Από το αγγλικό αρκτικόλεξο milf που σημαίνει «mother I'd like to fuck», δηλαδή «μαμά που θα ήθελα να μπηπ», δηλαδή «μεσόκοπη, ώριμη γυναίκα(ρα) που θα ήθελα να μπηπ».

Επί το σλανγκικότερον: Μιλφέιγ, μιλφού και μιλφατζού. Το μεγάλο δίλημμα του εραστή είναι: Μιλφέιγ ή παστάκι; Ή και νουαζέτα, για τους πιο προχωρημένους. Το αρκτικόλεξο milf έχει οδηγήσει σε μια σειρά από αντίστοιχα αρκτικόλεξα, άπερ παρακάτω:

gilf = granny I'd like to fuck.
dilf = daddy I'd like to fuck.
gilf = grandpa I'd like to fuck.
hilf = hydraulicus I'd like to fuck.
shilf= Sakis hydraulicus I'd like to fuck.
silf = souvlatzis I'd like to fuck.
bilf = betatzis I'd like to fuck.
silf = Slangos I'd like to fuck.
cilf = carcinoslangosaurus I'd like to fuck.
filf = fatty I'd like to fuck.
nilf = nanos I'd like to fuck.
kilf = kipouros I'd like to fuck.
albilf = Albanian I'd like to fuck.
rilf = Romanian I'd like to fuck (no pun intended)
pilf = proistamenos I'd like to fuck
shrilf = shrink I'd like to fuck.

Και πολλά, πολλά άλλα...

Σλανγκοφοριάζουσα: Άσε, αυτός ο καβουροσλανγκόσαυρος είναι σκέτη κόλαση! Σωστό cilf! Πολύ τακτικός, πολύ νοικοκυρεμένος, πολύ εργατικός, καβουροσλανγκοσαυράκι για σπίτι! Δουλεύει σαν albilf σου λέω!
Φίλη της: Ηλικίες έχουμε τεστάρει; Κι αν σου βγει κανάς gilf;
Σ.: Αξίζει τον κόπο η προσπάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με νόμο της σλανγκικής γραμματικής, τα υπερτρισύλλαβα θηλυκά ουσιαστικά που λήγουν σε -ηση και -ιση και τονίζονται στην προπαραλήγουσα, σλανγκίζονται ως εξής: φεύγει η κατάληξη και αντικαθίσταται από άλφα, ενώ ο τόνος είναι πλέον στην παραλήγουσα. Συμβαίνει πάντως και με άλλα ουσιαστικά, αλλά με τα παραπάνω στάνταρ.

συνάντηση - συνάντα
παρεξήγηση- παρεξήγα
ηχογράφηση- ηχογράφα μαγνητοφώνηση- μαγνητοφώνα
καταχώριση- καταχώρα

Και:
προσβολή- προσβόλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλικό αρκτικόλεξο για το Granny I'd like to fuck. Υπερθετικός του μιλφέιγ και της μιλφούς. Για ακραίες περιπτώσεις γεροντοφιλίας.

Τρομερό τζιλφ η Εντίθ Πιαφ, φαίνεται να σκέφτηκε ο Τεό Σαγκαπώ. Δεν εξηγείται αλλιώς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης φαλλοκρατική ύβρις σε γυναίκες που διεκδικούν ισότητα με τους άντρες. Θεωρείται ότι το γεγονός ότι οι άντρες κατουράνε όρθιοι, ενώ οι γυναίκες όχι, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γενετικό επιχείρημα υπέρ της ανδρικής ανωτερότητας.

– Μού 'πε, λοιπόν, να μοιράσουμε τις δουλειές του σπιτιού στη μέση, αυτή να κάνει το σιδέρωμα, εγώ το πλύσιμο των πιάτων. «Τράβα κατούρα όρθια, αν μπορείς!», της απάντησα!
Ετς.

Νταξναούμ, υπάρχουν και Σλάνγκοι που βλέπουν την πλάτη των Σλανγκοφοριαζουσών στην βαθμολογία. Αλλά μπορούν αυτές να κατουρήσουν όρθιες; Η σλανγκ είναι πάνω απ' όλα μια αντρίκια κουβέντα!
– Όπα όπα! Είσαι slangically incorrect! Δεν κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «perky». Είναι ένα ορισμένο είδος βυζιού, πολύ καθώς πρέπει!

  1. Το βυζί που αψηφά τους νόμους του Νεύτωνα, το στητό, σφριγηλό, ανωφερές, αθλητικό βυζί.

  2. Το βυζί με ερεθισμένες ρώγες. Το βυζί που οι ρώγες του φαίνονται μέσα από την μπλούζα, φόρεμα, μπλουζάκι.

  3. Πλαστική προσομοίωση ερεθισμένης ρώγας. Το επισυνάπτουν μερικές γυναίκες στο βυζί τους, για να προσελκύσουν άντρες, αλλά τελικά προσελκύουν άντρες- μωρά. Το έπαθε κι η Samantha στο Sex & the City, που τελικά προσείλκυσε έναν κακομαθημένο μαμούχαλο.

-Θέλεις να πεις ότι δεν είναι πέρκια αυτά που φαίνονται στο μπλουζάκι του Λίλιαν;
-Όχι! Είναι φυσικά τα πέρκια του! Γι' αυτό έχουν τρελαθεί όλοι οι Σλάνγκοι. Η κοπέλα κατάγεται από τα Βυζάκια της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τι λέμε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε πάω: Μου αρέσεις, σε γουστάρω. Γκρηκλιστί: I go you! Το «σας πάω» έγινε δημοφιλές από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Η συνήθης απάντηση ήταν: «Μας πάει, το θέμα είναι πού μας πάει...».

Σλανγκασίστ: acg.

-Καρφωτοί και τσίτα τα γκάζια για αεροδρόμιο, γιατί σε πάω, μου την δίνεις δικέ μου!
(Ταξιτζής προς πελάτη σε παλιά ελληνική ταινία).

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια σλανγκάζ, ενώ το τσουλί είναι η γκόμενα που ντύνεται προκλητικά με πουτανίστικο τρόπο, δηλαδή σαν τσούλα, το τσόλι είναι η γκόμενα που ντύνεται επιθετικά απλώς για να προκαλέσει και να κάνει αισθητή την παρουσία της, όχι κατ' ανάγκη διεγείροντας σεξουαλικώς.

Επίσης, η γκόμενα που το παίζει τσαμπουκαλού και κυνηγός υιοθετώντας αντρικές συμπεριφορές με τρόπο που δεν της πάει.

Η διαφορά από το τσουλί υπάρχει και στην ετυμολογία, όπου το τσόλι προέρχεται από τουρκική λέξη για το «κουρέλι», ενώ το τσουλί από ιταλική για το κοριτσάκι.

- Τι γίνεται με αυτήν την Λάουρα; Καλά τσουλί πάντοτε ήτανε, αλλά τώρα έχει αρχίσει να γίνεται και τσόλι! Δεν φτάνουν τα ξεκωλτέ με τα τσουλόσημα, που πάντοτε συνήθιζε, τώρα φοράει μαζί και κάτι κόκκινα τακούνια κι ο Θεός βοηθός!

Στο 1:06 η Φτερού ωρύεται... (από HODJAS, 08/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που στήνεσαι και βλέπεις όλον τον κόσμο να περνάει, το μέρος από όπου περνάνε όλοι. Με κατάληξη σε -άδα, όπως προμενάδα, βαρκάδα κ.ο.κ.

Πηγή: Κνάσος.

- Πάμε περαντζάδα να μας δει λίγος κόσμος ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρική ιαχή των οπαδών του Ολυμπιακού, ιδίως σε γκολ, νίκες, και σε αγώνες που εξελίσσονται σε πορνόσφαιρο.

Από εκεί μεταφέρθηκε και στα γαμησιάτικα μπινελίκια, ως συμπλήρωμα των «τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα», «πες μου πού κάθεσαι μάνα μου» κι άλλων παρόμοιων εκφράσεων που αναπέμπουν τα αρσενικά στα θηλυκά την ώρα του ζευγαρώματος (ελπίζω να μην με ακούει η Μες και χαλάσω την ωραία εντύπωση που έδωσα με το ροντάρω).

Ο Χάρρυ Κλυνν το «λογόκρινε» ως «έτσι αγαπάει ο Πειραιάς» κι έμεινε. Επίσης, μπορεί να αλλάξει πόλη, λ.χ. «έτσι γαμάει το Τορίνο», αν νικήσει η Ίντερ κ.ο.κ.

Μένιος, κατά την διάρκεια διασπερμάτευσης με την Λάουρα: - Στα αυτιά ρε Λαουράκι, αφού έτσι αγαπάει ο Πειραιάς!
Λάουρα: - Γιατί Πειραιώτης είσαι;
Μένιος: - Όχι, αλλά κάνε τον σλανγκισμό και ρίξ' τον στον Γιαλόμ.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρικό παράπονο ή απειλή από ανώτερο που δεν χορηγεί άδεια στον φαντάρο.

Assist: Jonas.

Έννοια σου, κι αν συνεχίσεις, θα βλέπεις την Αθήνα με το μακαρόνι!

Καβουροσλανγκόσαυρος χαμαιλέων (από Dirty Talking, 16/05/09)Δυστυχώς, δεν ήμουν πάντα γυναίκα!... (από Dirty Talking, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified