Ρητορικού τύπου ερώτηση. Μπορεί να θεωρηθεί από απλά περιπαικτική και πειρακτική, έως ευθέως κακεντρεχής και προσβλητική. Ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Την εξαπολύουμε με υφάκι και σαρδόνιο χαμόγελο εναντίον παλιού φίλου / γνωστού, που έχουμε να τον δούμε καιρό και ο οποίος στο μεταξύ έχει παχύνει ελεεινά. Ακριβώς σαν να κατάπινε τσιμέντο όλο αυτό το διάστημα...

- Ρε Μιχάλη! Πώς έγινες έτσι ρε μαλάκα, τσιμέντο έτρωγες; Αυτά είναι..

Γιατί όμως τσιμέντο και όχι κάτι άλλο σαβουροειδές, π.χ. άμμο ή χώμα ή χαλίκια;

  1. Διότι το τσιμέντο ως υλικό είναι ευτελέστατο, πάμφθηνο και σε πρώτη ζήτηση. Ο ορισμός της σαβούρας δλδ.

  2. Διότι σε αντίθεση π.χ. με τις πέτρες, το τσιμέντο «μαγειρεύεται», με την προσθήκη νερού στη σκόνη και το ακόλουθο ανακάτεμα.

  3. Διότι είναι κυριολεκτικά «βαρύ» κι «ασήκωτο» και ως φαΐ σούπερ θρεπτικό, ιδίως το ωπλισμένο (μπετόν αρμέ) με τα πολύτιμα μεταλλικά ιχνοστοιχεία...

  4. Διότι η οικοδομή και ο ευρύτερος κατασκευαστικός κλάδος παραμένει προνομιακό θέμα συζήτησης του κλασικού έλληνα, μαζί με το ποδόσφαιρο και τα αυτοκίνητα. Έστω και ερασιτεχνικά, αρέσει στον κλασικό έλληνα να το παίζει μαστόρι και να ανακατεύεται με τις λάσπες και να παινεύεται πως «το τσαρδί μου το 'χτισα 'γω ο ίδιος με τούτα δω τα χέρια»...

  5. Διότι ο όρος τσιμέντο εμπεριέχει ισχυρές συνδηλώσεις βλακείας και ξεροκεφαλιάς. Βλ. λήμματα μπετό, μπετόβλακας.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε απλή πρόταση κατάφασης:

- Κοίτα ρε μαλάκα το Μάκη πως κατάντησε, τσιμέντα θα πρέπει να έτρωγε, δεν εξηγείται αλλιώς πως έβαλε 20 κιλά σε 3 μήνες...

Συνήθως όμως προτιμάται η ερωτηματική διατύπωση, καθώς έτσι δίνουμε πάσα στο συνομιλητή μας για να πει κι αυτός την κακία του και να συνεχιστεί το κράξιμο του δυστυχούς υπέρβαρου εν χορδαίς και οργάνοις...

(Στην παραλία)

- Πω ρε φίλε τι οικογενειακή κωλοπαραλία είν' αυτή που μ' έφερες... Αντί να βλέπουμε κάνα ωραίο μουνί, είναι τίγκα στα παιδοβούβαλα με τις φακλάνες τις μάνες τους.. Τι στο διάολο τα ταΐζουνε κι έχουνε γίνει έτσι, τσιμέντο; Μου χαλάν την αισθητική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου, κατά κανόνα μειωτικός, απαξιωτικός, ειρωνικός και χλευαστικός.

Τουρίστας είναι ο αργόσχολος, ξυσαρχίδης, αυτός που ψωλάρει, αυτός που έχει της ψωλής του το χαβά, ο αθκειασερός (στα κυπριακά αυτός που αδειάζει, δλδ δεν έχει δουλειά).

Όχι όμως οποιοσδήποτε αργόσχολος και ξυσαρχίδης. Ο τουρίστας νοείται πάντα αναφορικά με ένα συγκεκριμένο μέρος, συνήθως κάποιο χώρο εργασίας. Παρευρίσκεται εντός του χώρου αυτού, όχι όμως για να εκπληρώσει τα εργασιακά του καθήκοντα. Δεν συμμετέχει ενεργά και με ζήλο στο εργασιακό γίγνεσθαι. Είναι αντιπαραγωγικός, χωρίς να φθάνει έως το σημείο να γίνεται σαμποτέρ. Διότι πολύ απλά στ' αρχίδια του. Ενδεχομένως εκτελεί τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις του, με τρόπο όμως τελείως μηχανιστικό, χωρίς να νιώθει Χριστό.

Τουρίστες θα δεις πολλούς να «απασχολούνται» σε δημόσιες υπηρεσίες. Μιλάνε με τις ώρες στο κινητό με το βασανάκι τους, αράζουν με την καφεδούμπα και (μέχρις εσχάτως) την τσιγαρούμπα τους, πάνε καμιά βόλτα στα μαγαζιά όταν βαρεθούν απ' το καθισιό και γενικά εννιά έχει ο μήνας.

Το τουριστικό φαινόμενο παρατηρείται κατά κόρον και στα στρατόπεδα, όπου ιδίως οι παλιοί, που πρόκειται να πάρουν απολυτήριο, απέχουν πλέον από οποιαδήποτε δουλειά και το μόνο που κάνουν είναι απλά να υφίστανται, σαν τα φυτά ένα πράμα..
Πρόκειται κατ' ουσίαν για πουθενάδες (αν και η τελευταία είναι ευρύτερη έννοια, περιλαμβάνει και περιπτώσεις βύσματος κλπ)

Τουρίστες λέγονται ακόμη και μαθητές / φοιτητές που εμφανίζονται στα μαθήματα όποτε τους καυλώσει, στη χάση και στη φέξη. Συνήθως ανεβαίνουν μέχρι τη σχολή μόνο για να πιουν καφέ και να χαβαλεδιάσουν με τους φίλους τους. Όταν καμιά φορά δεήσουν και μπουν στην παράδοση - δίκην αλεξιπτωτιστών - αδυνατούν να παρακολουθήσουν. Είναι βαθιά νυχτωμένοι περί του αντικειμένου και περιορίζονται στο να οχλαγωγούν και να καλαμπουρίζουν στα ορεινά έδρανα. Ίσως ανοίξουν και καμιά αθλητική / στοιχηματζίδικη εφημερίδα για να περάσει η ώρα. Τους φοιτητές τουρίστες ενδιαφέρει πρωτίστως η κοινωνικοποίηση (socializing). Μετάφραση: να χτυπήσουν καμιά γκόμενα...

  1. Τουρίστες απαντώνται και στον ιδιωτικό τομέα. Γνωστός του γράφοντος δουλεύει στο σ/μ του Βασιλόπουλου στο Φάρο Ψυχικού, με τετράωρο ωράριο. Επανειλημμένα είχε ζητήσει από το διευθυντή να τον κάνει οχτάωρο, γιατί δεν έβγαινε οικονομικά. Επειδή ο διευθυντής τον έγραφε, ο δικός μου αποφάσισε να γίνει τουρίστας, διαμαρτυρόμενος για τη συμπεριφορά αυτή. Δούλευε δλδ σε ρυθμούς ρελαντί, χαλαρουίτα. Ο διευθυντής εξοργισμένος τον κάλεσε να υπογράψει την παραίτησή του. «Είσαι μαλάκας άνθρωπέ μου που θα παραιτηθώ; Αν δε γουστάρεις, απόλυσέ με, και στάξε μου την αποζημίωση..» Και η απάντηση του διευθυντή: «καλά, συνέχισε να έρχεσαι για δουλειά, δεν είπαμε και τίποτα..»

  2. - Έχεις σημειώσεις για Νεοελληνική Φιλολογία ΙΙΙ;
    - Όχι, αλλά νομίζω θα βρω απ' το Μάκη. Μου 'χει πει πως παρακολουθεί.
    - Καλά, τώρα ψώνισες από σβέρκο.. Ο άνθρωπος είναι τουρίστας, παντελώς άσχετος με το άθλημα.. Πάει μόνο για να βρει καμιά γκόμενα..

  3. Τουρίστας είναι (στα ομαδικά αθλήματα) ο παίχτης που δεν υπάρχει μες το γήπεδο, απλά σέρνει τα πόδια του πάνω κάτω χωρίς να προσφέρει τίποτα. Τέτοιοι τουρίστες είναι ενίοτε χαρισματικοί παίχτες, που όμως την έχουν δει ντίβες και άρα απαξιούν να ασχοληθούν με το ματς όταν δε βρίσκονται σε φάση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ομαδικά αθλήματα (ιδίως μπάσκετ, αλλά και ποδόσφαιρο κλπ), φονιάς αποκαλείται, με μεγάλη δόση σεβασμού, ο χαρισματικός σκόρερ, που έχει τον τρόπο του να στέλνει τη μπάλα στο πλεχτό.

Ο φονιάς καθαρίζει συνήθως στις δύσκολες φάσεις, όταν ο αγώνας είναι αμφίρροπος, τότε που όλα παίζονται, τότε που απ' το άγχος η μπάλα μοιάζει να ζυγίζει 200 κιλά κι οι περισσότεροι την αποφεύγουν σαν καυτή πατάτα.

Ο φονιάς διαθέτει παροιμιώδη ψυχραιμία (αγγλιστί cold-blooded) και ατσαλένια νεύρα. Δεν φοβάται να αναλάβει την ευθύνη του τελειώματος μιας δύσκολης φάσης. Είναι επίσης λιγότερο ευάλωτος στην ψυχολογική πίεση που ασκεί η αντίπαλη εξέδρα, σε εκτός έδρας ματς. Γράφει στα παπάρια του τις γιούχες των φανατικών και απλά κάνει τη δουλειά του. Ο φονιάς είναι ψυχάρα, είναι μάγκας και καραμπουζουκλής.

Τα καίρια χτυπήματα του φονιά, σκοτώνουν κυριολεκτικά την αντίπαλη ομάδα, που ψάχνει να δει τι της συνέβηκε και τι αστροπελέκι ήταν αυτό που τη χτύπησε. Αποκαλείται και κίλερ, αγγλισμός που έχει πλήρως καθιερωθεί, αυτούσιος, στο εγχώριο slang λεξιλόγιο. Σπανιότερα και δολοφόνος (τότε συνήθως συνοδεύεται από τον προσδιορισμό «με το αγγελικό πρόσωπο», κλασική δημοσιογραφίστικη κοινοτοπία).

Όπως οι περισσότεροι ικανοί παίχτες, ο φονιάς γίνεται συνήθως βεντέτα, δημιουργεί τον προσωπικό του μύθο, που τον θέλει λιγομίλητο, σκληρό και απρόσιτο... Ακριβώς όπως και ο χατζιδακικός-γκατσικός Γιάννης ο Φονιάς, στο ομώνυμο τραγούδι από το δίσκο Αθανασία, του 1976...

  1. Είναι ένας φοβερός τύπος και πραγματικά ήταν τιμή μου που αγωνίστηκα στην ίδια ομάδα με αυτόν. Τα χρόνια που παίξαμε μαζί ήταν ο καλύτερος σουτέρ σε όλη την Ευρώπη, ένας πραγματικός “φονιάς”. Μόλις η μπάλα πήγαινε στα χέρια του ήξερα ότι θα κατέληγε στο καλάθι.
    Τάδε έφη Ντίνο Ράτζα για Φραγκίσκο Αλβέρτη. Από εδώ.

  2. Campionato: «Φονιάς» ο Αντριάνο. Μεγάλος πρωταγωνιστής ο Αντριάνο που με δικό του γκολ στο 90', έδωσε την νίκη με 3-2 στην Ίντερ, έναντι της αιώνια αντίπαλου της, Μίλαν. Από εδώ.

(από johnblack, 07/11/09)Χρήστος Δημόπουλος - φονιάς (από poniroskylo, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα, ο μπουλκουμές, η πεολειχία, η βουκολική φλογέρα. Διότι γίνεται με το στόμα.

Κι αν προφορικό είναι το τσιμπούκι (εξόχως αναλυθέν υπό Βραστανδρός), γραπτό είναι φυσικά το γαμήσι, ο πήδουλας, the nasty thing που λένε και οι niggaz..

H προφορικότης συνεπάγεται και την επιπολαιότης της πράξεως. Είναι απείρως πιο βολικό για μια γκόμενα να τσιμπουκώσει παρά να γαμηθεί. Από πάσης απόψεως. Και πρακτικής (γιατί δε χρειάζεται να γδύνεται και μετά να κάνει μπάνιο για να ξεκολλήσουν τα φλόκια απ' την κοιλιά της κλπ) αλλά και ηθικής, λέμε τώρα. Διότι καμιά παρθενιά δε χάθηκε ποτέ από μια αθώα πιπούλα. Κι αν τη ρωτήσει και καμιά φίλη της «καλά μωρή πουτάνα, κι αυτόν τον πήρες;», μπορεί άνετα να απαντήσει αρνητικά. Ένα προφορικό δεν καταγράφεται στο παθητικό της, δεν προσμετράται στη black list με τους άντρες που έχει πάρει.

Το ίδιο ισχύει, από την αντίστροφη, για τους άντρες. Το να δώσεις μια πίπα είναι οπωσδήποτε μια επιτυχία, δεν συγκρίνεται όμως με το να τον βρέξεις στα ζεστά. Αυτό είναι που μένει, αυτό είναι που τελικά θα μετρήσει. Όταν σε ρωτήσει φίλος για το πόσες έχεις γαμήσει, αποκλείονται από την απάντηση - αν θες να είσαι ειλικρινής - αυτές που μόνο τους τον έδωσες στο στόμα. Έτσι είναι, scripta manent, verba volent, πώς να το κάνουμε; Μόνο το σκότωμα δίνει το δικαίωμα στον κυνηγό να κάνει άλλη μια χαρακιά στο όπλο του. Γι' αυτό και πολλοί τηρούν, πέραν της κλασικής λίστας με όσες φόρτωσαν στην καριέρα τους, και μια δεύτερη λίστα, με όσες - για χ λόγους - τους τον πήραν μονάχα στο στόμα. Έτσι για να ξέρουμε τι μας γίνεται.

  1. Οι νέας κοπής εγχώριες μουνίτσες τείνουν ολοταχώς προς την αναγωγή του προφορικού σε ολυμπιακό άθλημα. Οι διαγωνισμοί τσιμπουκιού που έκαναν μεταξύ τους οι αγγλίδες τουρίστ, σε Φαληράκι, Λαγανά Ζακύνθου, Κάβο Κερκύρας, Μάλια κλπ, πράγματα για τα οποία μαθαίναμε μόνο απ' τις ειδήσεις και μας φαινόσανταν από άλλο πλανήτη, αποτελούν πλέον και στα καθ' ημάς μια πραγματικότητα. «Τον έκανα να χύσει στο 5λεπτο σου λέω γλυκιά μου!» - «Και κάτι μας είπες τώρα μωρή! Εμένα μου τα έσκασε στο 1'45'', μετρημένο σου λέω με το ρολόι!». Διάλογοι κορασίδων, απολαυστικοί και υπαρκτότατοι.

  2. Τα προαναφερθέντα καριολάκια, πιστεύουν ακόμη πως το προφορικό είναι πιο υγιεινό και ακίνδυνο από πλευράς ΣουΜουΝου. Όταν καταπίνεις τα φλόκια, ακόμη και Έιτζ να έχει ο άλλος, δεν τρέχει μία, διότι πάνε κατευθείαν στο στομάχι, δεν εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και αποβάλλονται κανονικά από το έντερο. Μαγεία;

(από allivegp, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαφανισμένος. Που ποτέ δε βρίσκεται στο πόστο του. Που κι αν τον ψάξεις, θα 'ναι εις μάτην. Δεν παίζει να τον βρεις πουθενά.

Διευκρινίσεις.

  1. Πουθενάς ΔΕΝ είναι ο οποιοσδήποτε εξαφανισμένος. Δεν εμπίπτουν π.χ. στην κατηγορία αυτή οι αγνοούμενοι, που τους ψάχνει στα αζήτητα η Νικολούλjη και ο Ερυθρός Σταυρός. Πουθενάς ΔΕΝ είναι αυτός που απλά άνοιξε ένα πρωί την πόρτα του, είπε στη γυναίκα του πως πάει στο περίπτερο για τσιγάρα και ποτέ δεν επέστρεψε.

  2. Ο πουθενάς συνήθως είναι κάτοχος κάποιας θεσμικής θέσης. Με τη μόνη λεπτομέρεια ότι αυτό ισχύει μόνο στα χαρτιά. Διότι εξαιρετικά σπάνια - έως ποτέ - προσέρχεται για να εκτελέσει το καθήκον του.

  3. Ο κλασικότερος πουθενάς είναι ο τελών εν αργομισθία υπάλληλος. Φαινόμενο που παρατηρείται βεβαίως βεβαίως στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Θέσεις που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Κι ο μισθός εννοείται να πέφτει κανονικά και με το νόμο.

Παράδειγμα: φίλος του γράφοντος προσελήφθη σε ΟΤΑ με εξάμηνη σύμβαση. Για λόγο που μέχρι τώρα αγνοεί ακόμη κι ο ίδιος, δεν τον πήραν ποτέ τηλέφωνο να πάει για δουλειά. Και τα μισθά να πέφτουν κανονικά στην τράπεζα.

Στους κατ' ουσίαν πουθενάδες εμπίπτουν και οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) υπάλληλος της ΕΡΤ που η μοναδική του δουλειά ήταν να πηγαίνει με ταξί κάθε Κυριακή πρωί στην Πάρνηθα και να ρυθμίζει κάτι στις κεραίες. Ζήτημα 10 λεπτά δουλειά δλδ, χωρίς το πηγαινέλα.
β) οι φύλακες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας στην Πατησίων, που συνεννοούνται μεταξύ τους και κανονίζουν τις βάρδιες κατά τρόπο ώστε να δουλεύει ο καθένας τους μονάχα μια φορά στις 10 ή 15 μέρες.

  1. Αγαπημένος πουθενάς είναι και ο πανεπιστημιακός καθηγητής που δεν εμφανίζεται ποτέ στις παραδόσεις και στέλνει αντ' αυτού τα τσιράκια του, που συχνά δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα. Πολλά φοιτητόνια παίρνουν πτυχίο χωρίς ποτέ να έχουν δει τη φάτσα τέτοιων ανεκδιήγητων πουθενάδων.

  2. Να μη ξεχάσουμε τέλος και τους πουθενάδες φαντάρους, που λόγω βυσματικής την περνάνε ζάχαρη. Στην πιο light εκδοχή, πουθενάς φαντάρος είναι αυτός που ποτέ δεν βρίσκεται στο πόστο του (π.χ. ως νοσοκόμος), βγαίνει στην αναφορά όποτε του καυλώσει και γενικά ψωλάρει ανηλεώς και κατά σύστημα. Σε πιο hardcore φάσεις, ο πουθενάς απλά κάνει θητεία απ' το σπίτι του, κι εμφανίζεται μόνο στο τέλος για να τσιμπήσει το απολυτηριάκι του. If this is the case, τότε δεν μιλάμε για απλό δόντι, αλλά για χαυλιόδοντα από σιβηρικό μαμούθ...

  3. Ο πουθενάς είναι, generally speaking, υποκατηγορία του Ανύπαρκτου, αυτού που Δεν Υπάρχει. Ο τελευταίος όρος είναι βέβαια πολύ ευρύτερος, με τεράστιο πλην ασαφές νοηματικό περιεχόμενο. Εντούτοις, συγχύσεις μεταξύ των δύο ενίοτε δεν αποφεύγονται. Αλλά γι' αυτό είμαστε κι εμείς εδώ βρε...

  4. Πουθενάς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, μάλλον καταχρηστικά κττμγ, και ο επαγγελματίας εκείνος που ποτέ δεν τον βρίσκεις όταν τον θες, όχι όμως επειδή έχει τσακωθεί με τη δουλειά, αλλά επειδή πνίγεται στη δουλειά και δεν προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Το ακριβώς αντίθετο δλδ...

  1. - Ο Κωστάκης φίλε δουλεύει σε Υπουργείο. Πάει χαλαρά το πρωί με καμιά ωρίτσα καθυστέρηση, με την κάρτα χτυπημένη από συνάδελφο. Μετά στο άραγμα άλλη μια ωρίτσα, με καφεδούμπα και τα σχετικά. Ε μετά δε θα πάει και τη βόλτα του στα μαγαζιά κανά δυωράκι γεμάτο; Θα την πάει. Και φεύγει εννοείται και ένα δύωρο νωρίτερα.
    - Πουθενάς κανονικός δηλαδής...
    - Ναι, αλλά έχει και 17 χρόνια υπηρεσία στην πλάτη του, κάτσε καλά..

  2. Παραδείγματα συγκεκριμένων πουθενάδων.

Α. Ο πιο γνωστός πουθενάς καθηγητής στη Φιλοσοφική Αθηνών είναι κάποιος Μπενέτος της Λατινικής Φιλολογίας. Τον έχουν κράξει οι παρατάξεις επανειλημμένα, μέχρι και ανακοινώσεις έχουν αφισοκολλήσει όπου τον ξεμπροστιάζουν. Κι αυτός το χαβά του. Στη Θεολογική, ψιλο-πουθενάς ήταν και ο πολύς πατέρας Μεταλληνός, που συνήθως έστελνε αντ' αυτού μια θεούσα απ' τις διδακτόρισσες, η οποία το μόνο που έκανε ήταν να διαβάζει με κατάνυξη αποσπάσματα από τα θεόπνευστα βιβλία του παπα-Γιώργη...

Β. Πρόσφατο είναι το σκάνδαλο με τους 116 πουθενάδες ναύτες που «υπηρετούσαν» τη θητεία τους στο Οίκημα του ΑΓΕΝ, μακράν την πιο βυσματική θέση σ' ολόκληρο το ΠιΝι. Όλοι ανεξαιρέτως γόνοι καλών οικογενειών και γαλάζια παιδιά, έκαναν μια βάρδια ο καθένας κάθε 15 μέρες, κάθε 20, κάθε μήνα. Ορισμένοι έκαναν μία κάθε τρεις μήνες. Προεκλογικά είχε πέσει κάποιο κραξιματάκι, δημοσιεύτηκε και στο νετ η λίστα με τα ονόματα. Στα παπάρια τους. Με το που ήρθαν οι πράσινοι, το Οίκημα έβαλε λουκέτο και τα φλωρόπαιδα σκορπίσαν γι' άλλες πολιτείες (δλδ για άλλες βυσματικές υπηρεσίες, μην τρελαθούμε κιόλας). Για περισσότερα βλ. εδώ.

Claude Lévi-Strauss, 1908-2009 (από johnblack, 03/11/09)Βασίλης Καρράς, Δεν πάω πουθενά (από poniroskylo, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμάω. Τόσο απλά.

Κι αν θέλουμε να το κάνουμε και φραγκοδίφραγκο, να πούμε πως ο γαμιάς «φορτώνει» τη ψωλή του στο «θύμα», της τον ακουμπάει. Για να «φορτώνει» όμως την ψωλή, πρέπει κι η ψωλή να είναι «φορτίο», να έχει δλδ κάποιο υπολογίσιμο βάρος. Η χρήση λοιπόν του ρήματος υποδηλώνει slightly το μεγάλο μέγεθος της πούτσας αυτού που γαμεί.

Κι επειδή επανάληψη μήτηρ μαθήσεως κλπ, ας κάνουμε μια λιστούλα - ενδεικτική, not εξαντλητική - συνωνύμων, έτσι για την καύλα μας.

Σπρώχνω - σπρώξιμο.

Σφίγγω - σφίξιμο.

Πνίγω

Κομματιάζω

Σφυρίζω (ένα πούτσο to sbd)

Τον ακουμπάω (τον πούτσο to sbd)

Aλλάζω τα υδραυλικά

Πετάω τα μάτια όξω (to sbd)

Kάνω παρέλαση

Παίζω καράτε

Χρακάρω (από τον ήχο «χρακ» / «κρακ» που κάνουν οι εισαγωγές-εξαγωγές)

Φιστικώνω

Πατάω (συνηθ. στη φράση «της πάταγες ένα πούτσο;»)

Μανικώνω / ρίχνω ένα μανίκι

Ταΐζω κρέας (sbd)

Σερβίρω ένα πούτσο (π.χ. της τον σέρβιρα άνετα)

Κερνάω (π.χ. το κέρναγες το μωρό που περνάει;)

Σφάζω (π.χ. το έσφαζες; - στο γόνατο...)

Σπάω στον πούτσο sbd - Σπάσιμο (π.χ. κορμάκι λεπτεπίλεπτο για σπάσιμο)

Ξηγάω τ' όνειρο

Πετσώνω - πέτσωμα.

Τεντώνω - τέντωμα.

Τον βρέχω (κάπου ζεστά και υγρά)

  1. - Βγήκατε τελικά με το μωρό απ' το FB;
    - Ναι, την Παρασκευή. Κάτι φιλάκια πέσανε στην καφετέρια και λίγο μπαλαμούτι μέσα στ' αμάξι όταν τη γύριζα.
    - Άρα το φόρτωμα αναβλήθηκε να υποθέσω..
    - Όχι για πολύ φίλος, όχι για πολύ...

  2. - Μαλάκα δε στα είπα, ξαναβρεθήκαμε με το μωρό απ' το Face...
    - Ένα μόνο θα σου πω. Φόρτωσες;
    - Όχι ρε γμτ, μου είπε πως είχε τα ρούχα της.
    - Κι εσύ το 'χαψες το μυθιστόρημα που σου σέρβιρε. Α ρε θύμα! Μια ζωή αγκαλίτσας θα μείνεις και καληνυχτάκιας περιωπής...

Θέλω να με φορτώσω, αλλά το ρουμλετάδικο είναι κατηλειμμένο. Που σου να μην κάνω κράτηση! (από GATZMAN, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Σολωμού 3 Κορυδαλλός, Τ.Κ 18110, τηλ. Διεύθυνσης 4957136, τηλ. Γραμματείας 4950339, fax 4964503. Για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.

Το εξωτικό προάστιο του Δήμου Κορυδαλλού, έχει ονομαστεί προφανώς έτσι εκ του ομωνύμου πτηνού, είναι όμως γνωστό ανά την υφήλιο για τις Φυλακές του: Δικαστική Φυλακή για τους άνδρες + Κλειστή Φυλακή Γυναικών.

Όταν ακούσεις κάποιον να λέει «Κορυδαλλός», στάνταρ 7 στις 10 φορές αναφέρεται στη γνωστή Φυλάκα, κατά σχήμα συνεκδοχής. Αν θεωρήσουμε αυτό το σχήμα λόγου ως ένα πρώτο σλανγκικό επίπεδο, τότε με τη χρήση της λέξης «πουλί» περνάμε σε ένα δεύτερο επίπεδο, που προϋποθέτει την εξοικείωση με το πρώτο. Δεν στέκει δλδ να αρχίσεις με τη μία να λες τις Φυλακές «πουλί», χωρίς πρώτα να έχεις χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές την έκφραση «στον Κορυδαλλό», «στον εξωτικό Κορυδαλλό», «στην εξοχή του Κορυδαλλού», «στο φρέσκο του Κορυδαλλού» κ.ο.κ.

Κανονικά θα έπρεπε να γράφεται και με κεφαλαίο: το Πουλί. Είναι όμως φρέσκια η σλανγκιά και ωσεκτουτού άγνωστη προς το παρόν στον γραπτό λόγο. Οπότε παραμένει το αρχικό μικρό μέχρι νεωτέρας διαταγής. Φιλάκια.

  1. — Που χάθηκε ο Μπαμπίνος;
    — Δεν τα 'μαθες; Μπούκαρε σ' ένα βενζινάδικο, τον τσάκωσαν και τώρα κάνει διακοπές διαρκείας στο πουλί.

  2. Τον είχαν στην Κέρκυρα κι έβαλε λυτούς και δεμένους να τον φέρουν εδώ Αθήνα, στο πουλί, να 'ρχεται η γυναίκα να τονε βλέπει καμιά φορά.

  3. Με τις μαλακίες που κάνεις σε βλέπω με εισιτηριάκι πρώτη θέση για το πουλί. Στ' αρχίδια σου, συνέχισε, κι εγώ θα 'ρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα. Μαλάκα, ε μαλάκα.

Για την απόλυτη εκτέλεση βλ. το Pink Flamingos του John Waters (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεπτά τριχοειδή εξογκώματα - απολήξεις, που βρίσκονται πάνω στα καινούρια λάστιχα, αυτά που μόλις βγήκαν απ' το εργοστάσιο και δεν έχουν ακόμα πατήσει χώμα ή άσφαλτο (απάτητα).

Τα ακροφύσια του ελαστικού, στο πιο επιστημονικό. Τα ελαστικά χύνονται σε καλούπια, και οι τρίχες αντιστοιχούν στις οπές από όπου πέρασε (χύθηκε) το ρευστό καουτσούκ που κατόπιν στερεοποιήθηκε μέσα στο καλούπι.

Δεν έχουν καμιά πρακτική χρησιμότητα. Μετά από ελάχιστο διάστημα πατήματος του ελαστικού, αποκόπτονται.

Ο μόνος λόγος που ασχολούμαστε εδώ με τρίχες: η ύπαρξη των εν λόγω απολήξεων αποδεικνύει πως το πατούμενο είναι φρέσκο και απάτητο, προσφέροντας προφ άριστη πρόσφυση. Το αντίθετο ενός φρέσκου και δροσερού πατούμενου είναι το ξερό ή ξεραμένο (πολυκαιρισμένο) ή το φαγωμένο (για τους καυλοτίμονους που αρέσκονται σε σπινιαρίσματα, κοκαλώματα, πατικωλίδια και λοιπά ινδιάνικα κόλπα).

Κι αν το λαστιχάκι είναι καινούριο, τότε μάλλον και όλο το εργαλείο είναι όπως βγήκε από τη μαμά του, της κούτας.

- Καινούριο είναι φίλε το μηχανάκι, όπως το πήρα απ' την αντιπροσωπεία, με τις τρίχες, δε βλέπεις;

Ισοδύναμες εκφράσεις:

  • [i]Mε τις ζελατίνες,
  • Δεν έχω προλάβει ούτε να κλάσω στο κάθισμά του,
  • Παρθένα.[/i]
  1. Το να φερμάρεις αμάξι ή μηχανάκι με τις τρίχες, δλδ καινούριο, θεωρείται ύψιστη επιτυχία για τα κυκλώματα που κλέβουν οχήματα και εν συνεχεία τα εμπορεύονται, συνήθως υπό μορφή ανταλλακτικών.

  2. - Τα έμαθες για το Νικολάκη; Μόλις έχασε καινούριο Fazer, μια βδομάδα σκάρτη να το κράτησε. Του το βούτηξαν μέσα απ' το γκαράζ του σπιτιού του, έτσι, με τις τρίχες απ' τα λάστιχα απάνω...

(από johnblack, 06/10/09)(από Vrastaman, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περίφημο μοντέλο DS της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας Citroën. Από τα δημοφιλέστερα τετράτροχα όλων των εποχών, πούλησε 1,5 εκατομμύρια τεμάχια κατά τη διάρκεια των 20 ετών παραγωγής του (1955-1975).

Το προσωνύμιο βάτραχος, ως εναλλακτική ονομασία του όλου αυτοκινήτου, είναι καθαρά ελληνική πατέντα, καρπός του ελληνικού ονοματοδοτικού δαιμονίου. Προφάνουσλυ, η έμπνευση δόθηκε πιο πολύ από τα μεγάλα και τουρλωτά μπροστινά φανάρια του DS, που μοιάζουν με τα μάτια του συμπαθούς πρασινωπού αμφιβίου. Γνωστά στην αλλοδαπή ως frog-eyes. Στη χώρα παρασκευής του, το μοντέλο είναι επίσης γνωστό ως Déesse (θεά), όρος που γνώρισε κάποια διάδοση και εκτός γαλλικών συνόρων. Πάντως, θεωρείται γενικά πως ο σχεδιαστής F. Bertoni εμπνεύσθηκε το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου από τα σαγόνια του καρχαρία.

Ο Βάτραχος ήταν ένα χλιδάτο και γαμιστερό για την εποχή του αμάξι, που προκάλεσε αίσθηση. Φουτουριστικός και αεροδυναμικός σχεδιασμός του αμαξώματος, και βέβαια η περίφημη υδροπνευματική ανάρτηση, η μεγάλη πατεντιά της Citroën. «Σαν να έπεσε απ' τον ουρανό» όπως σχολίασε ο στρουκτουραλιστής θεωρητικός της λογοτεχνίας Roland Barthes. Συμβόλιζε την αναγεννώμενη ισχύ της βαριά τραυματισμένης από τον πόλεμο Γαλλίας. Σήμερα, θα το κατατάσσαμε στην κατηγορία μαούνα, βάρκα ή νεκροφόρα.

Ο Βάτραχος είναι όμως και απόλυτα καλτ, αναγνωρίσιμο σύμβολο της αδηφάγου Pop Κουλτούρας. Αγαπήθηκε με πάθος, όπως και το Κατσαριδάκι, από αντικομφορμιστές κουλτουριάρηδες και λοιπές αλτερνατίβες. Το 1999, στο διαγωνισμό για το Αυτοκίνητο του Αιώνα, το βατράχι κατέκτησε την τρίτη θέση. Για την ιστορία, πρώτο ήταν το Ford T, δεύτερο το Mini, τέταρτος ο Σκαραβαίος και πέμπτο το Πορσικό το 911.

  1. Δεν ήταν μόνο η εμφάνιση και ο προχωρημένος για την εποχή του σχεδιασμός, αυτά που τράβηξαν την προσοχή του κοινού. Οι τεχνολογικές καινοτομίες που εισήγαγε ο «βάτραχος» ήταν και πολλές και σημαντικές: Στο DS εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πλήρως η θρυλική υδροπνευματική ανάρτηση, μεταβαλλόμενου ύψους.
    Από εδώ.

  2. Στα τέλη του 2005, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά, η Citroen παρουσίασε τη C6, τον «εγγονό του βατράχου», που το φθινόπωρο έρχεται πια και στην Ελλάδα.

Ο «βάτραχος» δεν έγινε θρύλος τυχαία, ούτε με τα όπλα του μάρκετινγκ. Ήταν ένα αυτοκίνητο πολύ μπροστά από την εποχή του. Και, φυσικά, για να φτάσει να γίνει σύμβολο μιας χώρας και, κυρίως, ενός τρόπου ζωής, μιας τάσης που συνδύασε μοναδικά την αισθητική με την τεχνολογία. Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τιραμισουρεαλιστική έκφραση.

Απαντάται συνήθως υπό μορφήν ερώτησης, ρητορικού τύπου: Μα καλά ρε μαλάκα, εσύ τη μαρμελάδα στ' αυτιά τη βάζεις; Ή ως νουθεσία: Σου 'χω πει τόσες φορές, τη μαρμελάδα την τρώμε, δεν τη βάζουμε στ' αυτιά μας... Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται αντί μαρμελάδας η πολυαγαπημένη μερέντα: Το ξέρουμε ότι σ' αρέσει η μερέντα, αλλά μπορείς τουλάχιστον να μην τη βάζεις στ' αυτιά σου;

Η αιτία της επίπληξης προφανής. Κάτι είπαμε στον άλλο, κι αυτός δεν το άκουσε, είτε επειδή ήταν αφηρημένος είτε επειδή όντως έχει κάποιο ψιλοπροβληματάκι με την ακοή του, που πιθανόν ακόμη να μη γνωρίζει. Και αντί λοιπόν να μας απαντήσει επί της ουσίας, βγάζει ένα μακρόσυρτο όσο και σπαστικό «Τίιιιιιι;;» που μας κάνει να τα πάρουμε στο κρανίο και να του τα χώσουμε δεόντως.

Συναφείς εκφράσεις

  1. Κουφάλογο. Κομματάκι βαρύ και ενδεχομένως προσβλητικό.
  2. Βγάλε τα γράσα απ' τα αυτιά. Κι αυτή η έκφραση είναι δηλητηριώδης, καθώς τα λιπαρά γράσα παραπέμπουν στο κερί που σχηματίζεται μέσα στην κοιλότητα του αυτιού και δυσχεραίνει την ακοή. Είναι σαν να λες στον άλλο ότι είναι βρωμύλος και δεν πλένει τ' αυτιά του.
  3. Περήφανος στ' αυτιά. Ήπια σχετικά έκφραση, μάλλον μπαμπαδίστικη.
  4. Τα αυτιά σου τα πέτσινα.

Σημειωτέον ότι ποτέ δεν χρησιμοποιούμε τα ανωτέρω όταν προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με έναν πραγματικά κουφό, άτομο δλδ με αποδεδειγμένα προβλήματα ακοής. Εκτός αν είμαστε τελείως κάφροι, ασεβείς και κανίβαλοι.

Τέλος, παραμένει άλυτο μυστήριο το γιατί κανείς να επιλέξει να τοποθετήσει τη μαρμελάδα στ' αυτιά του αντί να τη φάει. Μήπως για να μην παχύνει; Και γιατί δεν λέγεται κάτι αντίστοιχο και για τα μάτια, όταν δλδ κάποιος αδυνατεί να διακρίνει κάτι που του δείχνουμε;

— Πήδηξα που λες εκείνο το γκομενάκι που είχαμε γνωρίσει τις προάλλες...
— Τιιιιιί; Ξαναπές το μία, δεν σ' έπιασα, έχει και πολλή βαβούρα εδώ...
— Ε ρε μαρμελάδα στ' αυτιά που 'χει πέσει...
— Τι είπες πάλι; Μίλα πιο δυνατά ρε...
— Ρε δε μας γαμάς λέω γω βραδιάτικα, βαρηκοΐα και πάσης Ελλάδος...

Δοχείο συλλογής μαρμελάδας στην υποσαχαρική Αφρική (από Vrastaman, 02/10/09)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα, τίκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified