Εξεπίτηδες αγγλιά.
Από λογοπαίγνιο με τα:
bitch = σκύλα = μπιτς beach = παραλία = μπιτς (ή μπητς, άντε)

Μπορείς να το πεις, πχ σε μπατσίνα ή σε τροχομπατσίνα, και άντε μετά να σου πει περί εξύβρισης αρχής και κολοκύθια τούμπανα.

Είσαι πολύ παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για έναν μαλάκα γίνονται όλα. Για έναν μαλάκα πάνε όλα σκατά. Ένας μαλάκας είναι πάντα από τον οποίον αρχίζει όλο το κακό. Είτε είναι ένα απλό μποτιλιάρισμα, είτε μια μπίζνα που χάλασε, ή το κακό του ανθρωπίνου γένους γενικότερα. Για έναν μαλάκα πάντα γαμιέται ο Δίας -κι από κει και πέρα μας παίρνει η μπάλα όλους...

Στην εκφορά της φράσης τονίζουμε ως εξής: για έναν μαλάκα. Ανάμεσα στο για και το έ-, κάνουμε μια μικρή παύση -με τη γλωττίδα, σα να μιλούσαμε γερμανικά.

  1. - Εντάξει με την παραγωγή;
    - Μπα. Είμαστε εκπρόθεσμοι και χάνουμε τα λεφτά. Για έναν μαλάκα. Επειδή χωρίζει το αρχίδι, τα γάμησε όλα, μια δουλειά σωστή δεν έκανε και πήγαν όλα για πέταμα.

  2. - Πω ρε κίνηση, τι σταδγιάλα, αφού πέρα μακριά είναι άδειος ο δρόμος!
    - Ε αφού τώρα βρήκε να ξεφορτώσει κι έχει κλείσει δυο λωρίδες ο μαλακαρχίδης, δε βλέπεις;
    - Για έναν μαλάκα, ρε πούστη, για έναν μαλάκα πάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σεσί νε πά σλανγκ, άι νόου, αλλά μ΄έπιασε να παρανομήσω.)

  1. Ισιώνω την στροφή όταν δεν την ακολουθώ πιστά, την κόβω όσο πιο κάθετα μπορώ. Αγαπημένο παιχνίδι των καυλόγκαζων, ιδίως σε ορισμένους επαρχιακούς δρόμους (η Χίος έχει ένα ωραίο τέτοιο σημείο, αν θυμάμαι καλά είναι μεταξύ λιμανιού και Μεστών), όπου οι στροφές είναι απανωτές, υπάρχει πλήρης ορατότητα, κι έτσι τις ισιώνεις όλες μαζί, τουτέστιν για 4-5 ψαλίδες εσύ πας ντουγρού -μεγάλη κάβλα. Παρόλ' αυτά όμως, έχει πλάκα κι όταν δεν έχεις ιδιαίτερη ορατότητα. Με το ίσιωμα της στροφής κερδίζεις σε χρόνο, κουράζεις λιγότερο το αυτοκίνητο και τη μέση σου, σπας όμως τα νεύρα του κατακαημένου συνοδηγού.

  2. Ισιώνω το γλυκό, την πίτα, τον μουσακά, την τούρτα, το ζελέ. Η κλασική δικαιολογία ώστε να το φας τελικά ολόκληρο. Το ίσιωμα ενός φαγητού ή γλυκού είναι μέγας ψυχαναγκασμός της άπληστης και ναρκισσιστικής προσωπικότητας που θέλει όλα να τα ελέγχει. Είναι κάτι σα να σπας μπιμπίκια. Αν δεν τα σπάσεις όλα, δεν ησυχάζεις. Αν λοιπόν αρχίσεις και τρως πχ. ένα γλυκό μέσα από το ταψί ή την φόρμα του, δηλαδή το έχεις ολόκληρο μπροστά σου, ξέρεις ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις -επειδή είναι παχυντικό, επειδή δεν είναι ευγενικό να μη βρουν τίποτα οι άλλοι, επειδή θα ξεράσεις στο τέλος, επειδή, επειδή. Για να το καταφέρεις αυτό, προφασίζεσαι ότι θα φας τόσο μέχρι που θα ισιώσει το υπόλοιπο (έτσι, για το μάτι), δεν θα έχει δηλαδή προεξοχές, καμπύλες και λοιπές προκλήσεις. Πώς γίνεται όμως και δεν ισιώνει ποτέ και στο τέλος τρώγεται όλο, άγνωστο.

  1. Ρε μαλάκα, κόφ' το επιτέλους, μας έχεις γαμήσει να ισιώνεις τις στροφές, έχεις κι άλλους μέσα στ' αμάξι ξέρεις...

  2. - Έλα ρε! μην τρως άλλο ρε πστ!, δεν θα μείνει τίποτα για μαααας!
    - Τώρα, τώρα, να το ισιώσω και τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για τις απανωτές στροφές του οδικού δικτύου. Οι κορδέλες συναντώνται κυρίως σε επαρχιακούς δρόμους. Όταν έχει κίνηση είναι επικίνδυνες και δυσάρεστες. Στην καλύτερη περίπτωση, είναι βαρετές. Λέγονται έτσι γιατί, αν δεις αυτό το οδικό δίκτυο από αέρος, μοιάζει να έχει τον κυματισμό μιας κορδέλας.

Λέγονται και «φουρκέτες».

- Να πάρουμε και τον μικρό μαζί στην Εύβοια αυτό το σουκού, ή θα ξεράσει πάλι στις κορδέλες; - Το να ξεράσει σε μάρανε, που κάθε φορά κινδυνεύουμε να μας σκοτώσεις με τις προσπεράσεις σου...

(από ironick, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν συμπίπτουν οι απόψεις μας με του άλλου, όταν π.χ. το λέμε με ένα στόμα μια φωνή, για κάποιον λόγο αυτό μας ενθουσιάζει και του λέμε «Κόλλα το!» και σηκώνουμε το χέρι ψηλά, ή το προτείνουμε χαμηλά, με τεντωμένη την παλάμη προς το μέρος του, αλλά κλειστά τα δάχτυλα, ώστε ο άλλος να κολλήσει με φόρα και με δύναμη το δικό του χέρι (πάλι με την παλάμη τεντωμένη αλλά κλειστή) πάνω στο δικό μας και να ενωθούν απότομα τα χέρια αυτά κάνοντας κλακ! Μεγάλη γκαντεμιά το να αστοχήσεις.

Πρακτική που εφαρμόζεται κυρίως μεταξύ αντρών, από τα πολύ παιδικά χρόνια μέχρι την μέση ηλικία περίπου. Δεν έχω ιδέα από πού μπορεί να βαστάει. Μου θυμίζει δε, το κοριτσίστικο πιάσε κόκκινο!.

- Δε νομίζεις ότι ήρθε η ώρα να στρίψουμε κανα καλό;
- Κόλλα το ρε μαλάκα, γι' αυτό σε πάω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η αγελαδομούρα. Που θυμίζει την Κλαραμπέλ του Ντίσνεϋ. Γυναίκα με παχουλά μάγουλα (κι ας είναι αδύνατη), ανοιχτά ρουθούνια, στρογγυλά μάτια, φαρδύ κούτελο, μεγάλο στόμα.

- Ρε κόλλημα ο Γιώργος με τις αγελαδομούρες ρε πστ! - Επίτηδες το κάνει για να μην του τις πηδάνε, ποιος θα γαμήσει κλαραμπέλ...

(από Hank, 30/05/09)(από Hank, 30/05/09)(από soulto, 19/03/15)(από soulto, 19/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω πίσω όσα είπα, σα να τα κάνω γαργάρα και μετά να τα φτύνω, δεν είμαι συνεπής στον λόγο μου, ούτε ειλικρινής.

Έχουν ξεχυθεί πάλι όλα τα λαμόγια και κάνουν δηλώσεις και καμπάνιες με αφορμή τις ευρωεκλογές -για να τα κάνουν πάλι γαργάρα όταν τους περάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον κοιλιόδουλο, ο οποίος όμως είναι και μέγας σταρχιδιστής. Άρα καταλήγουμε στη μεταφορική έννοια της έκφρασης: προτιμώ να καλύπτω τις ανάγκες μου και μόνο, και να μην σκέφτομαι ποτέ τις ανάγκες των άλλων ή την σχέση μου με αυτούς.

Το λέμε και χαριτολογώντας σε κάποιο λιγούρικο πετ μας (σκύλο, γάτα).

  1. - Καλά πότε πρόλαβες και έφαγες, δεν μπορούσες να περιμένεις ένα λεπτό;
    - Πείναγα.
    - Και ήταν ανάγκη να τα φας ΟΛΑ;
    - Α δεν πρόσεξα ότι δεν είχε άλλο...
    - Καλός μαλάκας είσαι... Κάλιο ο κοίλος μου παρά ο φίλος μου.

  2. - Μωρέ ας τα βολέψω εγώ και δε μου γαμιούνται όλοι!
    - Κάλιο ο κοίλος μου παρά ο φίλος μου, βλέπω...
    - Γιατί ρε μαλάκα, έχω άδικο;
    (ακολουθεί επιχειρηματολογία που δεν καταλήγει πουθενά)

Got a better definition? Add it!

Published

Η παπαριά είναι δέντρο επί του οποίου φυτρώνουν παπάρες (άλλως: «παπάρια»). Ευδοκιμεί ιδιαίτερα στον Μεσογειακό χώρο, είναι πολύ ανθεκτική και παραγωγική, οι δε καρποί της έχουν γεύση όξινη, στυφή και προκαλούν δυσπεψία, ενίοτε δε και νευρικό γέλωτα.

Το δέντρο, καίτοι οπωροφόρο, χαρακτηρίζεται ως ζιζάνιο. Παρόλες όμως τις εκάστοτε προσπάθειες για την εξαφάνισή του, αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο. Οι παπάρες ή τα παπάρια ομοιάζουν με τους όρχεις του ανδρός, εξ ου και μια από τις πολλές ονομασίες των τελευταίων (πχ. στην κλασική έκφραση «σε γράφω στα παπάρια μου»).

Η παπαριά μπορεί να διατηρηθεί σε μέγεθος μπονζάι ή σε μέγεθος θάμνου, συνήθως όμως αφήνεται να αναπτυχθεί τόσο ώστε να μπορεί να παίρνει καλλωπιστικά επί των οδών των πόλεων σχήματα (παπαριά η καμαρωτή).

Επειδή η παπαριά είναι εξαιρετικά διαδεδομένο φυτό, η ονομασία της (κυρίως δε, αυτή του καρπού της) έχει περάσει πια στην καθομιλουμένη και δη στη σλανγκ, σημαίνοντας κάτι το άκρως ευτελές, συνηθισμένο, ανούσιο και γελοίο (βλ. παράδειγμα).

Βλ. και παπάρια μέντολες, Παπαρία φυλή, παπαριανός, για χάρη του βασιλικού, ποτίστηκε και η γλάστρα, τα παπάρια μου κλάσ' τα, τα παπάρια μου τράβα, κά.

- Τι σου είπε;
- Παπαριές, τίποτα.

- Τί σου είπε;
- Παπάρια, τίποτα.

- Τι σου είπε;
- Παπάρες, τίποτα.

Παπαριές... (από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αφορμή την επιθυμία του Βικάρ (ΔΠ) για την ανάλυση του όρου αυτού, και αρχής γενομένης από ένα σχόλιο του Πάτση για το τί είναι σλανγκ, αποφάσισα να στήσω ένα λήμμα ανοιχτό προς δημόσιο σχολιασμό.

Καταθέτω λοιπόν το κείμενο του Πάτση, καθώς και τον δικό μου ορισμό. Κατόπιν προτείνω στους χρήστες του σλανγκρ:
α. να γράψει ο καθένας -στο σχόλιο του λήμματος αυτού- την άποψή του περί τι είναι σλανγκ
β. να προταθούν λέξεις ελληνικές για τον όρο αυτό, σλανγκ λέξεις όμως και όχι τίποτα εξεζητημένες και τραβηγμένες από τα μαλλιά λεξιπλασίες.

1. Πάτσης έφη:

Για το εναρκτήριο λάκτισμα έκανα μια κουτσή-στραβή μετάφραση των σημαντικότερων παρατηρήσεων του λήμματος «slang» της wikipedia. Δεν λέω ότι συμφωνώ με όλα, να εξηγούμαστε.

«Η slang είναι η χρήση εξαιρετικά άτυπων / αδόκιμων λέξεων και εκφράσεων που δεν θεωρούνται τυποποιημένες στη διάλεκτο ή τη γλώσσα του ομιλητή.

Λίγοι γλωσσολόγοι έχουν αποτολμήσει να ορίσουν σαφώς τι αποτελεί slang. Προσπαθώντας να συνδράμουν, οι Bethany Κ. Dumas και Jonathan Lighter υποστήριξαν ότι μια έκφραση πρέπει να θεωρηθεί «πραγματική slang» εάν ικανοποιεί τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια:

  • Υποβιβάζει, έστω προσωρινά, «την αξιοπρέπεια της επίσημης ή σοβαρής ομιλίας ή του γραπτού λόγου» με άλλα λόγια, είναι πιθανό να θεωρηθεί σε τέτοια συμφραζόμενα σαν μια «εμφανής κακή χρήση του εκεί οικείου τρόπου φωνητικής έκφρασης / εκφοράς [register]»
  • Η χρήση της υπονοεί ότι ο χρήστης είναι εξοικειωμένος με αυτό στο οποίο αναφέρεται, ή με μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι [με τη σειρά τους] είναι εξοικειωμένοι με αυτό και χρησιμοποιούν τον όρο.
  • «Είναι ένας όρος ταμπού στη συνηθισμένη συνομιλία με ανθρώπους μιας υψηλότερης κοινωνικής θέσης ή μιας μεγαλύτερης ευθύνης.»
  • Αντικαθιστά «ένα καλά γνωστό συμβατικό συνώνυμο». Αυτό γίνεται πρώτιστα για να αποφευχθεί «η έλλειψη άνεσης που προκαλείται από τον συμβατικό όρο ή για παροχή περαιτέρω επεξηγήσεων».

Η slang πρέπει να διακριθεί από την επαγγελματική ιδιόλεκτο (jargon), η οποία είναι το τεχνικό λεξιλόγιο ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Η επαγγελματική ιδιόλεκτος, όπως πολλά παραδείγματα της slang, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκλείσει τα μη-μέλη της ομάδας από τη συνομιλία, αλλά γενικά λειτουργεί ούτως ώστε να επιτρέπει τους χρήστες της να μιλήσουν με ακρίβεια για τα τεχνικά ζητήματα σε έναν δεδομένο [γνωστικό] πεδίο.»

2. Σειρά μου:

Σλανγκ γλώσσα είναι η προφορική (πρεμούρα, αντί μεγάλη βιασύνη ή σπουδή)
άσεμνη (μουνί, πούτσος, αντί των αιδοίο, πέος)
μη κορέκτ («την κάτσαμε τη βάρκα», αντί του «θα αντιμετωπίσουμε προβλήματα»)
καθημερινή (γαμάω αντί «κάνω σεξ» ή «έχω επαφή»)
υβριστική (πινεζοπούτανο, βρωμόπουστας, καριόλα)
απαγορευμένη & συνθηματική (καλιαρντά, ποδανά)
οικονομική (μπάχαλο αντί «χαώδης και θορυβώδης κατάσταση», μαλακοκαύλης αντί «αυτός που έχει πρόβλημα στύσης»)
ωμή (ξερατό αντί εμετός, κρέας αντί παχύσαρκος ή νωθρός)
χιουμοριστική (ρόφτυμα, αυτοψυχοψάξιμο, βαρβατίλα)
ευρηματική (κωλοδάχτυλο: η μόνη λέξη για να το περιγράψει)

Είναι η γλώσσα της ανατροπής και ωσεκτουτού της βαθύτερης ουσίας (πχ η λέξη γαμώ και όλα τα παράγωγά της μπορεί α. να σημαίνουν το σεξ, β να σημαίνουν μια ευχάριστη κατάσταση -«γαμώ τις φάσεις», γ. κάτι πολύ επώδυνο («με γάμησες!») -άντε βγάλε συ συμπέρασμα τι βλέπει ο έλληνας στο γαμήσι.

Είναι η γλώσσα που ξορκίζει, η γλώσσα του ευφημισμού: αυτό που μας καίει το σλανγκίζουμε και χαριτολογούμε επ' αυτού -όταν δεν το υποβιβάζουμε.

Είναι η γλώσσα που τολμάει το ταμπού, δηλαδή μιλάει για πράγματα που δεν λέγονται, αλλά το μεγάλο της ελάττωμα είναι πως δεν χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας. Εκεί έχει το μεγαλύτερο και το πιο απόλυτο ταμπού όλων. Δεν θα πεις για τον εαυτό σου ότι είσαι μαλακοκαύλης ή ξεπλένω... Άσε που αν σε πούνε έτσι, έχουν δεν έχουν δίκιο, θα πέσει μπουνίδι... Αυτά είναι λίγο ύποπτα πράγματα, όπως θα τολμήσω να πω παρακάτω.

Είναι λοιπόν η γλώσσα που λέει «όχι», όχι στη θρησκεία, όχι στο σύστημα, όχι εδώ, όχι εκεί (κάπου το έχω διαβάσει αυτό μα δεν θυμάμαι τώρα), είναι αναρχική, είναι όμως πικρή και απαισιόδοξη, δηκτική και ανελέητη -κι ας χρησιμοποιεί το χιούμορ ως μέσο, δεν συγχωρεί κανέναν και για κανέναν λόγο και, κυρίες μου και κύριοι, όλο αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι μήπως στο μεγαλύτερο ποσοστό της, η σλανγκ είναι κατά βάθος το ακριβώς αντίθετό της, είναι δηλαδή ρατσιστική και οπισθοδρομική, αντιδραστική με την αρχική έννοια της λέξης, μήπως είναι η γλώσσα που αρνείται κάθε διαφορετικότητα και κάθε εξέλιξη... Μήπως ο σλανγκ τύπος είναι ο μίστερ τέλειος που όλα τα κοροϊδεύει; Μήπως είναι η γλώσσα του κομπλεξικού ή του κομπλεξικού περιθωριακού, ή τού όσα δε φτάνει η αλεπού;...

Ή μήπως ο σλανγκ τύπος είναι αυτός που, για να αντέξει την πραγματικότητα με τις σκληρές της εκδηλώσεις, το ρίχνει στην πλάκα ώστε να ξεχάσει το πρόβλημα; (πράγμα που πίσω-πίσω κρύβει και την προηγούμενη άποψη, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς).

Στην ελληνική, οι ξένες λέξεις ή κάποια στοιχεία από τις ξένες γλώσσες σλανγκοποιούνται πάρα πολύ συχνά και αποτελούν βασική πηγή για την σλανγκ: καταλήξεις (), λέξεις από τα ιταλικά (κόμοδο), τα τούρκικα, τα γαλλικά, όλ' αυτά είτε μπήκαν ειρωνικά στη γλώσσα μας (κομιλφό) ή απλώς κατέληξε να χρησιμοποιούνται πια μόνο ως σλανγκ (γκαϊλές).

Σλανγκ δεν είναι οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι καθιερωμένες εκφράσεις, τα σχήματα λόγου -κι ας βγάζουν γέλιο, κι ας έχουμε βάλει όλοι μας δεκάδες τέτοια εδώ μέσα.

Σλανγκ είναι γλώσσα, είναι όμως και χαρακτήρας ανθρώπου, μια κατάσταση, κά.

Στα ελληνικά δεν έχουμε λέξη για την σλανγκ. Λέμε είτε «σλανγκ», ή «αργκό». Ας το δούμε λιγάκι αυτό, μήπως βρούμε κάτι έξυπνο. Αυτή είναι και η επιθυμία του Βικάρ που το πρότεινε στο ΔΠ.

- Καλά ε, είσαι πολύ σλανγκ τύπος!
- Τώρα αυτό για καλό το λες, ή για κακό;

Δες και ceci n'est pas slang.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified