι θα αρχίσουν να αναθεωρούν την σχέση με τα λεφτά.
τι είναι το ντεσού;
...
Ντεσού:στα γαλλικά de choux=κατάγεται απ΄τα λάχανα=ελληνική ερμηνεία:σιγά τα λάχανα.
(Σς: εδώ ελπίζουμε ότι κάνει Βρασταμάνειο πλάκα. Γιατί αφού ξέρει πώς λέγεται το λάχανο στα γαλλικά, ε, θα ξέρει και το σωστό)
...
Εγώ ήξερα ότι το ντεσού είναι μειονέκτημα.
....
Με αναγκάζετε να γίνω πάλι σπαστικός!
Τα ντεσού(γαλλικά dessus)είναι τα από κάτω,τα κρυφά.Δεν είναι οπωσδήποτε μειονεκτήματα.Τα ντεσού μιας υπόθεσης πχ δεν είναι τα μειονεκτήματά της αλλά τα κρυφά της στοιχεία.Μάλιστα όπως το προφέρουμε στα ελληνικά σημαίνει ακριβώς το αντίθετο(dessous=τα από πάνω,τα φανερά).
(Σς: άλαν ντάλον).
Got a better definition? Add it!
Όταν μας ρωτάνε για κάποιον φίλο ή φίλη αν είναι όμορφοι και μεις ξέρουμε ότι δεν είναι, δεν μπορούμε να το πούμε, αλλά λέμε «συμπαθητικός / -ή»...
Got a better definition? Add it!
Άντρας ή γυναίκα με πρόσωπο όχι απαραιτήτως άσχημο, αλλά που μοιάζει με καρτούν, έχει δηλαδή κάτι το αστείο, ή που θυμίζει ζωάκι, ή που, απλά, είναι συνηθισμένο μέχρι αηδίας. Κυρίως όμως λέγεται για ασχημόπαπα.
- Τι λέει η καινούργια γειτόνισσα;
- Γαμώ τα παιδιά.
- Ωραίο μουνί;
- Συμπαθητική.
- Με άλλα λόγια: μπάζο.
- Όχι μωρέ, απλώς είναι λίγο φάτσα καρτούν.
- Μανάρα;
- Στρουμφ.
Got a better definition? Add it!