Κατ' αρχήν είναι το γνωστό υγρό που επικαλύπτει για να γυαλίσει και να προστατεύσει έπιπλα, μουσικά όργανα, πατώματα, χρώματα αυτοκινήτων, πέτρα κλπ, κλπ.

Μεταφορικά ο αυστηρός, τυπολάτρης, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, λεπτομερειακός, ισχυρογνώμων, άκαμπτος, εριστικός, κολλημένος κλπ, από το «κέρατο βερνικωμένο», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

- Ωχ, σ αυτόν τον υπάλληλο έπεσες; Αυτός είναι κέρατο βερνικωμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικάς, τουρκική προέλευση, σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Επίσης πεφτοπηδίκουλας, καζανόβας.

- Κάτω τα χέρια σου από μένα γιατί έμαθα ότι είσαι μεγάλος ζαμπαράς.

(από iwn, 16/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει με έντονο πάθος τον γνωστό αισθησιακό ερωτικό χορό «Τανγκο» είτε ευρωπαϊκό, είτε αργεντίνικο.

- Κοίταξε τους, κοίταξε τους, πως χορεύουν!!
- Αυτό φίλε μου δεν είναι χορός, είναι μισό γαμήσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Σούλι είναι περιοχή της Ηπείρου όπου το νερό δεν ευρίσκεται σε ικανοποιητική επάρκεια. Ο επιθετικός προσδιορισμός “Σουλιώτικο” λοιπόν, εν προκειμένω, δεν υποδηλώνει τόσο γεωγραφικό ή τοπικό προσδιορισμό, ούτε ενέχει κάποια εθνικοπατριωτική σημασία, όσο εννοεί την έλλειψη υγρής τριβής μεταξύ δυο η περισσότερων τριβομένων επιφανειών.

Κατά συνέπεια, όπως ορθώς θα έχετε αντιληφθεί, ως σουλιώτικη χαρακτηρίζεται η στεγνή, ξηρά, άνευ σιέλου ή έτερου λιπαντικού σεξουαλική συνεύρεση, η οποία και συνοδεύεται αναπόφευκτα και με έντονη αίσθηση άλγους.

Κατ' αντιστοιχία αναφέρεται και το «σουλιώτικο ξύρισμα» που πραγματοποιείται όχι μόνον απουσία αφρού ξυρίσματος, αλλά και με την ολοσχερή έλλειψη ή άνευ χρήσης του απλού ύδατος.

- Την έστρωσα κάτω και της έκανα ένα γαμήσι ...σουλιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφράζει μια αύξηση μεν, εύθραυστη δε, η οποία γι' αυτό και διακωμωδείται.

Για την ορθή εννοιολογική του απόδοση, το λήμμα θα πρέπει κατά τη χρήση του να εκφέρεται συνεχόμενα, ως μια λέξη. Αποτελείται από μια προσαύξηση βαθμού του ποσοτικού επιρρήματος «πολύ», διανθισμένη όμως με τροπικό επίρρημα που παραπέμπει σε μείωση μάλλον παρά σε αύξηση, κάνοντας τους κλασσικούς φιλόλογους να κοκκινίζουν από θυμό.

Αν ζούσε η Πυθία θα ήταν η αγαπημένη της φράση.

Το μηχανικό ανάλογο σ' ένα αυτοκίνητο, είναι σαν να πατάς γκάζι και φρένο μαζί.

- Μωρό μου, μ' αγαπάς;
- Εντελώς παραπολύ;

(από iwn, 16/10/10)

βλ και εντελώς τελείως

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαριά.

Το γεύμα που παρατίθεται μετά τις κηδείες και τα μνημόσυνα από το στενό συγγενικό περιβάλλον του αποβιώσαντος στους παρευρισκόμενους που προσήλθαν για να αποχαιρετίσουν η να τιμήσουν τον μακαρίτη (εξ ου και η ετυμολογία της).

Συνήθως (όχι απαραίτητα) περιλαμβάνει ψάρι.

- Ήμασταν στο μνημόσυνο της σχωρεμένης της Πουλχερίας. Μετά το καφέ είχανε και μακαριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αρχίζει να περπατά το παιδί, η μάνα κάνει περπατόπιτες. Μία ολόκληρη πηγαίνει στην νονά και επίσης από μία ολόκληρη πηγαίνει στις γιαγιάδες του παιδιού. Η νονά είναι υποχρεωμένη να πάρει τα πρώτα παπούτσια στο παιδί, ενώ η γιαγιά και ο παππούς δίνουν ένα δώρο στο παιδί, όπως επίσης του δίνουν και κέρματα, με τα οποία του εύχονται «σιδερένια πουδαρούδια».

Τις υπόλοιπες πίτες που κάνει η μητέρα τις κόβει σε κομμάτια και τις μοιράζει σε συγγενείς και φίλους επάνω σε ένα δίσκο. Ο καθένας για να πάρει το κομμάτι του πρέπει να τρέξει, για να τρέχει και το παιδί και όλοι δίνουν του κέρματα και του εύχονται «σιδερένια ποδαρούδια».

Στη συνέχεια βάζουν πάνω σε ένα τραπέζι διάφορα αντικείμενα που αντιπροσωπεύουν επαγγέλματα π.χ. χτένα = κομμώτρια, λεφτά = πλούσιος, λαχανικά = κηπουρός κ.α., κάνουν τρεις φορές το σταυρό στην πίτα και η μάνα, κρατώντας το χέρι του παιδιού, κρατάει το μαχαίρι και σταυρώνει τρεις φορές την πίτα.

Μετά την κόβει σε κομματάκια και όλοι περιμένουν να δουν τι θα πάρει το παιδί στα χέρια του. Πιστεύουν ότι το αντικείμενο που θα πάρει από το τραπέζι θα είναι το επάγγελμά του. Αυτό το έθιμο διατηρείται και σήμερα σε πολλές οικογένειες.

Σημ.: ο ορισμός μεταφέρθηκε αυτούσιος από το http://rizia.tripod.com/ethima3.htm.

- Κοπιάστε γειτόνοι και σας έκανα μια ωραία περπατόπιτα για τη μπέμπα.
- Να σας ζήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικά, η πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, παρατημένη, παραμελημένη με μισοχαμένα λογικά, η γριά, η τζαντόγρια, η παλιόγρια, η σκατόγρια.

Τούρκικης προέλευσης.

Αλλά και μεταφορικά για μεσήλικες που το παίζουν ντεμέκ νέοι.

  1. Δεν τη βλέπεις; Αυτή είναι σα γριά χαρχάλω.

  2. Δεν κοιτάς που χαρχάλιασες (γέρασες), μου θες και γούστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική λέξη για το άσυλο, συσσίτιο απόρων, και γενικότερα ίδρυμα προστασίας αναξιοπαθούντων.

Μεταφορικά, σημαίνει μια κατάσταση όπου προσέρχονται διάφορα άτομα, ετερόκλιτα, προσκεκλημένοι ή μη, όπου τρων, πίνουν και γενικώς καταναλώνουν δωρεάν σε βάρος άλλων.

- Αμάν βρε γυναίκα, κάθε μέρα μαζεύεις όλη τη γειτονιά στο σπίτι, ιμαρέτ το κάναμε δω μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα όβολα

Τα χρήματα, σε μορφή μεταλλικού νομίσματος, τα κέρματα, από το αρχαίο «οβολός», που ήταν νομισματική μονάδα (δεν είχαν δα τότε τραπεζογραμμάτια).

Αλλά και γενικότερα σήμερα το χρηματικό αντίτιμο σε κάθε μορφή του.
Συνώνυμα το μπαγιόκο, αργύρης, παράς, παράδες, τάλαρα, λεφτά, μουρμούρια κλπ.

- Επειδή η απόσταση είναι μεγάλη θα πρέπει να πέσουνε τα όβολα προκαταβολικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified