Παλιά έκφραση. Λέγεται όταν κάποιος σκοντάφτει (και καλούα για να μην πέσει). Λέγεται και όταν έχει ήδη πέσει, κοροϊδευτικά.
ΓΚΝΤΟΥΠ.
- Όρθιοοοος!
Παλιά έκφραση. Λέγεται όταν κάποιος σκοντάφτει (και καλούα για να μην πέσει). Λέγεται και όταν έχει ήδη πέσει, κοροϊδευτικά.
ΓΚΝΤΟΥΠ.
- Όρθιοοοος!
Got a better definition? Add it!
Αντιγράφω κατά λέξη από τη Λεξιλογία, επειδή α. εμείς δεν το έχουμε, β. η Λεξιλογία δεν δίνει παραδείγματα βγαλμένα από το νέτι:
το παλμαρέ, το παλμαρές = record of achievements, list of achievements, palmarès
παλμαρέ (το) {άκλ.} κατάλογος νικητών ή επιτυχιών σε αγώνα, διαγωνισμό κ.λπ.: «στο μπάσκετ, το παλμαρέ τού Άρη είναι μοναδικό» (εφημ.). [ΕΤΥΜ. < γαλλ. palmarès < λατ. palmaris «αυτός που αξίζει να λάβει τον κλάδο τού φοίνικος (ως σύμβολο νίκης)» < palma «παλάμη - φοίνικας (μτφ. βραβείο, έπαθλο)»]. (ΛΝΕΓ)
Στα γαλλικά είναι και ο κατάλογος των βραβευμένων, ο κατάλογος των νικητών — και η λέξη που συστήνεται να χρησιμοποιούν για το hit parade. Στα ελληνικά είναι συνήθως αυτό που λέμε «ενεργητικό», π.χ. πρόσθεσε άλλη μια νίκη / άλλον έναν τίτλο στο παλμαρέ του > to his record, to his credit, under his belt.
Ελάχιστοι (260:32.000, Altavista) λένε «το παλμαρές» επειδή η γαλλική λέξη προφέρεται με τελικό σίγμα. Αλλά επειδή είναι μετρημένα στα δάχτυλα τα ουδέτερα σε –ές (το εξπρές, το ντεπιές, το προτσές και κάποια ουσιαστικοποιημένα επίθετα: το λυκαυγές, το πρανές, το βεληνεκές), οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τη λέξη σαν όλες τις καλές γαλλικές λέξεις σε –έ, από το βεσέ και το γκισέ ως το τουπέ και το φουαγέ.
Ο Θοδωρής Χατζηθεοδώρου ετοιμάζεται να προσθέσει σήμερα στο παλμαρέ του τον 28ο τίτλο της καριέρας του.
Νέες κορυφές θα κατακτήσει τα επόμενα χρόνια ο Νίκος Μαγκίτσης, ο Βολιώτης ορειβάτης, που έχει στο παλμαρέ του αναβάσεις στα πιο ψηλά βουνά του πλανήτη.
Εμπνευστές και δημιουργοί της ελλαδικής εταιρείας νανοτεχνολογίας, NanoPhos AE, οι Ιωάννης Αραμπατζής και Βασίλης Θεοχαράκης, βραβεύτηκαν τον Ιανουάριο του 2008 από τον ίδιο τον πρόεδρο της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, για την καινοτομία των προϊόντων τους, αποσπώντας το 1ο βραβείο καινοτομίας στην έκθεση 100% Detail, του Λονδίνου. Στο παλμαρέ των διακρίσεών τους συναντάμε τις βραβεύσεις στη World Expo 2010 της Σανγκάης και στη Διεθνή Έκθεση Οικοδομικών Υλικών BIG5, του Ντουμπάι…
-όλα από το δίχτυ.
Got a better definition? Add it!
Πανηλίθια έκφραση που βαστάει από τα σχολικά μας χρόνια, παρόλ' αυτά χρησιμοποιείται ακόμα.
Θα το πούμε όταν κάποιος μας τη λέει και μεις έχουμε στερέψει από αντεπιχειρήματα (επειδή ο κάποιος μάλλον έχει δίκιο). Έτσι λοιπόν περνάμε στην επίθεση και του απαντάμε: «Είσαι και φαίνεσαι». Ενίοτε λέμε σκέτο «Είσαι». Δηλαδή, εσύ που μου πετάς την κακία (ή την καλία) είσαι μια από τα γίδια και όχι μόνο είσαι, αλλά κάνει μπαμ το πράμα, φαίνεται από μακριά.
Αυτό συνήθως είναι απάντηση σε αρνητικό χαρακτηρισμό του άλλου, αλλά μπορεί να ειπωθεί και τιραμισουρεαλιστικά, κάπως όπως γίνεται και με το τι είπες (ρε) για τη μάνα μου; που μπορούμε να το πετάξουμε στο άσχετο για να λήξει η κουβέντα (και πιθανόν να ανοίξει γαυγάς).
Το πλήρες ποιηματάκι είναι:
Είσαι και φαίνεσαι
κι απ' τη μύτη κρέμεσαι
και στο βόθρο χέζεσαι / πλένεσαι
[και στη γέφυρα σκουπίζεσαι (!)]
Και εκατομμύρια παραλλαγές, εννοείται.
Στο γούγλε απαντάται κυρίως ως τίτλος άρθρου και μάλλον λίγο διαφορετικά: όχι δηλαδή ως ανταπάντηση, αλλά κατευθείαν ως θέση. Το λέει δηλαδή ο κατηγορών και όχι ο κατηγορούμενος.
- Α γαμήσου ρε αρχιδομούρη!
- Αρχιδομούρης είσαι και φαίνεσαι ρε μουνί!
- Είπες κάτι για τη μάνα μου;
...
(ακολουθεί μπουνίδι)
- Δεμπάμε να δούμε καμιά ταινία;
- Είσαι και φαίνεσαι.
Got a better definition? Add it!
Το Αγαπημένο λινκ μας, το Favorite.
Το έβαλα στις φαβορίτες αλλά δεν το κράτησε, τι κάνω λάθος γιατρέ;
Got a better definition? Add it!
Σπάνια λέξη (δεν τη βρήκα στο νέτι), που σημαίνει σκαλίζω μετά μανίας και τα κάνω όλα άνω κάτω, πιθανόν δε να κάνω και θόρυβο. Σκαλίζω με σκοπό να βρω κάτι, πχ σε μια ντουλάπα, σε ένα συρτάρι, ή σκαλίζω ένα γαμίδι μπας και το διορθώσω, κττ.
Πρέπει να είναι παλιά λέξη και να έχει πέσει σε αχρηστία. Την έχω ακούσει από σημερινούς 60-70άρηδες.
Έκανα μια σκέψη μπας και προέρχεται από παραφθορά του ρ. σγαρλίζω (ή ζγκαρλίζω ή σγκαρλίζω= σκάβω το χώμα όπως οι κότες), που απαντάταιι σε όλη την Ελλάδα (Γιάννενα, Μεσσηνία, Γορτυνία (βλ. παράδειγμα 4).
disclaimer: δεν βάζω το σγαρλίζω σε ξεχωριστό λήμμα, γιατί είναι πολλές φορές καταγεγραμμένο στο νέτι.
Τον έψαχνα σε όλο το σπίτι και τελικά τον βρήκα να σκαραπαταλεύει μέσα στην αποθήκη, έψαχνε λέει μια πένσα.
- Πού είναι το τηλεκοντρόλ;
- Το πήρε ο Σάκης γιατί είχε χαλάσει. Το σκαραπαταλεύει με τις ώρες, δεν νομίζω να διορθώνεται.
Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
από δω
Επήρα με σεβασμό πάλι το κασμά, έσφιξα τα δόντια στο στόμα μου, να μη κλάψω και με το μαλακό και από μακρύτερα το χώμα, της πέτρας άρχισα να σγαρλίζω, την πέτρα να ξεχώνω.
από δω.
Got a better definition? Add it!
Dum spiro spero στα λατινικά σημαίνει: «Όσο αναπνέω, ελπίζω».
Εννοείται ότι οι μαθητές λατινικών στα σχολεία θα το λογοπαίζανε με μιας: «Dum spiro, σπέρνω» -«όσο αναπνέω σπέρνω», δηλ. χύνω.
Δηλωτικό της αντρικής σεξουαλικής ευρωστίας.
Μπαμπαδισμός αν όχι προ-παππουδισμός.
Βλ. και το ίδιας εποχής Ω ξειν αγγέλειν γονεύσι ότι τήδε κοιμώμεθα τοις κείνων χρήμασι τρεφόμενοι.
Got a better definition? Add it!
Τα δάκρυα. Εκφράσεις: αρχίζω τα ζουμιά, με πιάνουν τα ζουμιά, με παίρνουν τα ζουμιά.
Τα χύσια, κυρίως τα γυναικεία (μουνόχυμα, μουνόγαλα, μουνόγαλο), αλλά και τα αντρικά (αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα).
Πάντα στον πληθυντικό.
βλ. και με παίρνουν τα σορόπια ορισμός 2.
1.α. Δεν ξαναπάω μαζί σου σινεμά, σε κάθε ταινία σε πιάνουν τα ζουμιά, ρεζίλι με κάνεις!
1.β. Πάνω που πάω να της κάνω μια σοβαρή κουβέντα για τη σχέση μας, την πιάνουν τα ζουμιά και δεν βρίσκω το θάρρος να της πω ότι χωρίζουμε.
Κολπικά υγρά: βρέχονται βρακάκια, ζουμιά, μουνιαγάρας, μουνικά, μουνόγαλα/μουνόγαλο, μουνόσαλτσα, μουνόφτυμα, μουνόχυμα, μουνοχύσια, σιντριβάνι.
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος που πάσχει από πτηνομορφία: ξερακιανή μούρη, στο προφίλ θυμίζει πουλί, δηλ. έχει γαμψή μύτη, κοφτό πηγούνι και κατεβατό προγούλι. Κάτι αντίστοιχο με τον μπιφτεκογέρακα.
Σλανγκ παραλλαγή της λέξης πτηνόμορφος (που έχει κυριολεκτικά χαρακτηριστικά, πχ αντικείμενο -αγγείο, λαβή μαγκούρας, ειδώλιο θεότητας κλπ- που έχει ένα κεφάλι πουλιού την άκρη).
Αυτοί που κομπλάρουν με την εμφάνισή τους επειδή είναι πουλόμορφοι, να ξέρουν ότι, όπως λέει η εφημερίδα, θαύματα κάνει η ορθογναθική χειρουργική και στη διόρθωση του προγναθισμού (μεγάλη κάτω γνάθος), της πτηνομορφίας (μικρή, ατροφική κάτω γνάθος) και της ασυμμετρίας του προσώπου.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται όταν κάποιος μας λέει παπαριές λες και θέλει να πιστέψουμε ότι τις πιστεύει. Από τις κλασικές γειώσεις. Υπονοούμε ότι ο ομιλών τα έλεγε αυτά σαν σε όνειρο.
Παρομοίως: «πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται», «σύνελθε», «ξεκόλλα», πού τραγουδάς, «πες μας κι άλλα / τραγούδησέ μας κι άλλο», καλά, τραγούδα κλπ.
- Με 34.000€ Mercedes-Benz C 180 Blue Efficiency ( 1,6 156 αλογα) :iconcool: οσοι το εχουν λενε τα καλυτερα ή αν δεν θες Αστερι πηγαινε στο Mazda 6 1,8 με τα 155 αλογα.
- και μετα ξυπνησες..
- Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝ 11.(ΤΟΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ)Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ,ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΙΝΕ Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΥ ΘΑ ΤΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΟΥΝ ΔΙΟΤΙ ΚΡΥΒΕΙ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ!!!!
- και μετά ξύπνησες
- Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
- Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;
(από τον ορισμό μαρσπιέ(ς) του Νάκα, σε μας εδώ.
όλα διχτυωτά
Got a better definition? Add it!