Γενικός χαρακτηρισμός ιδιαίτερα εύχρηστος, κυρίως στην δεκαετία του '80. Κατ' αρχάς σημαίνει την γκόμενα κάποιου, ή το αγόρι της γκόμενας, αλλά είναι πολύ πιο κουλ. Επίσης σημαίνει τον κολλητό φίλο / φίλη, ή κάποιο πρόσωπο που καταλαβαίνουμε ποιο είναι αλλά για κάποιον λόγο δεν πρέπει να πούμε το όνομά του.

- Μάγκες απόψε έχει ντίσκο! Κανονίστε με τις έτσι σας και ραντεβού στην πλατεία στις 20:00!
- Μαλάκα Ηλία ψήσου να μην πεις στον έτσι να έρθει, οκ; Είναι μεγάλη λουστραρία δικέ μου!
- Κομπλέντερ η φάση Άκη! Του είπα να πάει να δει αν έρχομαι...

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι!, ετς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της έκφρασης «την κάνω» με την έννοια φεύγω, σπάω, παίρνω τον λοπού, την κανά κ.λπ. Χρησιμοποιείται μόνο στο πρώτο πρόσωπο (ενικό και πληθυντικό). Απλά, όπως κι οι παρόμοιες εκφράσεις, είναι πιο cool τρόπος να πεις ότι φεύγεις.

- Άντε μάγκες, θα την κλάσουμε; Σιχάθηκα εδώ πέρα! Κάθε μέρα το ίδιο μέρος δεν λέει!
- Αρντάν ρε Λέλο! Μας τα 'κανες τσουρέκια! Άμα δεν γουστάρεις πήγαινε με τον Ευγένιο, θα πάρει ταρίφα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος τρόπος έκφρασης. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την βόλτα που κάνουν τα αλάνια σε πλατείες και γενικά μέρη με πολύ κόσμο για να κοζάρουν τι παίζει από γκόμενες, κλαμπάκια κι άλλες εναλλακτικές λύσεις αποφυγής του σάπινγκ.

Προέρχεται από το αμερικάνικο «check it out» με γάματα ελληνική προφορά.

-Τι λέει ρε μουτσούνια; Την κλάνουμε για Εξάρχεια;
-Άραγκον ρε μάπα! Τώρα πάνε ο Μίνος με τον έτσι λετόνι να κάνουν το τσεκερά! Κοζέρνουμε τι θα μας πούνε και φεύγουμε στο ρόφτε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά ο καραγκιοζαίος, ο λεβιές, ρόμπα ξεκούμπωτη, τύπος που καταφέρνει πάντα να ξεφτιλίζεται δημοσίως. Κανένα επίπεδο ή αξιοπρέπεια. Αγνώστου προελεύσεως η λέξη. Ίσως από τους λουστράκους, υποθέτω...

- Γιωργάκη έρχεσαι; Πάμε κάνα Ψυρρή για τσεκερά!
- Οκέικ μαν. Αρκεί να μην είναι κι αυτός ο Ευγένιος. Όλο ρόμπα μας κάνει! Μεγάλη λουστραρία αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη μάγκικη διάλεκτο, το αραίωμα της κοκαΐνης με άλλη ουσία.

Τι μαλακίες είναι αυτές ρε! Ποιος έκοψε την κοκαΐνα μου με χάρπικ;

Δες και κόψιμο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαρτονόμισμα των 10 ευρώ, αφού 2 μούντζες = 10 δάχτυλα. Μάγκικη έκφραση που ίσως να προέρχεται από καλιαρντά.

-Καλά ρε μαλάκα, έδωσες 2 διπλόμουντζα γι' αυτήν την αηδία; Μαλάκα σε πιάσανε!!!
-Άσε ρε Γιωργάκη, μη μου το θυμίζεις τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Το φιξάκι, η πρέζα που πασάρουν σε κάποιον έχοντας βάλει μέσα δηλητήριο για να τον βγάλουν απ' τη μέση.

«Αγόρι μου, έχεις δει ποτέ να χτυπάνε ψάκι; Εγώ είδα κάποτε τον Κουτσοπόδαρο όταν τ' άρπαξε στο Φίλλυ. Είχαμε μοντάρει στο δωμάτιό του έναν καθρέφτη που βλέπεις από πίσω, σαν εκείνους στα μπουρδέλα και ταρίφα ένα διπλόμουντζο για να τον πάρουν μάτι. Απ' το μπράτσο τη βελόνα δεν την έβγαλε ποτέ.»

William Burroughs - Γυμνό Γεύμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεφαρίκι πράμα, τούμπανο, τζιτζί, γενικά πολύ καλής ποιότητας και αξίας. Προέρχεται απο το «made in england», παραφρασμένο στα ελληνικά.

Άσε μαλάκα, είδες τζάμικο που φόραγε ο Τάκης; Μέγκλα!!!

για μέγκλα γεύση (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H χλέπα, η φτύξα αλλα πιο τσαμπουκαλεμένο. Προφέρεται και τάλαρο.

- Άνοιξε ρε πούστη μη σου γεμίσω το κουδούνι τάλιρα!!!

Βλ. και χλεμπόνα, ροχάλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κωλομπαράς, που αρέσκεται να γαμάει κώλο ανεξαρτήτως φύλου, gay ενεργητικός (ποτέ παθητικός). Ενίοτε αντικαθιστά το «μαλάκας» μεταξύ φίλων.

- Τι κοιτάει ρε ο καριόλης! Τσαμπουκά θέλει; Θα τον αρχίσω στα τάλιρα!
- Άραγκον μαν, κωλόμπα είναι. Τον κώλο παπαρούνα θέλει να σου κάνει...

0.45 και μετά (από Khan, 23/04/11)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλομπαράς, κολομπαράς. Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified