Επίσης, το ολοθούριο (βλ. σχόλιο Αίαντος στον έτερο ορισμό και άρθρο Ν. Σαραντάκου εδώ). Πρόκειται για μαλάκιο που έχει εντυπωσιακή ομοιότητα με αγγούρι ή με ράμφος τουκάν και το οποίο χρησιμοποιείται από τους ψαράδες ως δόλωμα με εξαιρετική επιτυχία στους σαργούς και τις τσιπούρες. Όλα όσα θέλετε να μάθετε για τους ψωλιόγκους και ντρέπεστε να ρωτήσετε εδώ. Βλ. και ψωλιάγκος.

Βάλαμε για δόλωμα ψωλιόγκο μπας και πιάσουμε κανά σαργό.

(από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαγιαδισμός, το λέμε όταν θέλουμε να αποφύγουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι περί τίνος πρόκειται και τον φωτογραφίζουμε με την περιγραφή μας. Παλιότερα απλώς δεν θα ανέφερες το χωριό προέλευσης του περί ου ο λόγος. Σήμερα κάνεις αμένσιοτο.

Πάσα (Δ.Π.): allivegp

1. Οι ολιγάρχες (όνομα και μη χωριό) «σκούπισαν» μετοχές διασποράς και warrants.

2. Νομίζει ότι Schaubühne είναι μάρκα γερμανικής κουζίνας, το Musee du louvre γαλλικά σοκολατάκια και η λέξη actor του θυμίζει μονο την ελληνική κατασκευαστική εταιρεία όνομα και μη χωριό.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται και όταν περιγράφω κάποιον χωρίς να τον κατονομάζω αλλά τόσο λεπτομερώς ώστε όλοι να καταλαβαίνουν για ποιον πρόκειται αφού μόνο αυτός μπορεί να συνδυάζει όλες τις ιδιότητες που αναφέρω.

Συνήθως πρόκειται για αρνητική περιγραφή ή καταγγελία χωρίς να θέλω να πάρω πάνω μου το βάρος της. Αποτελεί συνήθη τακτική στην δημοσιογραφία, που μπορεί ένας δημοσιοκάφρος να θέλει με ανώνυμους υπαινιγμούς να σπιλώσει κάποιον, χωρίς να αναλάβει την ευθύνη των λεγομένων του. Επίσης, στα κοινωνικά μήντια με τα περίφημα αμένσιοτα, όπου βγάζουμε τον καημό μας χωρίς όμως να επωμιστούμε τις αρνητικές συνέπειες από την διάδοση του ποστ μας.

Στις δηλώσεις του φωτογράφισε γκέι συνυποψηφίους του χωρίς να τους κατονομάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεϊσμπουκικό λολοπαίγνιο: Ξεκάνω φίλο, αφαιρώ δηλαδή κάποιον από τη λίστα των φίλων μου στο Φέισμπουκ. Προφ το λολοπαίγνιο αναφέρεται στον καφέ Freddo, σαν δηλαδή να κερνάω έναν πικρό καφέ ή καφέ της παρηγοριάς στον μέχρι πρότινος φεϊσμπουκικό φίλο μου.

Νταξ το ότι ήθελε λίγο χρόνο να τα βρει με τον εαυτό της να το καταλάβω, να ακυρώσουμε τις διακοπές μαζί να το καταλάβω, αλλά να με κεράσει και ανφρέντο;! Έλεος κάπου...

(από Khan, 27/02/14)(από Khan, 27/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεροκάματο που είναι γάμα τα.

Λέξη μάλλον νέας κοπής που διαδίδεται προϊούσης της οικονομικής κρίσης, καθώς όσοι έχουν ακόμη δουλειά μοιράζονται την εμπειρία του να πρέπει να δουλεύουν για εξευτελιστικές αμοιβές και συνθήκες γενικότερα γάμησέ τα κι άφησέ τα.

Η έκφραση κυριολεκτεί στις περιπτώσεις εργατών-τριών του σεξ που έχουν ρίξει τις τιμές με αποτέλεσμα και το δικό τους μερογάματο (ή νυχτογάματο στις περιπτώσεις φραπενείων) να είναι κι αυτό κυριολεκτικά γάμησέ τα.

1. -Μου είπε ότι θα πληρώνομαι με 10 ευρώ την ημέρα. Μεροκάματο είναι αυτό ρε; -Όχι. Μερογάματο.

2. Για πολλοστή φορά, ΔΕΝ είναι κάθε περίπτωση ίδια. Σε 20κατίχρονο παιδί που «θέλει ν' ανεξαρτητοποιξθεί», ΔΕΝ θα τον προτρέψω να το κάνει. Είδικά αν συνειδητοποιήσω ότι απλά κουβαλάει τη μαλακία της ηλικίας πάνω του. Αντίθετα θα του πω κι εγώ πρώτα να ξεσκονίσει τα μαθηματικά του, και να υπολογίσει πόσο θα του βγαίνει τον μήνα η περιπέτεια. Μετά θα τον ρωτήσω αν αυτό που θέλει να κάνει σε τί βάθος χρόνου το βλέπει. Έπειτα θα του περιγράψω με τον πιο αποκαρδιωτικό τρόπο, τί εστί «μεροΓάματο». Και δόξα τω θεώ, υπάρχουν πολλές παράμετροί του (...μέχρι που θα προσπαθήσω να τον τρομοκρατήσω με αυτές). Για να βάλει ΚΑΙ αυτόν τον παράγοντα στην εξίσωση «γιούχου ελευθερία».

3. Otan anikse to RPG to kostos gia ta files eftane 50 000 evro. kala kanoun kai vgazoun lefta file alla to kefalio to evalan avti opote kanoun oti goustaroun. Makari kai esy na vgazeis merogamato giati einai i doulia sou avti tin stigmi. Omos min pezeis me to kozmaki pou se stirizi tosa xronia

Κυριολεκτικό μερογάματο περιγράφει κι ο Τάσος Μπουγάς και μάλιστα προ κρίσης (από Khan, 27/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, είναι και υποκατηγορία του καλημεράκια και του καληνυχτάκια στο Φέισμπουκ και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και φόρα στο Ίντερνετ. Ο καλησπεράκιας είναι αυτός που προσπαθεί να πιάσει κουβέντα σε αργές βραδινές και νυχτερινές ώρες, κατ' ελπήδα με σέξι καυλίτσες. Η διαφορά από τον καληνυχτάκια είναι ότι ο τελευταίος έχει κάποια μόνιμα θύματα που από την περιωπή που του προσφέρει η εξοικείωση και η «δέσμευση» τα καληνυχτίζει ανελλιπώς κάθε νύχτα όταν τελειώνει η ιντερνετική μέρα, ενώ ο καλησπεράκιας προσπαθεί να ανοίξει κουβέντα για να προσπορίσει οφέλη.

Εξάλλου, ο καλησπεράκιας μπορεί να καλησπερίζει μια ολόκληρη διαδικτυακή κοινότητα (και σε φόρα) και το τερματίζει όταν βάζει και ρομαντικές εικόνες με την λέξη «καλησπέρα» βλ. μήδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο καλησπεράκιας έχει στοιχεία και από τον έτερο ορισμό του John Black, αν πρόκειται για κάποιον που είναι επιφορτισμένος με το καθήκον να καλωσορίζει νέα μέλη σε ένα φόρουμ ή άλλη διαδικτυακή κοινότητα.

  1. Θέμα: Καλησπερακιας. Καλησπερα και καλη βραδια σε ολο το forom....την αγαπη σας κυρ αστυνομοι γιατι δεν φταιμε που τρεχουμε πολυ οι πισοκουνες λοιπον λοιπον ...Καλησπερα και απο εμενα να με καλωσορισω στο club και εγω..... (Εδώ).

  2. Μπορεις ανετα να γινεις εσυ ενας admin , φυσικα και ενας καλησπερακιας , οπως και να εχει ενας καλως κριτης για το τι γραφει ο καθενας που το γραφει και γιατι , αλλα να μαθεις να δινεις καλες και στοχοστικες απαντησεις , χωρις γευση ειρωνιας αλλα και λιγοψυχιας !!! (Εδώ).

  3. Καλό το να είσαι καλημεράκιας, καλησπεράκιας, καληνυχτάκιας στο ΦουΜπού, αλλά αν δεν έχεις και μια ωραία φωτό προφίλ με μπλε μάτια και γυμνασμένο σώμα, γκομενάκι δεν πρόκειται να χτυπήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ανύπαντρη στα καλιαρντά, -με αντώνυμο το πεντηκοστή που είναι η παντρεμένη-, ή ευρύτερα ο/η κάτοικος στην αγαμήτου και απάρτου γωνία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά το θεωρεί γενικότερα λαϊκό και όχι αποκλειστικά καλιαρντό.

Προφ είναι χριστιανοσλάνγκ προέλευσης με την έννοια ότι την Σαρακοστή νηστεύουμε τα αρτύσιμα, απέχοντας από την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ή ακόμα και τα λαδερά, περιοριζόμενοι σε κάποια μαλάκια που επιτρέπονται, ενώ την Πεντηκοστή αρτυόμαστε. Η σλανγκική σημασία της Σαρακοστής έχει αναλυθεί ενδελεχώς από τον Γκατσάνδρα στο λήμμα σαρακοστιανός-σαρακοστιανή, στο οποίο και παραπέμπουμε για την περαιτέρω ανάλυση, καταγράφοντας εδώ απλώς την πάλαι ποτέ αντίστιξη παντρεμένης-ανύπαντρης διά του διπόλου πεντηκοστή-σαρακοστή.

Πού να παντρευτεί ο καψερός; Με μια αδελφή σαρακοστή που δεν βλεπόταν με τίποτα στα αζήτητα, έμεινε στο ράφι κι αυτός.

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, συμπεριφέρομαι ως φορτικός πέφτουλας (τύπου χταπόδι) και την πέφτω χουφτώνοντας και μπαλαμουτιάζοντας το θύμα μου όπου και όπως μπορέσω, σαν να έχω βγάλει παραπάνω χέρια, όπως το χταπόδι έχει πολλά πλοκάμια.

Στο Ταϊμς Σκουεαρ ενας ναυτης χταποδιαζει μια νοσηλευτρια και της ξηγαει ενα χολιγουντιανο φιλι. τον λεγαν Μπομπ και ηταν απ το Αρκανσας. (Από το Τουίτερ).

Got a better definition? Add it!

Published

Όσοι από την μια είναι αναγκαίο να αδυνατίσουν, αλλά από την άλλη δεν έχουν την απαραίτητη θέληση, ακολουθούν συνήθως τις ακόλουθες οδούς. Ή κάνουν τουκανιστικές δίαιτες, όπως η παραδοσιακή δίαιτα του ανανά και η δίαιτα (ν)τουκάν. Ή ακολουθούν την ομοιοπαχυντική (βλ. Δ.Π.) δίαιτα της πίτσας ή άλλες μεθόδους του βοδιλάιν. Ή παραπέμπουν ως αυριόλες την λύση στην μελλοδίαιτα.

Πλέον χάρη στις νέες δυνατότητες της τεχνολογίας υπάρχει μία πιο αποτελεσματική λύση: Η δίαιτα του Φότοσοπ, δηλαδή η δίαιτα που εξακολουθείς να σαβουριάζεις γατοκέφαλα, πλην επεξεργάζεσαι τις φωτογραφίες σου στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης με Photoshop, χαριτωμενιστί φωτομάγαζο, ώστε να φαίνεσαι αδύνατος.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σε δύο περιπτώσεις. Όταν βλέπουμε ύποπτα ωραία φωτό κάποιου και υποψιαζόμαστε ότι έχει φωτοψωνιστεί κι έχει κάνει φωτοσοπιά ως η φωτοσουπιά που είναι. Κι όταν διαπιστώνουμε ότι κάποιος εμφανώς δεν έχει καμία διάθεση να κάνει δίαιτα, οπότε αντί να τον κουράζουμε με δίαιτες όπου θα πρέπει να στερηθεί την βρώση ανανά ή τουκάν, τον παραπέμπουμε ευθύς εξαρχής στο φωτομάγαζο. Σε αυτήν την περίπτωση λέγεται περισσότερο για πρόσωπα, που οι δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας τους έχουν βοηθήσει να πάρουν ακόμη περισσότερο διαζύγιο από την πραγματικότητα καταφεύγοντας σε έναν ψευδαισθητικό φαντασιακό κόσμο.

Και αγγλικανιστί photoshop diet.

  1. -Καλά αύριο δεν είναι να της γνωρίσουμε τον Γιάννη; Γιατί τρώει πάλι σαν πούστης; Δεν βλέπει τα κιλά της;
    -Ώχου καημένε, θα κάνει μια δίαιτα του Φότοσοπ και θα είναι τζιτζί!

2. Είστε παχύσαρκος και ψάχνετε απεγνωσμένα την δίαιτα που θα σας χαρίσει ένα εκπληκτικό και καλλίγραμμο σώμα; Οι διακοπές έφτασαν και θέλετε να χάσετε όσο το δυνατόν περισσότερα κιλά; Κάντε τη δίαιτα του Photoshop. Τρώτε τα πάντα και στη συνέχεια απλά επεξεργάζεστε τις φωτογραφίες πριν τις ανεβάσετε στο Facebook!

3. Θες να αδυνατίσεις στο… φτερό; Κάνε τη δίαιτα του photoshop…Εσύ τι δίαιτα κάνεις Kim μου; Photoshop. Μέσα σε πέντε λεπτάκια έχω γίνει φέτες.

(από Khan, 04/03/14)(από Khan, 12/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για ακρίδα που κυριολεκτικά εντομολογείται από το θέμα αγριμ- (εκ του αρχαίου επιθέτου ἀγριμαῖος) και την κατάληξη -ουδα, η οποία μας δίνει το αγριμούδα που μέσω τσιτακισμού μετατρέπεται σε αγριμούτσα (βλ. εδώ -και εδώ, όπου παρουσιάζεται ως ιδιωματισμός της Δυτικής Κρήτης-, πρβλ. και τη λέξη αγρίμι).

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έγκειται στην έκφραση πετάγομαι σαν αγριμούτσα που ενώ σημαίνει πετάγομαι σαν πηδηχταρού άγρια ακρίδα, λόγω της τσιτακισμένης κατάληξης -ουτσα φέρνει στο νου και τη συνώνυμη έκφραση πετάγομαι σαν πούτσα. Επομένως, αφενός η έκφραση σημαίνει πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο ατάκτως, χωρίς να έχουν ευπαρακολούθητο ειρμό αυτά που λέω, και αφετέρου μπορεί να λάβει και τις συνδηλώσεις του πετάγομαι σαν πούτσα δηλαδή κατά τον ορισμό του Gatzman «το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών». Προσφάτως η αγριμούτσα έγινε διάσημη από την σχετική ένσταση που απηύθυνε με κρητική διάθεση ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης στον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά.

Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.

«Δε μπορώ να σε παρακολουθήσω γιατρέ μου, δηλαδή... where is my mind», «πετάει ο νου σου σαν την αγριμούτσα». (Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης προς τον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified