Έκφραση, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει επικείμενον λούτσο (μεταφορικά ή και κυριολεκτικά). Μερικώς παρόμοιο με την φράση κάνε χωρίστρα κι έρχομαι, δεδομένου ότι, μόνον η έκφανσή της: ετοιμάσου κι έρχομαι να σε γαμήσω έχει εδώ εφαρμογή, ενώ το ρήμα μεριάζω βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με τη λέξη κωλομέρια, ως προς την προετοιμασία - αναμονή ψωλιάς...

Εκ του γνωστού ποιήματος Ο βράχος και το κύμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, όπου προσωποποιείται ο βράχος ως Τούρκος και το μανιασμένο κύμα ως Έλλην, που αποζητεί διψασμένος το λυτρωμό του! Όλως παραδόξως, μια απλή αντικατάσταση του βράχου σε κώλο και του κύματος σε λούτσο, αρκεί, ώστε να αποδίδεται διττώς το ίδιο νόημα (κοίτα ο διάολος!). Ιδού το ποίημα.

- Έξι-πέντε! Αφήνεις παραμαμά! Έτσι και φέρω πεντάρες, την πούτσισες!
- Ωχ! Πεντάρια! Σκατά έφαγες;
- Μέριασε κώλε να διαβώ!

(από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία, που εφιστά (πλέον) την προσοχή σε συμβαλλόμενο είτε με έμπειρο (αλλά διεφθαρμένο) είτε με άπειρο (και ατζαμή) επαγγελματία.

Σε όλα τα επαγγέλματα έχει εφαρμογή η ρήση πρακτική ίσον μήτηρ μαθήσεως, (αγγλ. “practice makes perfect”) πλην όμως, σε ορισμένα (π.χ. δικηγόρος, εμπορικάτζα, γιατρός, μηχανικός κτλ) η απλή κτήση πτυχίου καθιστά τον τίτλο κενό γράμμα άνευ εμπειρίας. Δηλαδή ο νεοφώτιστος επαγγελματίας, ομοιάζει με μικρό γατάκι έναντι θηριωδών αρουραίων. Αιλουροειδές μεν κατ' όνομα, αδύναμο δε εν τοις πράγμασιν.

Από την άλλη μεριά, ένας έμπειρος επαγγελματίας, αποκτά συνήθως τη λεγόμενη «επαγγελματική διαστροφή» δηλ. τα βλέπει όλα μόνο μέσα από το πρίσμα του επιτηδεύματός του, αλλά ξέρει και τερτίπια, γνωρίζεται με κύκλους μυστήριους, συμμετέχει στη διαφθορά, καλύπτει ευχερώς ανομίες κτλ, οπότε δεν είναι και βέβαιον ότι δρα προς όφελος του εντολέα-συμμάχου του και σίγουρα είναι επικίνδυνος έναντι του αντισυμβαλλομένου-αντιπάλου του.

Κοινώς, άμα δεν είναι ντρίτος ο άνθρωπος, ούτε το διάολο να δεις - ούτε το σταυρό σου να κάνεις (αγγλ. catch 22 / double jeopardy).

  1. - Πήγα στο γιατρό και μου ’δωσε αυτά τα φάρμακα για τα μάτια μου.
    - Σε ποιόν πήγες;
    - Να, εδώ δίπλα στον τάδε του ΙΚΑ.
    - Ρε, αυτός είναι νιάνιαρο τί ξέρει απ’ αυτά; - Ε, πώς; Σπουδασμένος είναι στην Ελλάδα, με μάστερ στο εξωτερικό, δεν είναι σκιτζής ο άνθρωπος...
    - Καααλά.... Ο θεός να σε φυλάει από παλιά πουτάνα και καινούριο καπετάνιο! Να σε στείλω εγώ σ’ ένα δικό μου;

  2. - Έφερα τα ψώνια.
    - Ρέστα δεν έχει;
    - Δεν είχε ψιλά και μου’ δωσε η ψιλικατζού καραμέλες....
    - Δυο ευρώ για καραμέλες βουτύρου; Απ’ τα μπατζάκια μας τρέχουνε; Κότσο σ’ έπιασε η μπακαλόγρια, βρε χαϊβάνι!
    - Ε, αφού δεν είχε;
    - Σιγά μη δεν είχε! Σ’ είδε που’ σαι μπούας και στην έφερε! Ξέρεις πόσα χρόνια το’ χει το μαγαζί; Ο θεός να σε φυλάει από παλιά πουτάνα και καινούριο καπετάνιο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοιοκαταληκτική παροιμία, που εφιστά την προσοχή σε ανεξαρτήτως φυλετικού προσήμου συγχρωτιζομένους επί μακρών, ότι επίκειται λούτσος. Δηλαδή, αραίωνε και λίγο για θα πιάσουμε κορέους!

Στη «γαλάζια λίμνη» τα ξεμοναχιασμένα παιδάκια, από 'δω το φέρανε, από 'κει ήρθε, της τόνε φόρεσε της Μπρουκ ο τζες, n'est-ce pas;

Θυμίζει παλιό (40'ς-50'ς) μαθητικό κολομπαρίστικο (πάλι) πείραγμα: «Παράτα τα πηδήματα στο λέω για καλό σου, είμαστε συνομήλικοι τον ξέρω τον καημό σου»...

- Πού πάς;
- Πάω στου Γιώργου να διαβάσουμε.
- Πάλι στο Γιώργο; Γιατί εδώ σ' ενοχλεί κανένας; Το πολύ το σμίξιμο φέρνει και το μπήξιμο, αυτό λέω εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊτίστικη δαλιαννίδεια αργκοτική λέξη, που σημαίνει: «Τα 'χασα», «με ξάφνιασες», «με ξενέρωσες», «εξεπλάγην».

Δεν χρησιμοποιείται πλέον (αν ποτέ χρησιμοποιήθηκε και δεν είναι αποκύημα παρεΐστικης μαλακολογίας των θαμώνων του «Κίτρινου Σκίουρου» στο άλσος Ιλισίων).

Συνώνυμα: Μου πέσανε τα μαλλιά, έμεινα Τσάκωνας, φρικάρισα, με κούφανες, γιου κουφ μη μπέιμπι! κ.ά. Σημειωτέον, την δεκαετία του '80-'90 υφίστατο μπιλιαρδάδικο-ουφάδικο στα Ψηλαλώνια Πατρών, ονόματι «Η Κουφαμάρα»(!)

Συνήθως, ο πρωταγωνιστής καραφλιάζει, όταν του λέει κουφά ο γέρος του, που του τη σπάει γιατί δεν έχει (λέει) να του δώσει δυο καφετιά , που του ζήτησε να πάει με τη μηχανή του Μπαρμπαρέλλα, Αυτοκίνηση και Ντόριαν Γκρέη, προκειμένου να ρίξει μια γκόμενα που είναι φάση και του την δίνει για να κάνει κατάσταση μαζί της κ.τ.λ. - κ.τ.λ.

Η συνέχεια επί της οθόνης...

- Ρε Μήτσο, ξηγήσου ρε τη μηχανή σου, να πάω μέχρι του Ξεφτέρη! Κάνει πάρτυ απόψε στο στέκι με κάτι τουρίστριες, αφασία δικέ μου!
- Αφού ρε θα μου τη στουκάρεις πάλι πουθενά και θα μείνω ρέστος. Μη με φρικάρεις δικέ μου, προσέχεις;
- Τώρα με καράφλιασες δικέ μου! Κρίμα ρε και δε σ' είχα για τόσο ούφο...

Αν ήσουν άλλος (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφρασις, που αποδίδεται συνήθως εις νεάνιδα αρεσκομένην να επισκέπτεται το τσιμπουκιστάν.

Παλιά λέγανε, «της αρέσουνε τα ξινά», Κύριος οίδε διατί...

- Πάμε έξω το βράδι με τη Μαίρη και τις φιλενάδες της; Θα' ναι κι η Σία.
- Ποιά ρε; Αυτή η μπατάλα;
- Φίλος, μην κάνεις τα λάθη! Εδώ μιλάμε για μεγάλη πεοπιπιλόζα! Έχει ρουφήξει χιλιόμετρα τσουτσούνι η τύπισσα! Σου λέω, ο αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη δεν είναι τίποτα...
- Βούρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Φιλική προσφώνηση, εξέλιξη της έκφρασης μπόι (αγγλ. boy), που είναι με τη σειρά της μεταφρασμένη συνέχεια της προσφώνησης «αγόρι» μεταξύ φίλων, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον κυρίως στο ναυτικό, μαζί με άλλες ψευτο - αδερφίστικες ανταλλαγές προσωνυμίων - χαρακτηρισμών (π.χ. πού 'σαι μωρή κυρία / κληρού / κοπέλα / μαντάμ κ.τ.λ).

Άλλωστε, η παλιά προσφώνηση αγορίνα, χαρακτηρισμός άρρενος σε θηλυκό γένος, όπως και η περιγραφή νταρντάνας γυναίκας ως τσολιάς, λέει πολλά...

- Πού 'σαι συ ρε μπόιλερ; Μια βδομάδα χάθηκες!
- Ήμασταν ταξίδι με τον «Έβρο» (πλοίο). Χτες ήρθαμε.

Μποϊλεριανή(Αγόριανη) Παρνασσίδος (από GATZMAN, 09/02/11)Φραποστάλ. Βλέπεις κάστρα, ή ότι....  (από GATZMAN, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληρή παρότρυνση προς γέροντα ή ειρωνική προς (κατά φαντασίαν) ασθενή, να τοποθετήσει και το δεύτερο πόδι στον τάφο, αφού είναι κατά το κοινώς λεγόμενο ήδη «με το ένα πόδι στο λάκκο/τάφο».

Δηλαδή, αφού δεν την παλεύεις που δεν την παλεύεις, άντε τί κάθεσαι, χώσου μέσα μιαν ώρα αρχύτερα, να κλείσουμε το φέρετρο και να τελειώνουμε (πια) με την πάρτη σου.

Εκφράζει αγανάκτηση έναντι μεμψίμοιρων αξιοπαθούντων ή κανενός γκρινιάρη κωλόγερα.

- Ωχ! Τα πλευράκια μου! Κρύωσα με το αρκουδίσιον και με χάλασε...
- Σιγά μωρή κυρία! Άντε, βάλε και τ' άλλο μέσα να κλείσουμε το καπάκι! Μας τα' πρηξες απ' το πρωί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ινοβατίφ γηπεδική έκφραση, που σημαίνει το γνωστό: «Γαμώ την οικογένειά σου», «το σόι σου», «το ντι-εν-έι σου», «το μουνί της οικογένειάς σου!» κ.τ.λ.

Αναφέρεται στο οικογενειακό βιβλιάριο ασφαλίσεως υγείας.

- Πέναλτυ!
- Πέτσινο δίνει ο πουλημένος στο 90, γαμώ το οικογενειακό του βιβλιάριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified