Η γυναίκα που έχει τα χρονάκια της, είναι έμπειρη, και πιθανόν ελαρφώς ψωμωμένη.
Από το «σιτεύω» (= εκτρέφω, παχαίνω (μτβ), αφήνω (το κρέας) να τραβήξει ζουμί, κλπ).
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε θετικά ή αρνητικά.
Η γυναίκα που έχει τα χρονάκια της, είναι έμπειρη, και πιθανόν ελαρφώς ψωμωμένη.
Από το «σιτεύω» (= εκτρέφω, παχαίνω (μτβ), αφήνω (το κρέας) να τραβήξει ζουμί, κλπ).
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε θετικά ή αρνητικά.
Got a better definition? Add it!
... αλλιώς πρέπει να σε σκοτώσουμε και θα λερώσουμε τα χέρια μας με αίμα.
Λέγεται για τους ιδιαίτερα απεχθείς και ενοχλητικούς ανθρώπους, τα τσιμπούρια, τις βδέλλες, οι οποίοι είναι και εντελώς τελείως τελειωμένοι και γι' αυτόν τον λόγο κρατιούνται ζωντανοί με το να ανακατώνουν τη ζωή των άλλων, με τους οποίους ασχολούνται αρειμανίως, δημιουργώντας ίντριγκες, δολιοπλοκίες, σαπουνοπερομπερδέματα, παγαποντιές και λοιπά και λοιπάαααα. Η μόνη λύση να ξεφορτωθούμε αυτά τα σιχάματα και μεις και οι γύρω τους, είναι, όπως επανειλημμένως έχει αποδείξει η λογοτεχνία, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση (και όπως δεν μας αφήνει ο νόμος να πράξουμε) ο θάνατος. Επειδή λοιπόν είμαστε καλά παιδιά και τα χέρια μας είναι δεμένα, κάνουμε αυτή την απλή ευχή, που θα αποτελέσει λύση και για τον ίδιο τον μαλάκα για τον οποίον μιλάμε τόσην ώρα.
εντός του ορισμού. προσοχή όμως! όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται.
Got a better definition? Add it!
Ο πανύβλαξ, ο κρετίνος, ο στόκος, που τα χάφτει όλα. Ο εξαιρετικά εύπιστος άνθρωπος χωρίς κριτική ικανότητα για το παραμικρό.
Ρε χάπατο, φτύσ' τ' αγκίστρι, σε δουλεύουνε ρεεε! πάρ' το χαμπάρι επιτέλους! δε γουστάρει εσένα το θεόμουνο, δεν το καταλαβαίνεις;
Got a better definition? Add it!
Στα νομικά πράγματα υπάρχει, ως γνωστόν (;) το Ενοχικό Δίκαιο. Κατά τη Βίκι, «ο όρος ενοχή χρησιμοποιείται στο Δίκαιο με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και μπορεί να σημαίνει
Εμείς όμως, που πάντα έχουμε τη φωλιά μας χεσμένη για κάτι, ενδέχεται να ανήκουμε στην κατηγορία των αυτομαστιγωνόμενων για τις αμαρτίες μας και να βουλιάζουμε από ενοχές για το παραμικρό αληθινό ή φανταστικό ατόπημά μας. Τότε είμαστε του ενοχικού, με την γιαλομική έννοια του πράγματος.
- Πάψε πια μωρέ! με ζάλισες, όλο «φταίω εγώ» και «φταίω εγώ»! κάνε κάτι αντί να κλαίγεσαι συνέχεια!
- Μη μου τα λες και συ από πάνω (σνιφ), αφού ξέρεις, τα ρίχνω όλα πάνω μου, τα παίρνω βαριά, και γω του ενοχικού είμαι...
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.
Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.
Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...
βλ. και σπινταριστός
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για αριθμούς τηλεφώνου που είναι πολύ εύκολοι στην απομνημόνευση και θυμίζουν τους αντίστοιχους που έχουν οι κλειδαράδες, πχ. 7774777. Σκοπός των τελευταίων είναι να τους θυμάσαι όποτε όξαποδώ τους χρειαστείς. Έλα όμως που μπορεί, πχ, να μην θυμάσαι αν είναι 7774777 ή 7777477 ή 7747777 ή 7744777 ή 4447444 και πάει λέγοντας;
Καλά ρε μαλάκα, τον θεό μπάρμπα έχεις και σου δίνουν όλο κλειδαράδικους αριθμούς; Εγώ τον δικό μου μέχρι να τον μάθω μου πήρε δύο μήνες...
Got a better definition? Add it!
Ο καυγάς, ειρωνικά. Η έκφραση καταδεικνύει την αστειότητα των καυγάδων όπως την αντιλαμβάνεται κάποιος που είναι απ' έξω: σαν να τσακώνονται σκύλοι που γαβγίζουν ο ένας τον άλλον.
Εντάξει, θα πάμε στου Λάκη, αλλά αν είναι να αρχίσετε με την Ελενίτσα πάλι τους γαβγάδες, εγώ θα φύγω, ξηγήθηκα;
Got a better definition? Add it!
Στοιβάζω, ταχτοποιώ κατά ντάνες.
κατά τον τριανταφυλλίδη:
ντάνα η [dána] Ο25 : στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: Nτάνες από φύλλα χαρτιού / από πλάκες ξύλου.
[ιταλ. tana `βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]
Επιτέλους βρήκα χώρο και ταχτοποίησα τα πράγματά μου. Τρία χρόνια τα είχα ντανιασμένα σε μια αποθήκη.
Got a better definition? Add it!
Η βαριά μέθη ή μαστούρα ή κούραση ή αποβλάκωση. Το να είσαι γκολ, λιώμα, τέρμα, αλοιφή, ζαμπόν.
Ανέβηκε να μιλήσει πιωμένος και μες τη λιωσμάρα του δεν καταλάβαινε ότι το πανταλύνο του είχε ανοιχτά τα μαγαζιά, και φανήκαν τα παπάρια του! Δεν φορούσε σώβρακο, ο μαλάκας...
Got a better definition? Add it!
(ο δάσκαλος στα παιδάκια)
Ξελαρυγγιάστηκα να σας λέω τα ίδια και τα ίδια... Πότε θα με ακούσετε επιτέλους!!!
- Πώς πήγε η τσάρκα με τα μπουζουκομούνια χθες;
- Άσε, μας πήγανε και καλά για πλάκα σε ένα d class κωλάδικο στην εθνική με μια τραγουδιάρα που ξελαρυγγιαζόταν και μας έφυγαν τ' αυτιά...
(ΓΚΑΧ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΜΟΥΧ! ΟΥΓΚΑΧ! ΜΓΚΑΧ! ΜΠΦΦΦΦ!)
Got a better definition? Add it!