Έτσι λεγεται το κομβοέλασμα, δηλαδή πλατύ τεμάχιο μετάλλου το οποίο χρησιμεύει ώστε να ενώνει, συνήθως με ηλεκτροκόλληση άλλα και με βίδες, σαν σημείο συνάντησης (κόμβος), διάφορα άλλα ελάσματα σε μια μεταλλική κατασκευή πχ ένα μεταλλικό στέγαστρο η μια μεταλλική γέφυρα.Η λαπάτσα επίσης ενισχύει τη σύνδεση, από πλευράς μηχανικής αντοχής. Στα αγγλικά λέγεται gusset-plate. Ένα είδος λαπάτσας στη σιδηροδρομική ορολογία λέγεται και αμφιδέτης. ΕΙναι το έλασμα που ενώνει 2 ράγες,στα αγγλικα fish plate.
Σε αγροτικές καλλιέργειες η λέξη αναφέρεται σε είδος ζιζάνιου.

λαπάτσα λαπάτσα

ο μάστορας στο βοηθό:-Φερε μου ένα από τα αποκόμματα που περίσσεψαν, να φτιάξουμε μια λαπάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγεται η χρεωκοπία, η πτώχευση, η οικονομική καταστροφή, η μεγάλη οικονομική ζημιά, από κακή η από μη συνετή οικονομική διαχείριση. Από το τούρκικο μπατμά (batma) που σημαίνει ναυάγιο.

Ο πατέρας προς τους γιους του που έχουν αναλάβει πρόσφατα τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης:-Λεβέντες μου περικοψτε τα έξοδα γιατί θα πάθουμε κάνα μπατμά. λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Το ξύλινο παραθυρόφυλλο, η περσίδα, το πέτασμα. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kanat που σημαίνει φτερό, φτερούγα. Το pencere kanat στα τούρκικα είναι το παραθυρόφυλλο του παντζουριού.

Αντιγράφοντας 2 ετυμολογίες από το el.wiktionary.org :

1 κανάτι < μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική (qanû: καλάμι) < σουμεριακή (gi.na)

2 κανάτι < τουρκική kanat < παλαιοτουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική **Kājnat*

Όχι τόσο συνηθισμένη, όμως χρησιμοποιείται η έκφραση στη Βόρειο Ελλάδα.

Πολύ σκοτείνιασε εδώ μέσα ρε παιδάκι μου, άνοιξε κάνα κανάτι να μπει λίγο φως.

κατασκευαστική λεπτομέρεια από σύγχρονα τούρκικα κανάτια αλουμινίου

φτερούγα κοτόπουλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει βιοπορισμό, περιορισμένη επαγγελματική δραστηριότητα, διαχείριση κατάστασης η χειραγώγηση προσώπου.

1) -ΕΡΩΤΗΣΗ:-και πως τα φέρνεις βόλτα?
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:-πουλάω μαλλί της γριάς στα πανηγύρια.

2) -Πάλι τον έφερε βόλτα τον προϊστάμενο και κατάφερε να πάρει 2 φορές αύξηση στον ίδιο χρόνο.

3) -Μου 'πέσαν δέκα προβλήματα μαζεμένα στο κεφάλι και δεν ξέρω πώς θα τα φέρω βόλτα.

4) -Πρώτο καμάκι ο Ντίνος, την έφερε βόλτα τη Σουηδέζα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο που κατορθώνει και επιβιώνει η βιοπορίζεται η μεγαλουργεί νόμιμα και αξιοπρεπώς με θεμιτά μέσα, ευστροφία, ικανότητα αλλά και με πονηριά, χωρίς να χρειάζεται να κοπιάσει σωματικά ιδιαίτερα.

Στη παρέα

ΕΡΩΤΗΣΗ:-Καλά ρε συ, για πες μας το μυστικό?! Πως τα καταφέρνεις? Εμείς δουλεύουμε απ το πρωί μέχρι το βράδυ και δεν μπορούμε να σταυρώσουμε δραχμή.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ:- Α παιδιά όλα κι όλα, ο βλάχος κρασί πίνει, αλλά αμπέλι δεν σκάβει.

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να τονίσουμε με έκπληξη ή θαυμασμό ή απορία κάτι το σπάνιο, το εξαιρετικό, το παράταιρο, το μοναδικό, το αξιοθαύμαστο. Συνοδεύεται απαρέγκλιτα στη συνεχεία με το "δεν είδα" το οποίο αναφέρεται στο περί ου ο λόγος γεγονός, αντικείμενο η κατάσταση. Παρόμοιες εκφράσεις: "τόσα χρόνια βαρελάς ...τέτοιο πάτο δεν ξανάδα" επίσης "Σαράντα χρόνια φούρναρης ...έχω ψήσει"

(από παροιμία) : "είδα κι είδα, γύφτο παπά δεν είδα"

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός μιας κατάστασης έκρυθμης, η μάχης, η καυγά, αλλιώς η αναταραχή, η αναμπουμπούλα, ο πανικός, η σύγχυση, η φασαρία με φωνές, ποδοβολητά, κραυγές, οιμωγές.

Μέσ στον πανικό και την αντάρα δεν πήρα χαμπάρι για πότε μου ξάφρισε κάποιος το πορτοφόλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που απαντάται σε χρήση παραπλήσια με την κυριολεκτική της σημασία αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δυσμενώς,είτε χειρίζεται καταστάσεις είτε ενεργεί, χωρίς να επιδεικνύει την επιβεβλημένη διάκριση μεταξύ εμφανώς διαφοροποιημένων καταστάσεων.

Η σβάρνα, ως γνωστόν, είναι βαρύ μεταλλικό γεωργικό εργαλείο ισοπέδωσης χωραφιών και διάλυσης σβόλων γης, καθιστώντας τα πιο εύφορα, με σκοπό την ευχερέστερη και βελτιωμένη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων.

Ότι παρασύρει λοιπόν μια σβάρνα στο πέρασμά της, καταστρέφεται, διαλύεται, σκορπάει ισοπεδώνεται.

  1. -Προχθές στην εθνική οδό μια νταλίκα χωρίς φρένα πήρε σβάρνα όλα τα αυτοκίνητα που συνάντησε στο πέρασμά της

  2. -Αυτός είναι να μην ανοίξει το στόμα του στη Βουλή. Θα τους πάρει όλους σβάρνα.

  3. πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα

παρόμοιες εκφράσεις: μικρό μεγάλο παστρεύει, όλα στο ίδιο τσουβάλι, ισοπεδώνω.

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, που δεν δείχνει ενδιαφέρον, ζήλο, προσήλωση η επιμέλεια στα έργα του, που κάνει πρόχειρη ανολοκλήρωτη δουλειά, σαν αγγαρεία, τεμπέλικα, βαρετά, στο γόνατο, στο πόδι, με ζημιές και κακοτεχνίες. Η σβάρνα είναι γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες για να ισιώνει το χώμα σε χωράφι και να σπάει σβόλους γης. Το ρήμα σβαρνίζω σημαίνει ότι σέρνω κάποιο αντικείμενο απρόσεκτα, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή η προφύλαξη, αδιαφορώντας για τυχόν ζημία που μπορεί να υποστεί η να προκαλέσει.

  1. Στοιχείο λίστας

-Ωχ, σε ποιον πήγες και ανέθεσες αυτή τη δουλειά?! Είναι μεγάλος σβαρνιάρης. Στο τέλος θα αναγκαστείς να την κάνεις εσύ ο ίδιος.

  1. Στοιχείο λίστας

ο εργοδηγός στον εργάτη:- Αν συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι σβαρνιάρικα θα πας στο σπίτι σου.

Got a better definition? Add it!

Published

-Προχθές βρεθήκαμε με κάτι παλιούς φίλους και πήγαμε για κρασί. Μέσα σε δυο ώρες είχαμε γίνει ντάμπετερ.

Σημαίνει τελείως, εντελώς, πέρα ως πέρα, στα άκρα, στο τέρμα, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει περισσότερο, έχει λήξει, δεν χωράει άλλο, δεν παίρνει άλλο, δεν πάει παρά πέρα κλπ Λέγεται και ντάμπιτερ η και νταμπιτέρ. Απο το τούρκικο “da biter” που σημαίνει τέλος, άκρη τελειώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified