Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.
Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.
Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο
ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι.
(Αφοί Κατσιμίχα)