Κανονικά η λέξη μπρισίμι ή μπιρσίμι και μπρεσίμι ή μπερσίμι, σημαίνει το μεταξόνημα, βλ. εδώ.

Από την τουρκική λέξη İbrişim = μεταξωτό νήμα / μεταξωτός.

Την έχω όμως ακούσει από κάποιους παλιούς με την έννοια κελεπούρι, μπίνγκο, εύρημα. Η πλάκα είναι που το ευρίσκω ή το βρίσκω φέρουν πράγματι κάποια ομοιότητα με το μπρεσ- ή μπρισ-.

Αν όντως σχετίζονται ή αν από παρανόηση η λέξη μπρισίμι/μεταξόνημα χρησιμοποιήθηκε ως μπρισίμι/κελεπούρι, το αγνοώ και βασίζομαι στην συμπλήρωση του ορισμού από όποιον χρήστη γνωρίζει καλύτερα. Στο διαδίκτυο δεν βρήκα παρά την πρώτη έννοια (παρ. 1, 2, 3).

  1. σαΐτα γοργοφτέρουγη κι υφάδι από μπρεσίμι το λόγο μας υφαίνετε και γίνεται ιστορία και παραμύθι αρχινάει στην πρώτη ευκαιρία
    wwww.stixoi.info

  2. Ο Χρήστος μετέβη εις Γαλλίαν και αγόρασε διάφορα εμπορεύματα, ιδίως μαλλιά χειροπλεκτικής σε κουβάρι μάρκας ΒΟΝΝΕ ΜΑΜΜΑΝ. Επίσης αγόρασε μίαν μασουρίστραν χειροκίνητον διά το μάζεμα σε μικρά μασουράκια της ζωικής μετάξης ραψίματος του λεγόμενου μπρισίμι και του κορδονέτου. από εδώ

  3. Πήγανε και τον βρήκανε στην κλίνη και κοιμάτον.
    Ήταν γυμνός, ξυπόλυτος του ύπνου μαραμένος.
    Eβάλανε στην πλάτην του του μύλου το λιθάρι
    εδέσανε τα χέρια του τρεις δίπλες το αλυσίδι.
    Eδέσανε τα μάτια του τρεις δίπλες το μπρισίμι.
    από εδώ

  4. Θα τεστάρουμε πρώτα για κανα μήνα την καινούργια στη δουλειά, να δούμε αν πρόκειται για πατάτα ή για κανα μπρεσίμι.

Τάσος Μπιρσίμ, ο και μάγος λεγόμενος, το κελεπούρι για τις προεκλογικές συγκεντρώσεις του Αντρέ Παπαντρέ. (από johnblack, 01/12/09)

Σχετικά: φιλέτο, one-off.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελείωσε, πάει, ξέχασέ το, δεν ισχύει πια. Τελεσίδικο γαρ.

(σχόλιο: την λέξη αυτή τολμάμε να την πούμε εν προκειμένω, πρώτον για να δώσουμε μια μακάβρια και μη αναστρέψιμη διάσταση στο εν λόγω γεγονός και, βου, επειδή αφορά κατάσταση και όχι άνθρωπο. Γιατί ως γνωστόν, όταν έχει πεθάνει κάποιος άνθρωπος, η κορεκτίλα επιβάλλει να λέμε: έφυγε, τελείωσε, κοιμήθηκε, ή το πιο πρόσφατο χιτάκι, παρμένο από την ιατρική ζαργκόν: «Κατέληξε». Άμα πεις «πέθανε», θα σου πεθάνει και αυτός που το ακούει. Λες και είναι χειρότερο από βρισιά προς τον νεκρό.... Εντούτοις, ακόμα την μεταφορική αυτή σλανγκοέκφραση, κάποιοι την θεωρούν τού ματς)

  1. - Ο Τάκης και η Κάτια τι κάνουν;
    - Πάει, πέθανε αυτό. Έχουν χωρίσει εδώ και ένα χρόνο.

  2. - Τελικά πού καταλήξατε με το πρότζεκτ;
    - Πουθενά, πέθανε αυτό, δεν ενδιέφερε κανέναν. Πάμε γι' άλλα.

Got a better definition? Add it!

Published

Στην έκφραση αυτή καταφεύγουμε όταν δεν μπορούμε να συλλάβουμε με ακρίβεια το συναίσθημα που μας προκαλεί μια κατάσταση ή ένας άνθρωπος, καθώς και όταν δεν τολμάμε να το εκφράσουμε απόλυτα γιατί νομίζουμε ότι θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες.

  1. - Τι μαλακία ταινία πήγαμε και είδαμε ρε πστ...
    - Νταξ μωρέ...
    - Τι, σου άρεσε;!
    - Όχι ακριβώς, αλλά κάτι μού 'κανε, δεν ξέρω...

  2. Ρε συ το ξέρω ότι ο Στέλιος δεν βλέπεται, αλλά κάτι μου κάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Very très bien.

Ανύπαρκτος συνδυασμός του αγγλικού very με την γαλλική έκφραση très bien (πολύ καλά).

Υπερβολή και σαχλαμάρα του τύπου έξτρα πρίμα γκουντ, καταπληκτιquement, κλπ.

Σημαίνει «λίαν καλώς» ένα πράμα.

Άμα θες να δείξεις ότι τό' χεις το γαλλικό, πετάς από δίπλα κι ένα «μον αμί» (φίλε μου) ή «μον αμούρ» (αγάπη) και γίνεται «βέρυ τρε μπιέν μον αμί / μον αμούρ».

- Επιτέλους, τα κατάφερα με τους γονείς. Τώρα μπορούμε να ξενυχτίσουμε όσο θέλουμε!
- Βέρυ τρε μπιέν!!! Φύγαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πήγε στραβά.

Άβυσσος η ψυχή της γλώσσας. Αφού σαν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι, γιατί τότε όταν παιχτεί μαλακία ισούται με αποτυχία, ζημιά, γκάφα, κλπκλπ;

Η απάντηση είναι μάλλον ότι η λέξη μαλακία (και τα παράγωγά της) είναι πασπαντού.

Λέγεται και σκέτο: «Μαλακίααα...»

  1. - Ω ρε πούστη...
    - Τι έγινε;
    - Μαλακία... Σήμερα γιόρταζε η αφεντικίνα μου και ξέχασα να της ευχηθώ...
    - Καλά, μη σκας, ακόμα μεσημέρι είναι.

  2. (στο τηλέφωνο)
    - Έλα, τι γίνεται;
    - Σόρι ρε συ, δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, έχει παιχτεί μια μαλακία στη δουλειά και είμαι σε σύσκεψη...
    - Οκ, τα λέμε.

Όπως λjένε και οι Ελληνοαμερικλάνοι, "σωμ θυρών" (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το πασπαρτού, αφού με αυτό πας παντού.

Αναφέρεται σε αντικείμενα, χαρτούρα, πρόσωπα-κλειδιά, λέξεις, καταστάσεις κλπ.

Αν σου δώσαν αυτό το χαρτί, τότε μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Είναι πασπαντού, σε καλύπτει ό,τι και να χρειαστείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα απειροελάχιστο αλλά και καλά μαγκιόρικο μηχανάκι, το DAX της Honda, το οποίο ήταν πολύ της μοδός στα τέλη εβδομήνταζ-αρχές ογδόνταζ. Παραδόξως παίζει ακόμα, και υπάρχουν διάφοροι κολλημένοι με δαύτο. Υποθέτω ότι είναι κάτι σαν του κολλημένους με τα ντεσεβό ή τους σκαραβαίους.

- Ρε μαλάκα! Ποιος μου έστειλε μέιλ χθες;;;
- ;;;
- Ο Σίμος! Με βρήκε στο φατσοβιβλίο και μού 'γραψε.
- Ποιος Σίμος;;;
- Ο Σίμος; Από το σχολείο; Με το νταξάκι;
- Αααααααααα! ο Σίμος!

Λέει για πρα πρα! (από Vrastaman, 25/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταθέτω εδώ κάποιες λέξεις που μιλιόντουσαν στην Αίγινα μέχρι προ 50-60 ετών τουλάχιστον. Είναι επιλογή από έναν κατάλογο που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σε τεύχη του «Κήρυκα της Αιγίνης» το 1947 και το 1948. Καταγραφή: Ι.Β. Λυκούρης. Δεν είναι όλες αποκλειστικά Αιγινήτικες, να μην πω σχεδόν καμία -η χρήση τους μπορεί, οι ίδιες μάλλον όχι, αλλά δεν είμαι ειδική.

Επέλεξα κάποιες που πιθανόν να έχουν ένα ενδιαφέρον για το σλανγκρ. Καθότι ακόμα είμαστε λαρτζ και, σαν καλός μύλος, όλα τα αλέθουμε εδώ μέσα, τόλμησα να τις βάλω. Εξάλλου, ιντερνετικώς πώς, δεν τις βρήκα αλλού.

Αντιρρήσεις δεκτές, αλλά θα προτιμούσα γνώμες, καθότι αυθαιρετώ 100% ως προς την γλωσσολογική μου προσέγγιση.

αίμας (= αίμα, όπως λέει ο Τσιφόρος «ο στόμας μου»).

αγλύτσαστος = να μη δει γλύκα

θείος / θεία = κύριος / κυρία (ρε θείο)

κωλοπηλάλα = τρέξιμο για δουλειά

έχει τα μαγκούφια του, είναι στα μαγκούφια του = είναι κακόκεφος

μαγκουφιάζω = δεν δίνει ερμηνεία, δίνει μόνο παράδειγμα (βλ. παράδειγμα), λέω λοιπόν εγώ: σημαίνει «τραβάω μαλακία»;;; λογικό, μιας και ο μαγκούφης είναι και ο ξεμειναμένος εργένης

καρτάλι = μικρό καλάθι

είναι ξαπέτος = έχει πετάξει (μου θυμίζει την ξεπέτα)

Παράδειγμα και σχόλιο για τη λέξη «μαγκουφιάζω»

Παράδειγμα (από το άρθρο):
Μια γυναίκα έκατσε κάποτε «εκεί όπου είχαν μαγκουφιάσει οι ψαράδες» και έμεινε έγκυος.

Σχόλιο:
Μου θυμίζει το πώς έμεινε έγκυος η μάνα του Λεολό στην ομώνυμη ταινία: πέφτοντας μέσα σε ένα καφάσι ντομάτες οι οποίες ήταν πασαλειμμένες με το σπέρμα ενός αγρότη που τράβαγε μαλακία στο μποστάνι ενώ τις μάζευε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σερνικός που φημίζεται ή/και καυχιέται για το ότι προορισμός του στην ζωή είναι Ένας, το να γα-μά-ει. Να γαμάει όχι θεωρητικά ή μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά. Να (καλο)γαμάει και μετά να φεύγει. Προσόντα του (πρέπει να είναι) το σύστημα, η μέθοδος και η τεχνική σε προσέγγιση και σε πράξη, η εμφάνιση, το μέγεθος του φύλου του, τα γλυκόλογά του ή τα βρωμόλογά του. Συνήθως είναι περιζήτητος, κι ας λένε.

Βλ. όμως και ελαιώνας, στ.

- Του την έπεσα για ένα σέρβις, τον είχα για μέγα γαμιά βλέπεις, αλλά ξενέρωσα φιλενάδα...
- Γιατί;
- Άμα σου πω ότι, με το που γδύθηκε, άρχισε να βάζει τα ρουχαλάκια του ένα-ένα στο πλάι, τα δίπλωνε, τα ίσιωνε, τα ταχτοποιούσε... - Πω πω ξεκάβλαααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το MSN. Λέγεται έτσι για τους ίδιους λόγους που το RSS λέγεται ρουσουσού.

Δεν το έχει η ελληνική Βίκυ, άρα βλ. αυτό.

Παρομοίως βλ. και χεσεμές.

- Έχω γεμίσει εμότικα το μουσουνού και δεν μπορώ να γράψω σαν άθρωπος.
(από το παράδειγμα 2 του λήμματος -ο.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified