Κάτι μόνο του, χωρίς το ζευγάρι του, χωρίς το δίδυμό του, χωρίς το υπόλοιπο σετ, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα, χωρίς τα υπόλοιπα εξαρτήματα, παρελκόμενα κλπ.

Κυριολεκτικά, ο όρος σημαίνει χωρίς γονέα, αλλά, μεταφορικά, ερμηνεύεται, συνήθως, χωρίς το αδερφάκι του.

1, Ρε γυναίκα, τι γυρεύει εδώ πέρα αυτό το ορφανό παπούτσι;

  1. Βρήκα κι εδώ άλλη μια κάλτσα ορφανή.

  2. - Γιατί έμεινε έτσι ορφανό;
    - Χαθήκανε τα υπόλοιπα εξαρτήματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δωμάτιο ή χώρος γενικότερα χωρίς παράθυρο, φεγγίτη η κάποια είσοδο φυσικού φωτισμού.

- Με πιάνει κατάθλιψη σ εκείνο το τυφλό δωμάτιο.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σκότωμα (από το σκότος), δηλαδή κενό στη περιοχή του οπτικού πεδίου, όπου η ορατότητα είναι μηδενική, άσχετα από συνθήκες φωτισμού η φυσικών εμποδίων.

Οφείλεται σε ιδιαιτερότητα της οπτικής ικανότητας (ή ανικανότητας) του ματιού, και η ύπαρξη του δεν γίνεται αντιληπτή από το άτομο.

Επίσης στην οδήγηση, τυφλό σημείο λέγεται η περιοχή που δεν είναι ορατή στον οδηγό είτε με ευθείας όραση είτε από ανάκλαση μέσω των καθρεπτών του αυτοκινήτου.

  1. Κατάθεση στη τροχαία:
    - Δεν τον είδα καθόλου, που ερχόταν πίσω μου με το μηχανάκι. Ήταν μέσα στο τυφλό σημείο.

  2. Δεν τον είδε. Ήταν μέσα στο σκότωμα.

(από iwn, 03/11/10)Κεντρικό σκότωμα (central scotoma) (από allivegp, 03/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέθοδος φωτισμού και αερισμού υπόγειων χώρων αλλά και μικρή αυλή στο πίσω μέρος, συνήθως μονοκατοικίας.

Από τo γαλλικό cour anglaise, αγγλική αυλή. Η διαμόρφωση συνηθίζεται πολύ σε εγγλέζικες και αμερικανικές μονοκατοικίες.

Επαγγελματική αργκό σε μηχανικούς.

Φέρ' τα σχέδια να δούμε, εδώ είναι το γκαράζ, εδώ το WC, κι εδώ ο κουραγκλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει :

  1. είμαι βρεγμένος μέχρι το κόκαλο,
  2. είμαι καταϊδρωμένος,
  3. είμαι σφόδρα κατουρημένος (για βρέφος)
  4. όταν «στάζει η ουρά του γαϊδάρου» σημαίνει ότι δεν έγινε δα και τίποτα σπουδαίο, αξιοσημείωτο, σημαντικό κλπ. Συνώνυμα χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί και από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.
  1. Μ' έπιασε μια βροχή καθώς ερχόμουν, στάζω ολόκληρος.

  2. Μ' αυτή τη ζεστή, στάζω.

  3. - Δες σε παρακαλώ φιλενάδα, μήπως έκανε τσισάκια το μωρό; -Τι τσισάκια; αυτό καλέ στάζει. Παράτα τη μπιρίμπα κι έλα να τ αλλάξεις.

  4. Ε καλά τώρα, τον έγραψαν για παρκάρισμα κι έσταξε η ουρά του γαϊδάρου. Αυτός μόλις βγήκε απ τη φυλακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η προτροπή απευθύνεται σε κάποιον που, παραβιάζοντας την εντολή μίλα με κώλους, ν' ακούσεις πορδές, εμπλέκεται σε φραστικές διενέξεις με εγνωσμένα θεοπάλαβο, με τον τρελό του χωριού.

Η παρέα με ντεμέκ συμφιλιωτική διάθεση, προς τον φίλο που διαφωνεί φιλονικώντας και προσπαθεί μάταια να πείσει τον τρελό, άστεγο, ζητιάνο της πόλης.
- Άντε τώρα, φιληθείτε στόμα με κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.

Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.

Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προς Θεού, μη πάει το μυαλό σας σε κάνα αντιβηχικό σιρόπι, παστίλια, αφέψημα, γιατροσόφι, ματζούνι ή κάτι τέτοιο.

Η φράση σημαίνει διακόπτω απότομα, αποτελεσματικά, απερίφραστα και χωρίς χρονοτριβή την ενοχλητική δραστηριότητα κάποιου, τον αποστομώνω, τον διακόπτω, τον σταματώ, τον παύω, τον απειλώ.

Άρχισε πάλι να ενοχλεί τον άντρα μου στα τηλέφωνα, όμως εγώ θα της τον κόψω το βήχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η οικονομική καταστροφή, αλλά και η καταστροφή γενικότερα.

Από το τούρκικο batma = ναυάγιο.

- Τον απόλυτο ελέγχο των οικονομικών της εταιρείας θα τον έχω εγώ, μη πάθουμε κάνα μπατμά.

(από Asterix, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified