Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.

Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι. (Αφοί Κατσιμίχα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ενν. τζούρα) Γρήγορη περιφορά του μπάφου, με τον κάθε συνδαιτυμόνα να τραβάει μία μόνο τζούρα και να το περνάει αμέσως στον παρακαθήμενό του.

Σημείωση: η προέλευση του όρου έχει φέρει τη διεθνή επιστημονική κοινότητα σε αμηχανία, καθώς ο σβέλτος έως αγχώδης χαρακτήρας της ως άνω διαδικασίας δεν συνάδει προς το ραχατλίδικο ίματζ των Τούρκων.

- Ρε παιδιά, τούρκικες δεν είπαμε; Πού κόλλησε πάλι;
- Πού αλλού, στον Κώστα. - Άντε ρε μαλάκα Κώστα, πίνε-δίνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δεύτερο μισό της έκφρασης «- Καλημέρα Γιάννη / - Κουκιά σπέρνω». Όλο μαζί λέγεται για να σχολιάσει καταστάσεις ασυνεννοησίας, όπου άλλα λες κι άλλα σου λένε.

- Λοιπόν, εσύ τα τηλέφωνα, έχε το νου σου και στο φούρνο μην κάψουμε το φαΐ, εγώ πετάγομαι για τα ψώνια πριν κλείσουν, επιστρέφω και πιάνουμε συγύρισμα. Πιστεύω ότι θα τα προλάβουμε όλα. - ΟΚ, έφυγα.
- Τι έφυγες; Πού πας;
- Ε τι λέμε, για τα ψώνια!
- Όχι ρε πούστη! Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω! Λοιπόν, πάμε πάλι από την αρχή:...

Τι έχεις Γιάννη; Τι ‘χα πάντα! (από Vrastaman, 27/04/09)(από xalikoutis, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αναφορικό μέρος συνήθους παρομοίωσης, με δεικτικό μέρος κάποιον που πετάγεται εκεί όπου δεν θεωρείται ότι έχει δουλειά να μιλάει, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν.

Το πέος του κόκορα είναι μικρό μεν (δηλαδή, δεν το 'χω μετρήσει κιόλας, αλλά φαντάζομαι ότι πόσο πια να 'ναι;), αλλά λίαν δραστήριο. Έτσι κι αυτός που πετάγεται όλη την ώρα χωρίς να έχει ζητηθεί η γνώμη του, χαρακτηρίζεται μ' αυτή την παρομοίωση ως μικρός, «λίγος», ασήμαντος, αλλά και που δεν εννοεί να κάτσει στ' αβγά του.

Για μια περαιτέρω ερμηνεία της έκφρασης ισχύουν όσα εύστοχα γράφτηκαν στο συνώνυμο λήμμα πορδή του κάβουρα.

- Εγώ νομίζω...
- Εσύ να μη νομίζεις τίποτα! Αν χρειαστούμε τη γνώμη σου θα σε ρωτήσουμε! Τι πετάγεσαι σαν την ψωλή του κόκορα;

Βλέπε και σφηνόπουτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποθετικό μουσικό όργανο της οικογένειας των πουλόφωνων, που παίζουν όσοι δεν παίζουν κάποιο άλλο όργανο. Οι φράσεις όπου χρησιμοποιείται μπορεί να έχουν (αλλά όχι υποχρεωτικά) σεξουαλικές συνυποδηλώσεις.

Ηχεί μία οκτάβα ψηλότερα από το κόντρα φλαμπούτσο.

- Αυτό το γκομενάκι που ήταν προχτές στην πρόβα σας...;
- Καλή, ε;
- Παίζει κάνα όργανο;
- Ναι, φλαμπούτσο!

Στο 3:18 είναι το φλαμπούτσο... Τζιμάκος! (από Cunning Linguist, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος. Αλλά ο πολύ φλώρος: ο υπερβολικά, ελεεινά, εξοργιστικά φλώρος, ο άθλιος, ανυπόληπτος, ουτιδανός φλώρος, ο θλιβερός, απεχθής, σιχαμερός και αξιοθρήνητος φλώρος.

Ή γενικά, κάποιος που θέλουμε να μειώσουμε.

Ίσα ρε σκατίφλωρε που το παίζεις και ιστορία!

Έλληνας πολιτικός - Greek politician - Grieche Politiker (από xalikoutis, 24/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιπαθητικός, με μία επιπλέον συναισθηματική έμφαση: σημαίνει όχι μόνο ότι ο άλλος είναι αντιπαθητικός, αλλά και ότι εγώ προσωπικά τα 'χω πάρει με την πάρτη του (με άλλα λόγια, είναι απλώς μια βρισιά που σημαίνει ό,τι οι περισσότερες βρισιές).

Το β' συνθετικό πούστης δεν έχει την κυριολεκτική έννοια της αδερφής, αλλά εκφράζει την οργή και περιφρόνηση του λέγοντος. Ωστόσο, δημιουργεί και συνειρμούς με το μύθο της «κακιάς», δηλ. της αδερφής που είναι κομπλεξικιά και αντιπαθητική επειδή και μόνο είναι αδερφή.

- Τι σπαστικός αυτός ο μπάρμπας στο μαγαζί! «Εγώ» έτσι, «εγώ» αλλιώς, «εσύ δεν ξέρεις», «δεν κατάλαβες», άει σιχτίρ να πούμε!
- Καλά, μη χαλιέσαι. Είναι γνωστός αντιπαθητικόπουστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθένας από το πλήθος των εξοδούχων του Σαββάτου που συρρέουν παντού προκαλώντας συνωστισμό, κυκλοφοριακό πρόβλημα, εκνευρισμό και ένα σωρό άλλες ενοχλήσεις σ' εμάς τους ωραίους που βγαίνουμε κάθε βράδυ, επειδή μπορούμε, και δε γουστάρουμε ν' αναγνωρίσουμε στους άλλους το δικαίωμα να βγαίνουν έστω μία φορά την εβδομάδα.

Μαλάκα, σόρι για το στήσιμο αλλά έπηξα στην κίνηση. Έχουν γεμίσει οι δρόμοι σαββατόμαγκες κι έκανα εικοσιπέντε λεπτά Σύνταγμα–Ομόνοια.

(από Khan, 21/01/14)

Δες και σαββατοπαρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε θέση επιρρηματικού κατηγορουμένου, σημαίνει ολόκληρος, κατευθείαν, όπως είμαι. Παρόμοια σημασία με το ολοσούμπιτος.
Π.χ. μπήκαμε συμπούρμπουλοι = μπήκαμε κατευθείαν, όπως ήμασταν.

Ετυμολογικό σχόλιο: πιθανώς προέρχεται από το συμπούπουλος = «μαζί με τα πούπουλα», «αξεπουπούλιαστος, αμάδητος», που σε φράσεις όπως «ο σκύλος έχαψε το σπουργίτι συμπούπουλο» τείνει να λάβει τη σημασία του «κατευθείαν, χωρίς πολλά-πολλά».

Και όπως ήμασταν στο κέφι και δε γουστάραμε να το διαλύσουμε, φεύγουμε από το μαγαζί και σκάμε εφτά άτομα συμπούρμπουλοι στο σπίτι του Γιάννη, τρεις η ώρα το πρωί. Χαρές που έκανε η μάνα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλου μεγέθους τσιγαρόχαρτα. Χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για μπάφους, αν και η ελεύθερη κυκλοφορία τους στο εμπόριο μοιάζει να υπονοεί ότι δεκάδες βιομηχανίες πιστεύουν με τα σωστά τους ότι αρκετοί καπνιστές στρίβουν δίμετρα τσιγάρα.

Βλ. και πρεζόχαρτο.

Βγάλ' τα σεντόνια να στρίψουμε ένα μπάφο.

διπλοσεντονο... (από BuBis, 05/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified