Ο γέρος, ο ηλικιωμένος, το χούφταλο, το ραμολιμέντο, ο χαρχάλης, ο υπέργηρος, το σαράβαλο, ο κωλόγερος.

Τουλάχιστον μπαμπαδισμός αν όχι... μπαμπαλισμός.

Η έκφραση, αναλόγως των περιστάσεων, χρησιμοποιείται με περιπαικτική διάθεση, κατανόηση και συμπάθεια, αντικαθιστώντας ή αποφεύγοντας βαρύτερους συνώνυμους χαρακτηρισμούς, αλλά και απαξιωτικά ή υβριστικά, είτε για άτομα περασμένης, τρίτης ηλικίας είτε για άτομα πάσης ηλικίας που εκφράζουν όμως, λόγω και έργω, άπιαστες, ανεπίτευκτες ανησυχίες και προσδοκίες νεώτερης ηλικίας.

Οι 20άρες φίλες στον 35άρη κορτάκια:
- Άντε βρε γερομπαμπαλή, που θέλεις και πιπίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται γλαφυρά και νοσταλγικά στο ένδοξο παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Παρόμοια γνωστή έκφραση από τον εθνικό μας ποιητή :«περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις».

Αναφέρεται επίσης και για να χαρακτηρίσει πράξεις μειωμένου γοήτρου ή κύρους συγκρινόμενες με προηγούμενες καταστάσεις.

- Τον είδες τον καινούργιο προϊστάμενο;
- Άσε τον είδα, εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ άρματα, κρεμούν οι γύφτοι τα νταούλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αργόστροφος, ο βλαξ, ο χαζός, ο μωρός, ο ηλίθιος, o ξεκούτης, ο ξεμωραμένος, ο σερσέμης, ο ανόητος, ο αχμάκης, ο χαζούτσικος, ο τοκ-τοκ κλπ..

Και μπουνάκης, μπουνάκας, μπουνάκλας, μπονάκης.

Παίζει και το ρήμα συνήθως σε αόριστο, «μπουνακλάντισα», με την έννοια ότι εξουθενώθηκα, ταλαιπωρήθηκα, πρήχτηκα, κουράστηκα, χάζεψα.

Επίσης «μας μπουνακλάντισες», δηλαδή μας έπρηξες, μας κούρασες, μας χάζεψες , μας ταλαιπώρησες, μας κούρασες.

Από το τούρκικο bunak που εννοεί κάτι σαν τη γεροντική άνοια.

  1. - Δεν παραξενεύομαι καθόλου μ αυτά που σου είπε, γιατί ξέρω τι μπουνακλάκης είναι.

  2. Η Λάουρα: - Ίσα ρε μπουνακλάκη, που θες να μας πάρεις νυχτιά με 50 ευρώ.

  3. - Πω Πω, πολύ κουραστικός είσαι μωρ' αδερφάκι μου, μας μπουνακλάντισες.

  4. Από το πρωί, όλη μέρα τρέχω στις υπηρεσίες, ανέβα-κατέβα, αμάν πια, μπουνακλάντισα.

(από iwn, 19/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόψε Χάρος Έρχεται Παίρνει Ασθενείς.

Παράφραση των αρχικών του γνωστού (και πολύ καλού κατά τα άλλα) Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης που, έμμεσα και σκωπτικά, αντικατοπτρίζει το κοινό περί Δημόσιας Νοσοκομειακής Περίθαλψης αίσθημα του λαού και καυτηριάζει την γενικότερη και διαχρονική ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα του συστήματος προστασίας της δημόσιας υγείας της χώρας.

Από το γνήσιο AHEPA: American Hellenic Educational Progressive Association δηλαδή Αμερικανικός Ελληνικός Εκπαιδευτικός Προοδευτικός Σύνδεσμος.

Στηn παρέα με Θεσσαλονικιούς:
Α: -Ρε συ, ξέρεις τι σημαίνουν τα αρχικά ΑΧΕΠΑ;
Β: -Πού να ξέρω, του Δημοτικού είμαι.
Α: -Απόψε Χάρος έρχεται παίρνει ασθενείς.
Β: -Α να χαθείς ρε. Πού πας και τα βρίσκεις...

(από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέθοδος φωτισμού και αερισμού υπόγειων χώρων αλλά και μικρή αυλή στο πίσω μέρος, συνήθως μονοκατοικίας.

Από τo γαλλικό cour anglaise, αγγλική αυλή. Η διαμόρφωση συνηθίζεται πολύ σε εγγλέζικες και αμερικανικές μονοκατοικίες.

Επαγγελματική αργκό σε μηχανικούς.

Φέρ' τα σχέδια να δούμε, εδώ είναι το γκαράζ, εδώ το WC, κι εδώ ο κουραγκλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιβεβαιώνω, από το εγγλέζικο confirm = επιβεβαιώνω.

Επίσης κομφιρμάρω.

Θρυλείται ότι η διάχυση του λήμματος προήλθε από τον επιχειρηματικό κόσμο.

Στέλλα, επικοινώνησε σε παρακαλώ με τον κ. Σκορδοπούτσογλου, να κομφιρμάρεις τη παραγγελία του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο kilavuz που σημαίνει οδηγός (οδηγητής), αυτός που μας δείχνει το δρόμο.

Το κολαούζο ή σπειροτόμος, είναι εργαλείο κοπής σπειρώματος σε οπές, ενώ σε άξονες χρησιμοποιείται η φιλιέρα.

  1. «Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.»

  2. - Πιάσε το κολαούζο κι άνοιξε καινούριο πάσο (σπείρωμα).

(από Galadriel, 21/01/10)(από iwn, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κτυπάω κόκκινο. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει-χαρακτηρίσει γενικότερα μια κατάσταση που έχει φτάσει επικίνδυνα στο «ως εδώ και μη παρέκει».

Μια κατάσταση που είναι έτοιμη να εκραγεί, να αναφλεγεί, να ανατιναχτεί, να κατακρημνιστεί, να καταρρεύσει, να μπουρλοτιάσει και πάει λέγοντας.

Προφανώς η έκφραση έχει «ξεσηκωθεί» από το έντονο ερυθρό χρώμα ενδείξεων η ενδεικτικών προειδοποιητικών λυχνιών, οργάνων έλεγχου λειτουργίας μηχανημάτων κλπ, όπου καταδεικνύεται, με την έμφαση του άλικου χρώματος, μια κατάσταση κινδύνου προς ενέργεια και λήψη άμεσων διορθωτικών η κατασταλτικών μέτρων. Η κόκκινη ένδειξη, προκειμένου να σημάνει συναγερμό, συνοδεύεται πολλάκις και από σχετικό εντονότατο και συνεχή ήχο κώδωνος ή ετέρου ηχητικού σήματος, εξ ου και η χρήση του ρήματος «κτυπώ» στην έκφραση.

  1. Στη παρέα:«Ένεκα μνημόνιο, ότι αποταμιεύσεις είχα, τις έφαγα. Η κατάσταση κτύπησε κόκκινο. Είμαι απελπισμένος. Θα μεταναστεύσω στην Αυστραλία.»

  2. Το αφεντικό: «Κάθε μέρα έρχεσαι καθυστερημένος στη δουλειά, πρόσεχε γιατί έχεις κτυπήσει κόκκινο.»

red alarm (από iwn, 28/09/13)red (από iwn, 28/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.

Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.

Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.

Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified