Εκ των λελέ / απολελέ και παλαίουρας > λαίουρας. Είναι, στην στρατιωτική ιδιόλεκτο, ο ακραίος λαίουρας που έχει ήδη ακούσει τα λελεδόνια να τιτιβίζουν. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα, απολύεται ο παλιός και θα χέζει καθιστός. Ευρύτερα, λέλουρας, είναι ο παλιός που είναι αλλιώς, μα πολύ παλιός όμως, πιο παλιός πεθαίνει.

Πάσα: Knasos.

  1. Κοφεε οφ δε λελουρας (εδώ).

  2. Σιγά μην το παίζω και λέλουρας μωρή (εδώ).

  3. Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα. Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr
    (η κατακαυλείδα του ομώνυμου λήμματος).

(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Πούτσα μεγάλη και βρώμικη ενός μπρουτάλ ωμοσέξουαλ (ίσως και χοντρού, ο οποίος όμως βλέπει τον πούτσο του!), με όλες τις δυνατές μεταφορές και μετωνυμίες.

Ο όρος έγινε δημοφιλής από τον ράπερ Μικρό Νjικόλα και τους στίχους: «τσίμπα το γουρουνοπούτσι του Νjικόλα του τρελού. Θέλεις το καυλjί του αλλουνού, δεν πειράζει, ίδιο είναι και αυτού» (βλ. το βιντεάκι).

Ανοίγονται, βέβαια, τα ερωτήματα πόσα εκατοστά μπορεί να είναι το γουρουνοπούτσι ενός ενδεκάχρονου, πόσο περήφανοι είναι οι γονjείς του μικρού Νjικόλα (αλλά και ο παπάς του άι Νjικόλα) για τον λεβέντη τους. Όλα τα λεφτά, ωστόσο, είναι ο προβληματισμός του άσματος για την φύση της επιθυμίας, που επιζητεί πάντα τον φαλλό του Άλλου, ενώ κατά βάση «ίδιος είναι και αυτού». Ο γούγλης δίνει λίγα χτυπήματα, στην συντριπτική τους πλειοψηφία αναφερόμενα στον μικρό Νjικόλα, ενώ και όσα δεν αναφέρονται διατηρούν την έκφραση τσίμπα το γουρουνοπούτσι.

Έμμεση πάσα: Τζήζας.

τσιμπησαμε το γουρουνοπουτσι. Λογικό. Δεν έπαιξαν Σχορτσανίτης - Μπουρούσης. δε νομιζω να εκαναν τη διαφορα. Δε λέω ότι θα νικάγαμε αν έπαιζαν (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γιώτα, είναι το τριπάκι ή πακιτρί.

Κι είπα για χαρά σου στον Αντύπα,
κι άφησα ξωπίσω μου μια τρίπα,
που τραγουδούσε κι ο Σαββόπουλος.

Πήρα μια τρίπα κι είδα ότι πέθανα από πρέζα
(στίχος των Χατζηφραγκέτα)

Στην αρχή (από Khan, 12/10/10)ρημέικ του Αντύπα με "κι έγινα από τις μπίρες σκνίπα" (από Khan, 12/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μια σημαντική υποπερίπτωση της «τελειότητας μιας κατάστασης», που αναφέρει ο άλλος ορισμός, τολμώ να είπω ότι, ως πιπίλα, χαρακτηρίζεται και το στοματικό σεξ. Συναφώς, στην σεξοσλάνγκ, χαρακτηρίζεται ως πιπίλα και ο πέοντας, που υποκαθιστά την δόκιμη πιπίλα, ή την θηλή (ας πούμε και καμιά γιαλομαλακία να περάσει η ώρα), όπως και ο πιπιλογαμούλης / πιπίλας γκέουλας που επιδίδεται στην εν λόγω πρακτική, φρανγκρεκιστί γνωστή ως σουσέλ.

Ευρύτερα στην σεξοσλάνγκ, πιπίλα είναι το οποιοδήποτε πιπίλισμα, οπότε μπορεί να λεχθεί και για άντρα που πιπιλίζει βυζιά, κλειτορίδες κ.ο.κ. Αφήνω σε ειδικότερους γιαλομολάγνους τον ψυχαναλυτικό συσχετισμό ανάμεσα στην πιπιλοκατάστα, που αναφέρει ο άλλος ορισμός, το στοματικό στάδιο ανάπτυξης κατά την ψυχανάλα, την καθήλωση σε αυτό, την επικοινωνία βρέφους και μητρικού μαστού ως απωλεσθέντα πιπιλοπαράδεισο κ.ο.κ.

Τώρα πού 'ρθαμε στην βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα.
Αθάνατη γκουσγκουνοατάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Σημαίνει το αντισυμβατικό σεξ που έχει μεγάλη δόση πειραματισμού, περιέργειας, και, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;, ανωμαλίας.

Στα αγγλικά ετυμολογείται από το ναυτικό όρο kink που σημαίνει συστροφή σχοινιού (πρώτη μαρτυρία το 1670). Το επίθετο kinky με την έννοια της εκκεντρικότητας μαρτυρείται από το 1889, ενώ με την έννοια της σεξουαλικής διαστροφής από το 1959. (Δες).

Στα ελληνικά παρουσιάζει ενδιαφέρον ως εισαχθείς τεχνικός όρος που χαρακτηρίζει είδος σεξουαλικής συμπεριφοράς. Στον γούγλη εμφανίζεται άλλοτε με αγγλικούς χαρακτήρες, άλλοτε ως κίνκι κι άλλοτε ως κίνκυ. Στην ιδιόλεκτο της σαδομαζοχιστικής κοινότητας αποτελεί μέρος μιας διαβάθμισης που προοδεύει στην ανωμαλία ως εξής: βανίλια < κίνκι < fetish < BDSM (=Bondage Sado-Masochism, ήτοι σαδομαζόχες για δέσιμο).

Επομένως, το κίνκι είναι βασικά το αντίθετο της βανίλιας, το αντίθετο του οικογενειακού, ιεραποστολικού, γουτσιστικού γκουφουέ σεχ. Από την άλλη έχει αυτήν την λεπτή διαφορά από το fetish, ότι όπως το θέτει η Βικούλα, το κίνκι προωθεί την οικειότητα και την ένταση του μοιράσματος και της εμπειρίας μεταξύ των παρτενέρ, της αλληλοπεριχώρησης, που λέω κι εγώ, ενώ το fetish φτάνει αντιθέτως έως την απροσωποποίηση του σεχ και μπορεί και να παρακάμπτει το πρόσωπο του σεξουαλικού συντρόφου. Λέμε τώρα, γιατί στην γλωσσική πράξη το κίνκι είναι συχνά γενικότατος όρος που περιλαμβάνει παν το μη βανίλια (από ένα απλό δέσιμο μέχρι νεκροφιλία με τον παππού σου). Για να αποτολμήσω πάντως ένα παράδειγμα, το ποδοφραπέ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κίνκι, ενώ η γοβολατρεία fetish. Ομοίως, η σπερματογαργάρα είναι κίνκι, άλλα άμα επιμένεις ο εραστής σου να χύσει μέσα στο ποτηράκι του σάκε, και συνεχίζεις να το γλείφεις ακόμη και μετά την τελευταία ρανίδα του σπέρματός του, τότε καθίστασαι φετισύποπτος. Το φετίχ, δηλαδή, έχει σχέση με την ηδονοποίηση ενός αντικειμένου, ενώ το κίνκι με τον πειραματισμό ως προς τον παρτενέρ. (Όλες βέβαια αυτές οι διακρίσεις μεταξύ φυσικού και τεχνητού χρήζουν εντέλει αποδομήσεως, όπως θα μας έλεγε και ο Jeanoir).

Για να πάρουμε μια γεύση από κίνκι, θα περιελάμβανα σ' αυτό δραστηριότητες, όπως: δέσιμο με χειροπέδες, σχοινιά και ταλιμπάν, λιώσιμο κεριού πάνω στο σώμα του ερωμένου / της ερωμένης, χρήση γαμπρών, σεξ με καρπούζια, σεξ με σαντιγί, σοκολάτα, σούσι, αεροπλάνα, ποδήλατα, χέρια, μαχαίρια, φίδια (όχι φίδια!), πού 'λεγε κι ο Χάρρυ Κλυνν, φραπέ με χέρια, πόδια, βυζιά, μασχάλες, αυτιά, ρουθούνια, πάρτυ με ούζα και με ταλιμπάν.

Σημειωτέα, τέλος, δύο τινά: α) Το κίνκι συχνά έχει μια αρκετά θετική αξιολογική σημασία για να χαρακτηρίσει έναν κουλ τύπο. Το urban dictionary ορίζει (μεταξύ άλλων) το κίνκι ως μια σύνθεση πουτανιάς και χαριτωμενιάς (slutty & cutie at the same time). β) Η λαϊκή φαντασία ανιχνεύει κινκοσύνη κυρίως σε πρόσωπα πέραν υποψίας, λ.χ. στις γνωστές χαμηλοβλεπούτσες, σε χοντρές τόφαλους, ή σε θεούσες. Ενίοτε, δηλαδή, υποπτευόμαστε κινκοσύνη ως υπεραναπλήρωση σεξουαλικής στέρησης. Ή ερμηνεύουμε μέσω αυτής και φαινόμενα τ. Γιόκο Όνο.

  1. Νήμα: Οι γυναίκες καταπίνουν το σπέρμα; (εδώ):

- Καλό είναι τα τα καταπίνει...αλλά άμα τα κάνει και γαργάρα μιά χαρά μούρη σου πουλάει και μένεις και λακαμάς:Ρ
- Συγνωμη Στατουλη...εσυ απο εκει καταλαβαινεις αν η αλλη κανει καλο στοματικο;;Με το να τα καταπιει;;Αμα στο κανει ετσι αλλα για δικο της λογο δεν γουσταρει βρε αδερφε να τα καταπιει,χωρις να εχει κατι προσωικο μαζι σου δεν σαρεσει να σε εχει στο στομα της;;;;
- Δίνει άλλη χάρη η γαργάρα. Είναι πιο κίνκι. Γααργαρρρργγρρρ..δοκίμασέ το και θα τον καταπλήξεις.

  1. Εγώ πιστεύω πως πρέπει να είναι Kinky η κοπέλα για να κάνει γοβολατρεία. Εαν δεν είναι kinky ειναι δύσκολο να το κάνει και ας αγαπά τον άνδρα. Δεν μπορούν καταλάβουν οι μη kinky γυναίκες το θέμα της πατουσολατρείας και γοβολατρείας. Οι μη kinky γυναίκες είναι οι Νο 1 υποψήφιες που βρίσκουν το όλο θέμα ανώμαλο, χαζό, βλακώδες, άσκοπο, κλπ.... Επίσης πρέπει να της αρέσει να φορά γόβες+μπότες. Υπάρχουν γυναίκες που για διάφορους λόγους δεν φορούν ψηλοτάκουνα. Αυτές οι γυναίκες νομίζω πως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ένα λεπτο ζήτημα που λέγεται γοβολατρεία. Από την άλλη δε σημαίνει πως πρέπει και η γυναίκα να φορά κάθα μέρα high-heels. Πρέπει όμως να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ψηλοτάκουνα.Οπότε στις αρχές της σχέσης ρωτά κάποιος την κοπέλα εαν θεωρεί τον ευατό της kinky. Εαν απαντήσει όχι, τότε μάλλον η σχέση καλύτερα να μη συνεχιστεί, διότι γοβολατρεία γιοκ...
    (εδώ)

  2. - Ακόμα χοντρή είναι και πλέον συζούν και όλας. Πλέον όμως δεν μας κάνει παρέα γιατί κανένας δεν συμπαθεί την γκόμενα του. Δεν μπορώ να καταλάβω πως κολλάνε έτσι μερικοί άνθρωποι.
    - Οι χοντρές είναι κίνκυ. Δεν ξέρεις τι παίζεται.
    - Οι κίνκυ χοντρές είναι γκόμενες που έχουν κάνει τα πάντα. Βρίσκονται σε τέτοια απόγνωση που είναι ικανές να κάνουν το χειρότερο πάνω στο σεξ. Αηδιαστικά πλάσματα. Σε αντίθεση με τις αξιοπρεπείς χοντρές που δεν κάνουν σαν τραβεστί στη συγγρού που δεν έβγαλαν τα αναγκαία.
    - κίνκι ξε-κίνκι δεν κάθεσαι με γκόμενα που σου απαγορεύει να βλέπεις τους φίλους σου
    (εδώ).

  3. Εντάξει, θα μπορούσαν να το θέσουν κι αλλιώς. Θα μπορούσαν να γράψουν π.χ. ότι ο Διάκος ήταν γκέι και ο θάνατος του προέκυψε από κάποια ατυχή έκβαση σε κίνκυ παιχνιδάκια με τους Τούρκους φίλους του. Υποθέτω ότι κάτι τέτοιο δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στους όψιμους αναθεωρητές. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όπως λέει ο άλλος ορισμός, μουστάκι είναι «η γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα». Θα προσέθετα ότι αυτό ενίοτε συμβαίνει, επειδή η γκόμενα όντως έχει μουστάκι, γιατί δεν της μίλησε κανείς για την αποτρίχωση. Αυτή η αξούριστη έντονη τριχοφυία μπορεί να συναντηθεί σε κυρα-περμαθούλες, θεούσες, ταγάρια, λεσβόγκες- αντρούτσους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Η τοιαύτη γκόμενα (ο θεός να την κάνει) μπορεί να αποκληθεί και Salvador Dali, κατ΄ αντιστοιχία προς την Φρίντα Κάλο.

  2. Μουστάκι ή κάτω μουστάκι (πρβλ. κάτω κεφάλι ) αποκαλείται και το τριχωτό της ηβικής περιοχής στους άντρες καθώς και στις γυναίκες που τυχόν δεν το έχουν ξυρίσει αλλά αφήσει ως Full Bush. Ενδιαφέρουσα έκφραση είναι και το μουστάκι του Χίτλερ που αναφέρεται στην συνήθεια γυναικών να ξυρίζουν μεν το εφηβαίο τους, αλλά να αφήνουν αξύριστη μία λεπτή κάθετη γραμμή κεντρικά πάνω από το μνι τους, θυμίζοντας τον μύστακα του στυγερού ομώνυμου δικτάτορα -μακριά από μας, ιδίως αν κάποιος τους κάνει γλειφομούνι. Το τοιούτο χιτλέριασμα είναι μάλλον παρώ, ενώ ως χαριτωμενιά είχε συνδεθεί με τα επιδειξιομανή παιδιά του σωλήνα, εξ ου και αμερικλανιστί ονομάζεται stripper stripe (αλλά και extended Hitler).

  1. - Τι κάνει ο Σάββας;
    - Αρραβωνιάστηκαν τελικά με την Αφροξυλάνθη...
    - Ποιαν; Τον μουστακαλή;
    - Τι να γίνει; Πάντα ήταν φιλότεχνος. Τώρα θα έχει Σαλβαντόρ Νταλί και Φρίντα Κάλο, δύο σε ένα!

  2. Η Λιανα ειναι αυτη που μου κανει αποτριχωση στο μουστακι (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανάλογα με τις δραστηριότητες που κάνουμε με το λαρύγγι μας, μπορεί να σημαίνει:

  1. Τον ρουφιάνο, τον σπιούνο, τον πληροφοριοδότη. Βλ. και χαμοκελάηδα, όπως και βαθύ λαρύγγι.

  2. Αυτόν /-ήν που κάνει βαθύ στοματικό σεξ, το βαθύ λαρύγγι, και ξελαρυγγιάζεται (αγγλιστί deepthroat, throatfuck).

  3. Την εντυπωσιακή φωνάρα.

  1. - Παρνασσέ, οφείλω να σε προειδοποιήσω, μέσα στην ομάδα σου έχεις ένα λαρύγγι!
    - Ποιον εννοείς, Γκιώνα;
    (Από ταινία για την Αντίσταση που δεν γυρίστηκε ποτέ).

  2. Δυστυχώς, οι κλειτορίδες των γυναικών βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει, οπότε το «βαθύ λαρύγγι» δε βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές τους στη λίστα του τι θέλουν να κάνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Αν η πεολειχία-γεώτρηση είναι αυτό που πραγματικά επιθυμείς, μάλλον θα πρέπει να το συζητήσεις πρώτα μαζί της. Το να χώσεις το πέος σου απροειδοποίητα βαθιά στο στόμα της, μάλλον θα έχει σαν αποτέλεσμα ασφυξία ή τάση προς έμετο. (Πορνοταινίες: Ποια sex tricks να μην αντιγράψεις)

  3. - Πω πω φωνάρα η δικιά σου δικέ μου, και το πρώτο λαρύγγι. Κοίτα να δεις! Τέτοια λαρύγγια και να τραγουδάνε στα νταμάρια!
    (Ο ήρωας Βασίλης του Χάρρυ Κλυνν, όταν πήγε στο Ηρώδειο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα αναφερόμενα στον ορισμό της Ιρονίκ και στο παπάρειο ντιζάινερ, καλλιτέχνης, μπορούμε να συνάγουμε ότι το καλλιτέχνης χρησιμοποιείται ως μία generic κλητική προσφώνηση, όπως τα γιατρέ μου, πρόεδρε/α, ψηλέ.

Ειδικά στο στρατό, αποκαλείται έτσι ο έφεδρος στρατιώτης (σμηνίτης / ναύτης), το κωλοφάνταρο. Υποτίθεται ότι οι καραβανάδες / μονιμάδες και ταλιμπάν είναι οι σοβαροί του έργου, ενώ οι κομπάρσοι είναι μέχρι αποδείξεως του εναντίου ύποπτοι για εκκεντρικότητα και ασοβαρότητα, οπότε καλούνται να αφήσουν τα καλλιτεχνικά, τα κομμουνιστικά και τα φιλοσοφικά, και ο,τιδήποτε τους ξεχωρίζει από την ζητούμενη ισοπεδωτική ομοιομορφία. Λέγεται λοιπόν η προσφώνηση προς τους φαντάρους με ψιλοϋποτίμηση, ψιλοζήλεια, και κυρίως επίγνωση των ορίων που χωρίζουν τους μεν από τους δεν. Από την άλλη, και οι ΕΠ.ΟΠ. είναι καλλιτέχνες.

- Ωπ, καλλιτέχνη! Τι βλέπω; Αξούριστος κι αγυάλιστος σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική ιδιόλεκτο είναι και αρκτικόλεξο που σημαίνει Του Αγίου Πούτσου Ανήμερα ως ημερομηνία απόλυσης.

- Τι να μας πει το πατόψαρο, που απολύεται ΤΑΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο ρουφιάνος ή ρουφ.

Παρμένος με τους ρούφους ο Κοβάσεβιτς.

(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified