Η κατάσταση αγαμησιάς όπου κάποιος παραμένει αγάμητος, σαν να μένει αγαμήτου και απάρτου γωνία ένα πράμα.

1. Στα πατώματα θα πέσουν τα βούτρα μου από την απαρτοσύνη, σαν λιωμένα βουτήρατα.

  1. Βγήκε η αγαμία κι η απαρτοσύνη παγανιά. (Από το Τουίτερ.)

Got a better definition? Add it!

Published

Μαγκίτικη απόδοση του Φέισμπουκ εκ των μουτσούνα και τεφτέρι.

Το Φέισμπουκ αλλιώς:

- φατσοτέφτερο
- αρκτικολεξιστί: φουμπού
- κουλεζιστί: φατσοβιβλίο - αρχαιοκαυλιστί: προσωποπάπυρος
- μπαρμπαμπριλιστί: φεϊσμπούκ
- πορνοδιαστροφιστί: φατσομπούκι
- πορνοδιαστροφιστί με πολλούς φίλους: φεϊσμπουκάκι
- τρολιστί: φέικμπουκ.

Πάσα: Δεινόσαυρος. «Το λήμμα γράφτηκε ύστερα από παραγγελία», όπως το καναπές ένα πράμα.

  1. Έκανε στο μουτσουνοτέφτερο την παρέμβασή του ο πρώτος τη τάξει γελωτοποιός της Τηλεδημοκρατίας μας, που κάνει τον κύκλο της μπλογκόσφαιρας! (Από το μουτσουνοτέφτερο).

2. Ήμουν από τις έξι έτοιμος, αυτή ήταν η ώρα του καλέσματος, πόσταρα τα τελευταία τσιτάτα στο μουτσουνοτέφτερο, τιτίβισα την τελευταία εξυπνάδα της στιγμής και κατέβασα τον διακόπτη, παίρνοντας τους δρόμους με το αγωνιστικό φρόνημα υψηλό.

3. Βρείτε μας και στο μουτσουνοτέφτερο!

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι και το μωρό, αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που προσπαθούν να νεάσουν, εν ανάγκη και με όσα μέσα προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία. Ο χαρακτηρισμός μπεμπέκα συχνά βγάζει κάτι σε ζουμπουρλού, σε νεοσιξτίλα, σε φάση μικροαστικίλας, Ελεεινίδας, κ.τ.ό., αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με καυλή έννοια. Για περισσότερα βλ. γεροντομπεμπέκα και κουμπαρομπεμπέκα.

1. Πολλά έχουν πεί για την Δέσποινα Βανδή. Στην ηλικία των 45 πλέον η τραγουδίστρια δεν έχει καμία ανάγκη να το παίξει μπεμπέκα.

2. «Δεν βλέπω καμία αλήθεια στη Μανωλίδου. Δεν βλέπω έναν αυθεντικό άνθρωπο. Βλέπω μια γυναίκα που παίζει πολύ το κοριτσάκι, την μπεμπέκα«

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικότυπος, πρόκειται για την στρουμπουλή και ελαφρώς παχουλή γυναίκα, όπου όμως ισχύει μέχρι κάποιο βαθμό το «τα πάχη μου, τα κάλλη μου», καθώς βγάζει κάτι το χυμώδες, το σεξουλιάρικο, το μητρικό, μια ζουισάνς όπου ο έρωτας περνάει από το στομάχι.

Βγάζει κάτι σε νεολωξάντρα, σε νεοσιξτίλα, σε μπεμπέκα. Νταξ στους ανορεξικούς καιρούς που ζούμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αρκετά αρνητικά ή κατ' ευφημισμόν για να μην πούμε ότι η κοπέλα είναι τόφαλος, ή έστω έχει λίγα κιλά παραπάνω από ό,τι θα θέλαμε σύμφωνα με τα μοδέρνα, φευ, γούστα μας. (Παρεπιφτού, μία λύση για την ζουμπουρλού είναι να το παίξει ειρωνική ζουμπουρλού, emoζουμπουρλού, ζουμπουρλογκοθού κ.ο.κ.)

  1. Την Ελένη Μενεγάκη την αφήσαμε ζουμπουρλού και παχουλούλα στα τελευταία μπάνια του καλοκαιριού και την βρήκαμε φιτ και αδύνατη στην πρεμιέρα της εκπομπής της. (Μενεγάκη, Λίλη: Πώς έχασαν κιλά;)

2. Ξεχάστε τις δίαιτες στον ύπνο σας και πιάστε τα κοψίδια. Όσο πιο στρογγυλή, παχουλή και ζουμπουρλού γίνεστε τόσο πιο καλό το όνειρο, όλα καλά, όλα τέλεια. (μην μπερδευτείτε και εφαρμόσετε τις οδηγίες στον ξύπνιο σας θα απογοητευτείτε και δε φέρουμε καμία ευθύνη).

  1. Σε βλέπω μου χαμογελάς και με κοιτάς με νάζι
    μετά το παίζεις γκόμενα και τάχα δε σε νοιάζει
    μακρυμαλλούσα ζουμπουρλού με τα γεμάτα στήθη
    το βλέμμα σου το αδιάφορο εμένα δε με πείθει

Το ξέρω πως κι εσύ ζητάς, μάτια μου, απεγνωσμένα
να δεις το νόημα της ζωής με πόδια ανοιγμένα
και το κορμί το ζουμερό θέλει χαρές να κάνει
με πλάτη –εκεί– στο δάπεδο και φάτσα στο ταβάνι. (Στιχάκιας στιχώνει εδώ)

4. Σε είδα: Αιόλου. Κοκκινομάλλα, σε έχω τύχει πολλές φορές να κυκλοφορείς πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, κοντούλα και ζουμπουρλού. Δεν θυμάμαι μόνο ποια ήταν η τελευταία φορά που σε είδα. Ένας ψηλός με γένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς το παρεμπιπτόντως είναι πολύ πομπώδες και κάπως καθαρευουσιάνικο για να το πει ή να το γράψει κανείς σε ένα ανεπίσημο, χαλαρό, μαγκίτικο πλαίσιο, αν δεν ακολουθήσει κανείς την συνήθεια που ακολουθείται στο σλανγκρ να το λέμε παρεμπίπταμπλυ, τότε θα κάνει αυτό που κάνουν οι περισσότεροι και θα το πει παρεμπιφτού. Αλλιώς θα γράψει απλά btw ή βτς.

1. Παρεμπιφτού, είχε καταδικαστεί και για πλαστογραφία.

2. Παρεμπιφτού, οι μεγάλοι τόμοι έχουν και το εξής έτερο μειονέκτημα: πας να τους διαβάσεις στο τραπέζι του καφέ, και δεν στέκονται ανοιγμένοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βουτυρομπεμπές, το βουτυρόπαιδο, ο φλώρος. Υπάρχουν μερικές εκφράσεις όπου ο κώλος θεωρείται ως η έδρα (pun intended) της σκληράδας/ εμπειρίας/ ψησίματος στη ζωή ή αντιθέτως της φλωριάς. Λ.χ. ο κωλοπετσωμένος έναντι του τρυφερόκωλου, τρυφεροκώλη και του ευαισθητόκωλου. Συναντάται σπανιότερα και ως βουτυροκώλης.

Πάσα (Δ.Π.): Δεινόσαυρος.

1. Ο βουτυρόκωλος κουνελογαμίκος με τα πατομπούκαλα και το χαμόγελο της σαύρας που της τρέχουν τα σάλια, ήρθε να εκτελέσει διατεταγμένη υπηρεσία για λογαριασμό του λόμπι της αλλαξοκωλιάς και της αιώνιας φοροδιαφυγής. Μια από τα ίδια ψωλίδια δηλαδή.

2. - Δασκάλα χαστούκισε οκτάχρονο μαθητή στην Ηλεία
- ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΚΛΑΨΕΙ Ο ΒΟΥΤΥΡΟΚΩΛΟΣ ΜΠΟΥΛΗΣ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ. ΕΦΑΓΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΕΜΑΘΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.!!

3. «Δε μιλώ με τεντιμπόιδες αγαπητέ», το ξέκοψε αποφασιστικά ο ευγενικός κύριος και γύρισε αλλού το κεφάλι.
«Δεν είναι τεντιμπόις, βουτυρόκωλος είναι, χειρότερος και από σένα», αντιγύρισε η γνωστή μου κυρία, «γιατί μπορεί να λέει πως δεν χωνεύει τάχα τους γραβατωμένους χοντρομπαλάδες αλλά κατά βάθος είναι μαζί τους«.

4. Οσο για εκπαιδευση θα επρεπε το στρατοπεδο να το βλεπουν μονο οταν πανε για υπνο και φαγητο. Στιβος μαχης για ολους καθε μερα ,απειρες βολες σε ολα τα φορητα οπλα τουλαχιστον 1-2 φορες την εβδομαδα και ασκησεις πολεμικων παιγνιων καθημερινα. Δηλαδη σεναρια πολεμικα με οπλα paintball σε ειδικα διαμορφωμενες εκτασεις οπως αστικο περιβαλλον, πεδινο,ορεινο εδαφος και ενα σωρο αλλα οπως μαχη σωμα με σωμα, λαβες μαχης, πολεμικες τεχνες. Ουτε μαζεμα γοπας, ουτε καθαρισμα χεστρας ,ουτε σκουπισμα λες και ειναι φιλιππινεζες. Για αγγαρειες καθαριστριες. Αυτο πως θα σου φαινοταν; Θα το αντεχες για να νιωσεις πραγματικος στρατιωτης με πραγματικη εκπαιδευση η' ο καθε βουτυροκωλος θα εβαζε λυτους και δεμενους να τον γλυτωσουν απο τους βαρβαρους καραβαναδες που τον βασανιζουν ;

Εμένα πάντως ο νους μου πήγε αλλού (από σφυρίζων, 02/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεκνό που ξενυχτάει και νυχτοπερπατάει στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

Σηκώνοµαι να πάω στα τζουρά και όπως περνώ, το αγλαρότεκνο µου τα ρίχνει: «Μπενάβεις καλιαρντά χρυσή µου;» «Και τα τζινάβω και τα µπενάβω», του απαντώ. «Εσείς καλέ, είστε από πού;»
«Κρήτη ταραφουντάν κούκλα µου, και έχω µια σερμελιά που ’ναι δική σου ούλη, θα στην αβέλω τώρα δα στην καυτερή σου πούλη». Δεν χάνω καιρό η ξενηστικωµένη και απαντώ: «Κι αν είν’ η πούλη µου στενή κι η µέλα σου µεγάλη, πάρε σαπούνι συριανό και βάλτης στο κεφάλι…». (Από καλιαρντογράφημα του Τέο Ρόμβου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα πλέον κλασικά -άδικα, πρόκειται για οποιοδήποτε κέντρο-μαγαζί παραμένει ανοικτό μετά τα μεσάνυχτα και τις πρώτες πρωινές ώρες και συχνάζουν σ' αυτό νυχτοπερπατητές.

  1. Σαραντάρισε κι ακόμα γυρίζει σε ξενυχτάδικα και στριπτιτζάδικα.

  2. Στα ξενυχτάδικα της αγκαλιάς σου
    ποτήρια σπάω και μεθώ, λες και βυθίζομαι με τα φιλιά σου
    στη ζάλη τους αν αφεθώ.

Κι απ’ τα ίδια παραγγέλνω
όταν τα φιλιά σου παίρνω
και πληρώνω όσο κι όσο
τον καημό μου να ξεδώσω.

Στα ξενυχτάδικα του έρωτά σου
πληρώνω πάντα μετρητοίς
τα ξαφνικά κοφτά πετάγματά σου
μες στο χορό όταν θα μπεις.

(Άζμα του Στράτου Διονυσίου σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη και μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη).

(από Khan, 03/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον κυρίως ορισμό του Δ. Αρναούτη Οικονομάκη για το χριστιανοπούτανο, από την πάσα του/της sombra στο Δ.Π., είναι επίσης και ο χριστιανός που πάει με πουτάνες παρά ή ίσως λόγω της χριστιανικής ηθικής του.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες χριστιανοπούτανων. Αυτοί που επειδή είναι πουτανιάρηδες γίνονται χριστιανοί για να εξιλεωθούν από τύψεις. Κι αυτοί που, αντιστρόφως, επειδή είναι χριστιανοί γίνονται πουτανιάρηδες, σε περιπτώσεις κλειστών κοινωνιών, κυρίως παλαιότερα, όπου επικρατεί μία αυστηρή οικογενειακή ηθική που αποθαρρύνει λ.χ. τις προγαμιαίες σχέσεις κ.ο.κ. Τα δύο βέβαια μπορεί να αλληλοτροφοδοτούνται κατά φαύλο κύκλο. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η ύπαρξη πορνείας ευνοεί την αυστηρή οικογενειακή ηθική, ενώ αντιστρόφως η πορνεία υποβαθμίζεται περισσότερο σε χώρες με σεξουαλική ελευθεριότητα.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά γενικά κατά χριστιανού που θεωρείται ως ασυνεπής. (Λίγο παρωχημένα όλα αυτά βέβαια).

  1. Μαθητης λυκειου ημουνα και ετοιμαζαμε να παιξουμε το Ποτε Βουδας Ποτε Κουδας σε μια γιορτη.Παιζω μπουζουκι....Και τελευταια στιγμη χωθηκε ενας Χριστιανοπουτανος φιλολογος που ειχαμε και μας απαγορευσε να το παιξουμε γιατι πως ειναι δυνατον να βαλουμε το ονομα Βουδας διπλα στο Χριστο. Ιεροσυλια μεγαλη...δεν κανει. (Από το αρμόδιο σάιτ).

  2. - Και μόλις πάω στο Μουλέν Ρουζ ποιον βλέπω στο δίπλα τραπέζι; Τον Γιαννάκη! Κι έκανε πως δεν με έβλεπε.
    - Καλά ο Γιαννάκης ήταν μεγάλος χριστιανοπουτανιάρης κι από τότε που ήμασταν στις οργανώσεις στην Αθήνα, αλλά από όταν πήγε έξω για σπουδές ξεσάλωσε (Παράδειγμα από σιξτίλα).

  3. - Είναι πολύ τίμιο κορίτσι η Ευανθία! Αλλά κι ο Γιακουμής μας είναι πολύ σωστός σε αυτά. Προτιμάει να πηγαίνει στις πουτάνες, παρά να της αγγίξει το χέρι! (Μεταφέρω από μνήμης ατάκα της Άννας Παναγιωτοπούλου που εξαίρει την αρετή του χριστιανοπούτανου γιου της στο ρεππαπαπαθανασιούργημα «Το Κλάμα βγήκε από τον παράδεισο»).

  4. - Τι είναι αυτό το πράμα στη Θεσσαλονίκη; Κάθε γωνία και εκκλησία!
    - Σκέψου τι χριστιανοπούτανους κατοίκους που έχει!

(από σφυρίζων, 05/12/13)(από σφυρίζων, 05/12/13)Στο 2.38 η κλασική ατάκα του Γκουσγκούνη. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified