Στον πάγο. Σε αναμονή. Όπως οι συσκευές όταν δεν τις απενεργοποιούμε εντελώς τελείως.

Λέγεται για ανθρώπους, καταστάσεις, συσκευές.

Από το αγγλικό standby με προφορά α λα ζάπι ή κοακόλα...

Υπερθετικός: είμαι οφ, είμαι οφλάιν.

- Τι έγινε με τη Ρούλα ρε ψηλέ; Καιρό έχετε να βρεθείτε, σ' έχει βάλει πρόγραμμα;
- Ναι το πουτανάκι, μ' έχει σταμπάι μία βδομάδα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός (όχι ντε και καλά σλανγκ, αλλά μάλλον, προς το παρόν, ανήκει στο λεξικό αυτό) για τα γκαφρά, ο οποίος θαρρώ έρχεται από το νεοπλουτέ στρώμα, το παπακαλιατέ ας πούμε.

Ακούγεται χλιαρή λέξη, αλλά πιστεύω ότι είναι ωμότερη (και το μήνυμά της βαθύτερο και η πρόθεση του λέγοντος υποτιμητικότερη) από το να μιλήσεις στα ίσα για χρήμα, φράγκα, μπαγιόκο, υλικά αγαθά, κλπκλπ.

Κι αυτό γιατί, λέγοντας «ύλη», αφενός χρησιμοποιούμε μια πολύ μικρή λέξη, η οποία ξαφνιάζει, γιατί τρυπάει σαν καρφί τα αυτιά μας με τον ρυθμό εκφοράς της και με τα διαπεραστικά της φωνήεντα και με το ειδικό της βάρος, αφεδύο καθότι είναι λέξη-υπεκφυγή (δηλ. την λέμε για να μην πούμε στα ίσα «χρήμα» κλπ) είναι ακόμα χειρότερη, γιατί το τελικό αποτέλεσμα είναι να ακούγεται σα να υποβαθμίζουμε το τεράστιο και όχι απαραιτήτως καταδικαστέο ζήτημα της ευμάρειας, στην μονοδιάστατη έννοια ενός αντικειμένου (υλικού) με το οποίο μάλλον μόνο η Φυσική αξίζει να ασχολείται...

- Κάτσε ρε συ λιγάκι, δεν καταλαβαίνω τι μου λες... Τι ανασφάλειες και λοιπά σου δημιουργώ; Δεν είμαι δα και κανας ξυπόλυτος, έχω την δουλίτσα μου, το σπιτάκι μου, όλα θα πάνε καλά, βλέπεις κανα λόγο να χωρίσουμε; Τα λεφτά σου φταίνε ή μήπως έχεις βρει γκόμενο;
- Βρε αγάπη μου, δεν μου αρκεί αυτό που βλέπω, πώς αλλιώς να σου το πω, η δουλειά σου είναι στον αέρα, το σπίτι θα το ξεπληρώνεις για τα επόμενα 20 χρόνια, δεν μπορώ να μας ζω εγώ, χρειάζομαι να ξέρω ότι πατάμε και οι δυο γερά, δεν έχεις ύλη, το καταλαβαίνεις;;; Δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως θέλουμε και να κάνουμε παιδιά και και και.

βλ. και λίπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για κορίτσια και γυναίκες:
Ξεσαλώνω, συμπεριφέρομαι σαν τσούλα, ξεκωλώνομαι στα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια, ξεκατινιάζομαι στο γαμήσι, του δίνω και καταλαβαίνει, κοινώς.

Η μάνα στις κόρες:
- Τί ώρα είναι αυτή που γυρίζετε σπίτι; Το ξέρετε ότι είναι 7 το πρωί; Πού ήσασταν, ε; Ξετσουλιάζατε πάλι όλη νύχτα, ε;;;; Τώρα θα σας δείξω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που πλένει πιάτα στα εστιατόρια, ταβέρνες κοκ, κυρίως στο εξωτερικό, καθότι ήταν συνηθισμένο οι έλληνες μετανάστες να κάνουν -μεταξύ άλλων- τέτοιες δουλειές το πάλαι ποτέ εκεί.

Παρόλο που οι εργασίες αυτές έθρεψαν οικογένειες και χωριά, και δημιούργησαν περιουσίες εκ του μη όντος, η αρχοντοβλαχιά των ελλήνων γενικά, δεν παύει να τις θεωρεί κατώτερες άλλων. 'Ετσι σλανγκοποιήθηκε το επάγγελμα, παίρνοντας την κατάληξη -ού και θυμίζοντας, πχ, την σκατού, την σκυλού κλπ.

- Και το αποφάσισες, θα φύγεις για Γερμανία;
- Ναι ρε μαλάκα, σιγά μην κάτσω δω, βαρέθηκα.
- Και από δουλειά;
- Έ, ό,τι κάτσει. Έχω καλό βιογραφικό, δεν νομίζω να καταλήξω πιατού.

Got a better definition? Add it!

Published

Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρόσχημα, η δηθενιά, η υπεκφυγή, το καμουφλάζ.

Όταν κάτι δεν είναι αυτό που είναι, αλλά αυτό που φαίνεται. Όταν δηλαδή τα φαινόμενα απατούν και τα ράσα κάνουν τον παπά, εκτός αν είσαι έμπειρος ή μέσα στα πράγματα και ξέρεις να διακρίνεις.

Πολλές ύποπτες επιχειρήσεις έχουν στήσει κάποια επιχείριση (οποιαδήποτε, μπορεί να είναι η παραμικρή εταιρία, αλλά είθισται να χρησιμοποιούνται για βιτρίνες περισσότερο οι καφετέριες, τα μπαράκια, ακόμα και κανα εστιατόριο) για να αποδείξουν στον κοσμάκη ή δεν ξέρω σε ποιον άλλον το αθώο της περίπτωσής τους, ενώ κατά βάθος τα στέκια αυτά είναι το άντρο της παρανομίας και του υπόκοσμου, ο οποίος δεν ασχολείται με τον πελάτη, αλλά με τις άλλες, τις πιο κερδοφόρες μπίζνες του (πλυντήριο, πουτάνες, πρέζες, όπλα, λαμογιές κάθε είδους, κλπ).

Σπανιότερα, βιτρίνα αποκαλείται ακόμα και μια συμπεριφορά που προσπαθεί να κρύψει την πραγματική μας πρόθεση, πχ η υπερευγένεια ενός σήριαλ κίλερ ή ένα ψευδοαριστοκρατικό προφίλ τύπου Τζούλιας που έσκασε με λίμο, ροζ μπονμπόν ταγεράκι και σικ καπελαδούρα στο Υπουργείο Οικονομίας, τέτοια πράγματα.

  1. - Ωραία τυπάκια οι Χ, είδες το μπαράκι τους; Ψαγμένα άτομα!
    - Τι ψαγμένα ρε κολοκύθα, φτύσ' τ' αγκίστρι, βιτρίνα είναι δεν το βλέπεις; Λαμόγιο του κερατά είναι ο ιδιοκτήτης!

  2. «Κύκλωμα πορνείας με βιτρίνα Μη Κυβερνητική Οργάνωση: ο μαστροπός, το βίντεο-ντοκουμέντο με το θύμα που την ώρα του βιασμού μιλούσε στο τηλέφωνο, το Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης, τα στριπτιτζάδικα και η σύλληψη με τα ναρκωτικά στη Ρόδο.»
    Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος όπου (ή οι συνθήκες κατά τις οποίες) επιτελείται το ξέπλυμα χρημάτων.

  1. «Ξέπλυμα» του Δήμου Ροδίων σε «πλυντήριο» της Μητρόπολης:

Mια νέα κατάσταση πραγμάτων στην πορεία της υπόθεσης των εικονικών επιχορηγήσεων “μαμούθ” -ύψους 1.788.393 ευρώ- προς την Ιερά Μητρόπολη Ρόδου επί θητείας της απελθούσης δημοτικής αρχής δημιουργεί αναμφίβολα η απόφαση του Αντεπίτροπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Κωνσταντίνου Τόλη να ζητήσει από το Β’ Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου να καταλογίσει το ποσό των 130.229.004 δρχ στους δημόσιους υπόλογους της επίμαχης περιόδου.
από εδώ

  1. Επιχείρηση «πλυντήριο» για ξέπλυμα κερδών από κοκαΐνη.
    Έρευνες αποκάλυψαν καταθέσεις 3.615.000 ευρώ.

4,5 τόνους κοκαΐνης έκρυβαν τα αμπάρια του 'Africa One'. «Πάνω από 3.600.000 ευρώ είχε στο όνομα του σε διάφορες ελληνικές τράπεζες ο επιχειρηματίας Αλ. Αγγελόπουλος, που καταζητείται από τις αρχές. Σε διαθεσιμότητα ο δ/ντης κρατικής τράπεζας στον Πειραιά» από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπιμπίκι-μαύρο στίγμα, το ξερό μπιμπίκι, ο ανοιχτός δηλαδή πόρος που έχει μέσα στεγνό σμήγμα, το οποίο, στην ακρούλα του, έχει μαυρίσει από την επαφή του με τον έξω κόσμο.

Τα μαυράκια είναι ιδανικά για ξεμπιμπίκιασμα, α γιατί δεν πονάνε, βου γιατί βγαίνουν εύκολα -μια κι έξω, γου γιατί δεν κάνουν σημάδι, δου γιατί επανεμφανίζονται σε χρόνο dt κι έτσι έχεις πάλι με τι να ασχοληθείς.

Έχουν βγει διάφορα προϊόντα στην αγορά για τα μαυράκια, αλλά δεν κάνουν και πολλά, άσε που σου στερούν αυτή την απόλαυση.

- Έλα μωρό μου, κάτσε να σου βγάλω αυτό το μαυράκι που έχειειειες...
- Λύσσα κακιά πάλι σ' έπιασε; Όχι, δεν θα το βγάλεις!
- Μα...
- ΕΙΠΑ ΟΧΙ!
- Μα γιατίιιιι;;;
- Γιατί έτσι, φύγε τώρα, άντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη την οποία δεν βρήκα στον Τριανταφυλλίδη, δεν έχει καμία αναφορά στο γούγλε παρόλο που είναι τόσο διαδεδομένη, ε, και ως εκ τούτου βαρέθηκα να μπω στον κόπο να δω αν την έχει ο Μπάμπης, γιατί θέλω να γράψω αυτά που θέλω, που σίγουρα δεν τα έχει ο Μπάμπης.

Ξεμπιμπικιάζω λοιπόν, σημαίνει καθαρίζω την επιδερμίδα μου (ή αυτήν κάποιου άλλου, χεχεχε) από τα μπιμπίκια, κυρίως δε τα μαυράκια. Δεν χρησιμοποιούμε, δηλαδή, τη λέξη τόσο για κανα δυο σπυράκια όλα κι όλα, αλλά κυρίως για το όταν έχουμε μπει στο τριπ της μικροσκοπικής εξέτασης κάθε ανοιχτού πόρου του δέρματός μας (κυρίως στο πρόσωπο) με σκοπό την ανεύρεση του παραμικρού προς απόλυτη εξαφάνιση μαύρου στίγματος.

Το ξεμπιμπίκιασμα είναι η απόλυτη γυναικεία κάβλα -που λένε ότι ριζώνει στο ξεψείρισμα των μαϊμούδων, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι.

Είναι αλήθεια ότι μια γυναίκα μπορεί να χάσει ώρες μπροστά στον καθρέφτη βγάζοντας τα μαυράκια από τη μύτη της ή όπου αλλού έχει την ατυχία να τα εντοπίσει (μέτωπο, ξερω γω). Είναι όμως μια ζεν διαδικασία κάθαρσης και εξισορρόπησης. Με το που θα εξαφανιστεί ένα μπιμπίκι, έχει κερδηθεί ένας αγώνας, έχει φύγει κάτι ανεπιθύμητο από τη μέση, είναι καλύτερο από το delete και ως εκ τούτου τείνεις να πιστέψεις ότι η ζωή είναι εύκολη και γεμάτη ικανοποιήσεις τέτοιου τύπου. Πάντως, κάτι ταχτοποιείται, έστω και προσωρινά, αυτό είναι το σίγουρο.

(Είναι κι άλλες παρόμοιες διαδικασίες που δίνουν ζωή στη γυναίκα: πχ το ξεσκαρτάρισμα μιας ντουλάπας, μιας αποθήκης, ενός συρταριού, τέτοιες τεσπα δουλειές που, καθότι αποτελούν αγγαρεία γενικότερα, τις αναβάλλουμε διαρκώς, αλλά ξέρουμε ότι θα έρθει η στιγμή που δεν θα είμαστε σε κατάσταση να κάνουμε τίποτα μα τίποτα άλλο, οπότε σπεύδουμε προς την εκκρεμότητα αυτή, και αίφνης η αγγαρεία μετατρέπεται σε πάθος, και το χάος καταργείται, και επέρχεται η τάξη.)

Το ξεμπιμπίκιασμα του συντρόφου είναι δε μια πολύ συντροφική απασχόληση -αν σε αφήνει βέβαια- καθότι τα αγοράκια έχετε πιο πολλά μπιμπίκια ή μαυράκια -και σε πιο ωραία σημεία (πχ πλάτη). Όσο ωραίο είναι για τις γυναίκες το ξεμπιμπίκιασμα, τόσο φρικάρει τον άντρα. Κατανοητό γμτ, αλλά δεν ξέρει τι χάνει...

Να μπω και σε λεπτομέρειες... (άμα δεν αντέχετε, δεν διαβάζετε. Αλλά αφού διαβάσατε τα καφέ, σιγά το και το πράμα). Υπάρχουν λοιπόν φορές που κάποιο μαυράκι ή (ακόμα καλύτερα) κάποιο καβλόσπυρο, έχει μαζέψει ποοολύ πράμα και είναι υπερώριμο για σπάσιμο. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, με μια αριστοτεχνική κίνηση (η οποία δεν είναι ντε και καλά το τσίμπημα, μπορεί να είναι και το απλό τράβηγμα του δέρματος), το μπιμπίκι σκάει κυριολεκτικά, το περιεχόμενό του εκσφενδονίζεται με δύναμη και μάλιστα μάλιστα βγάζει και ήχο, ένα ΚΛJΙΤΣ! Απολύτως εξαιρετικό. Για όσους αντέχουν.

  1. (Μάνα στην κόρη)
    - Πάψε βρε πουλάκι μου να κάθεσαι με τις ώρες να ξεμπιμπικιάζεσαι, θα γεμίσεις ρυτίδες έτσι που ζουλιέσαι και τραβιέσαι...

  2. - Πώς περάσατε το τριήμερο;
    - Σκατά κι απόσκατα το περάσαμε με αυτά τα σιχάματα. Ήμασταν με τον Μπάμπη και τη Λία, η οποία είχε κολλήσει όλη μέρα να τον ξεμπιμπικιάζει, όπου κι αν ήμασταν, ό,τι και να κάναμε...
    - Και στο φαγητό;
    - Και στο φαγητό ρε πστ...
    - Ίουουουουουουου!

Μη μου σπας τα μπιμπίκια, κατσίκα, να με ξύσεις σου ζήτησα μόνο... (από Vrastaman, 21/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απλό σεχ, το μη παθιασμένο και ξεσκιζόλ, ούτε και η ξεπέτα ή το ξεροπούτσι, δεν είναι δηλαδή ανάγκη να γίνει μονοκοπανιάς και στα γρήγορα, αλλά είναι αυτό που γίνεται χαλαρουίτα επειδή έχουμε κέφι και καβλίτσες, η μέρα είναι γλυκιά και άδεια από υποχρεώσεις ή ψυχαναγκασμούς, τα πάντα κινούνται αργά και ο ήλιος λάμπει, γελούν οι κάμποι και τα βουνά, ή έξω κάνει κρύο και βρέχει. Έχουμε λοιπόν κάποιον υποψήφιο ή στάνταρ παρτενέρ σε παρόμοια διάθεση και, χαλαρά κι όμορφα, την πέφτουμε για ένα χαλαρό γαμησάκι κι όπου και όσο μας βγάλει.

Για άλλου είδους ιδιαίτερα γαμησάκια, βλ: σεξάκοι, ερωφίλη, πηδύλλιο, φιλικό, σέρβις

  1. (Τέντωμα και χασμουρητό):
    - Αααααααααχχχ... Τι χαλαρά σήμερα... Δε μου λες, είσαι για κανα σεξάκι, έτσι για το καλό;

  2. - Πώς περάσατε στις διακοπές; Τον έτρεχες πάλι στα αρχαία τον καψερό;
    - Μπα, όχι αυτή τη φορά. Ήμασταν γενικά πολύ χαλαρά, καμιά βολτούλα, κανα σεξάκι, κανα φαγητάκι, τέτοια.
    - Μια χαρά σας βρίσκω, γαμάουα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified