Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συναντάμε στην έκφραση Έγινε της κακομοίρας, που σημαίνει: έγινε μεγάλη αναστάτωση.

Αντί παραδειγμάτων, συνώνυμα:

Έγινε

  • της μουρλής
  • της πουτάνας
  • της πόρνης
  • της κατίνας
  • της κικής
  • της πιπίτσας
  • της φωφώς
  • της γωγώς
  • το έλα να δεις
  • χαμός
  • της μουρλής το πανηγύρι

κλπ κλπ

Got a better definition? Add it!

Published

Καβγαδίζω πολύ έντονα.

- Χθες οι από κάτω σφαζόντουσαν όλη νύχτα και δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι.

(από electron, 03/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν ερεθιστικός. Για τις γυναίκες δεν χρησιμοποιείται ειρωνικά, συνήθως.
Για αντικείμενα: μπορεί και να σημαίνει ζόρικο, νευρικό, κλπ

  1. Κοίτα το τέρας που κάνει και τον καυλιάρη...
  2. Πολύ καυλιάρα γκόμενα η Ανίτα!
  3. Πήρα ένα αυτοκίνητο πολύ καυλιάρικο (ακολουθεί ατελείωτη και βαρετή περιγραφή του αυτοκινήτου).

(από Khan, 03/10/12)

Βλ. και καβλιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήθεν ερωτικός.

α. Πολύ τον σεξουλιάρη μας παριστάνει ο Μάκης...
β. Σεξουλιάρα γκόμενα, αλλά δεν την πήδαγα με τίποτα.
γ. Αγόρασα ένα φόρεμα πολύ σεξουλιάρικο. Να δούμε πού θα το φορέσω...

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεθεώνω, εξουθενώνω, εξαντλώ κάποιον, κυρίως στο σεξ, με ευχάριστο (;), αναπάντεχο, αλλά πάντα κουραστικό τρόπο (παράδειγμα 1).

Προέρχεται από το όνομα «Κατίνα», λαϊκό χαϊδευτικό του «Κατερίνα», όνομα που κατέληξε να περιγράφει γυναίκες που έχουν όπλο τους το κουτσομπολιό και διαβατήριο για την προώθησή τους στην κοινωνία το εντυπωσιακό γαμήσι.

Ο όρος έχει και γενικότερη χρήση, με την έννοια της κακομεταχείρισης (παράδειγμα 2)

  1. - Πώς ήταν χθες; - Άσε, με ξεκατίνιασε, είμαι κομμάτια...
    - Είναι που δεν ήθελες, μαλάκα.

  2. Χθες τσακώθηκα με τον γέρο μου γιατί μου ξεκατίνιασε πάλι το αυτοκίνητο προσπαθώντας να το βγάλει από το γκαράζ.

βλ. και ξεκατινιάζομαι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίεργη προσφώνηση, με αφορμή μάλλον την γαλλική λέξη allez (που προφέρεται αλέ και σημαίνει πηγαίνετε με την έννοια του άειντε). Σημαίνει: την κάνουμε Λούης, τιγκανά κλπ.

- Τι ώρα είναι;
- Έξι και τέταρτο.
- Πρέπει να φύγουμε!
- Αλέκος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που οδηγεί πολύ ανυπόμονα μέσα στην κίνηση, κολλάει στον μπροστινό του, μαρσάρει, σπινιάρει, βγαίνει δεξιά-αριστερά, ανάβει φώτα, κάνει τέλος πάντων ό,τι μπορεί για να αποδείξει ότι όλοι όφειλαν να βρίσκονται στο σπίτι τους ώστε να οδηγεί ελεύθερος στον δρόμο, μόνος. Αν όμως βρεθεί μόνος του δεν κάνει τίποτε απ' όλ' αυτά. Άρα είναι απλώς άλλος ένας τύπος που επιδιώκει την προσοχή μας με τον τρόπο του.

- Ποιος σου την έριξε εδώ; (δείχνει τον πίσω προφυλακτήρα)
- Μου είχε κολλήσει ένας καυλοτίμονος στην Σταδίου μες την κίνηση και για να του την σπάσω το κοκάλωσα, να πέσει πάνω μου και να με πληρώνει, το αρχίδι.

(από Galadriel, 22/12/09)καί σε αμαξά. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο παρωχημένη λέξη για την πολύ ωραία γυναίκα.

- Φοβερή μουνάρα η Γεωργία!
- Ναι, καλό μουνί!

Shakira, Shakira! (από Vrastaman, 26/08/08):) (από mariahomorfi, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.

- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified