Συνηθέστατη βρισιά ότι κάποιος είναι πούστης, και όχι με την καλή έννοια, αλλά με την έννοια του πονηρού, του «άνανδρου», του μη γενναίου και ό,τι υβριστικό.

Βλ. και τα νεφρά μου παλιόπουστα.

  1. Ο πονηρός και ύπουλος άνθρωπος, η παλιόπουστα, το παλιοπούτανο. (Εδώ).

  2. εχε χαρη ρε παλιοπουστα,κολοτουρκαλα,που εχουμε κοτες κυβερνησεις. (Εδώ).

  3. Αναρωτιέμαι, και την ίδια στιγμή δεν αναρωτιέμαι, τι σημαίνει επαναστάτης σήμερα: αυτός που απεργεί απειλώντας τον εργοδότη «παλιόπουστα θα γίνεις φλαμπέ» (Εδώ).

Σαν να ἐχει δίκιο ο Πρόεδρος... (από Khan, 12/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γαμιέμαι (όχι εγώ, γενικά μιλάμε), εννοείται, κατά την αρχική εικόνα, ως ερώμενος/η και μέχρι του σημείου να μου σχιστεί κάποιο από τα σῦκα, δηλαδή είτε τα μουνόχειλα, ώστε να γίνει το μουνί μου γαρύφαλλο, είτε τα κωλοβάρδουλα. Κατ' επέκταση, όμως, σημαίνει γενικά ότι κάνω σεξ μετ' επιτάσεως, δηλαδή και ως ενεργητικός εραστής (ή αχαρτογράφητος).

  2. Με μεταφορά από την σεξουαλική σημασία σημαίνει ό,τι και το σαν πούστης. Δηλαδή εντρυφώ σε μια δραστηριότητα μέχρι υπερβολής, αηδίας, ναυτίας, κορεσμού και εξουθένωσης (είτε για τους άλλους, είτε για εμένα, είτε για αμφότερους και τους δύο). Το λέμε συχνότατα για το φαγητό, αλλά και για την εργασία, το διάβασμα, την γυμναστική, την προπόνηση, την δίαιτα κ.ά.

  3. Ένα κλικ πιο πέρα από το 2, σημαίνει ό,τι και το ξεκωλώνομαι, δηλαδή επιδίδομαι επιτυχώς σε μια δραστηριότητα που χρειάζεται τύχη, ήτοι κωλοφαρδία, ή σε μια ένοχη και μπαμπέσικη δραστηριότητα, οπότε προκαλώ έτσι τον εκνευρισμό αντιπάλων ή άλλων παρευρισκομένων και τον φθόνο.

Ενίοτε βρίσκεται σε μπανεύκολα λολοπαίγνια με το άθλημα του σκι, τ. «ξεσκιστήκανε στο σκι». Ενώ έχει δώσει και τις εκφράσεις ξεσκί, ξεσκιούζ μι / ξεσκυζέ μουά, ξεσκισμένη, ξεσκίστρα, πουτσοξέσκιστρα, σωβρακοξεσκίστρα, του μουνιού το ξέσκισμα.

Στο Δ.Π. υπό Galadriel.

  1. α. Ξεσκιστήκαμε σε πολλές στάσεις ενώ αυτή ανάμεσα στα γκαυλόλογα και τα προστυχόλογα που έλεγε έβριζε και τον άντρα της(!). (Εδώ).

β. Θέλω να ξεσκίζομαι συνέχεια από μεγάλες ψωλες κ δονητες (ταυτότητα στο φατσοβιβλίο).

  1. α. ΚΑΙ ΕΓΩ! τοσους μηνες διατροφη...και 5 μερες τωρα, ξεσκιστηκαμε στο φαι κρεατα, γλυκα, μερεντες, μπροζολες, μακαροναδες...παναγια μου (Εδώ)

  2. α. Δεν θεωρώ λοιπόν σοβαρό τον ισχυρισμό,ότι ξεσκιστήκαμε να κόβουμε Αποδείξεις Αυτοπαράδοσης,για
    παροχές υπηρεσίας,στους γονείς μας,στα αδέλφια μας,στα παιδιά μας,στους φίλους μας. (Εδώ).

β. - Νικάγαμε τον βάζελο μέχρι που ξεσκίστηκε στα τρίποντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ενεργός χρήστης σε ένα φόρουμ ή άλλο σάιτ, αυτός που κάνει πολλές αναρτήσεις (posts αγγλιστί). Δηλονότι το αγγλικό «ποστ» λαμβάνει την μεγεθυντική γαμοσλανγκοτέτοια κατάληξη -αρας, που κανονικά θα είχε θετικό πρόσημο, όπως παραμοσχάρι στα παικταράς, αναλυταράς, Νικηταράς. Πλην το υπονοούμενο αφορά στο πουσταράς, οπότε εννοείται ότι ο τοιούτος χρήστης έχει κυριολεκτικά ξεκωλωθεί στις αναρτήσεις. Πρόκειται, νομίζω, για την γνωστή αντίληψη ότι όποιος ασκεί μια δραστηριότητα υπερβολικά την κάνει σαν πούστης.

Σύμφωνα με τον πασαδόρο Perkins είναι κυρίως αυτός που ποστάρει φίδια στο ιντερνέτι. Προσώπικαλλυ το έχω συναντήσει μόνο με τη γενικότερη σημασία που ανέφερα. Εδώ πάντως η συζήτηση έχει προχωρήσει και πέφτουν και διάφοροι άλλοι όροι, όπως πόστρα, καραποσταράς, ενώ ως ποστ(ρ)άκι χαρακτηρίζεται ο νεαρός χρήστης με λίγα ποστ.

  1. Πως θα σου φαινοταν ενα πολλ με τιτλο «Ποιος ειναι ο μεγαλυτερος ποσταρας του πχορουμ τζι αρ» με μοναδικη υποψηφιοτητα(ala Πασοκ)...guess who! (phorum.gr).

  2. «ΠΟΣΤΑΡΑΣ» =κατα την Μπουκαλα ο χρηστης που αναρταει ποστς [...]
    EISAI KALODEXOYMENOS AN KAI MH POSTARAS. (forums.gr).

3 Όταν είδα αυτό το ποστ αποφάσισα να γίνω ποσταράς (από zoo.gr).

  1. να βγει ο 2ος ποσταρας απο τον σντηρητικο χωρο..να υπαρχει μια ισορροπια... (Οι τρεις μεγαλύτεροι ποσταράδες του Phorum)

Δες και πόστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και ο κραγμένος ομοφυλόφιλος, αλλά αυτός χαρακτηρίζεται περισσότερο ως πουστάρα.

Το πουσταράς είναι συνηθέστατη και γενικότατη βρισιά, που μπορεί να σημαίνει και ότι αυτός προς τον οποίο την απευθύνουμε έχει τα χαρακτηριστικά της βρισιάς πούστης μεγεθυμένα, δηλαδή άνανδρος, άτιμος, πονηρός, μη γενναίος, αλλά και μπορεί απλώς να σημαίνει ότι θέλουμε να βρίσουμε κάποιον ότι γαμιέται.

Από τον γούγλη φαίνεται ότι την χρησιμοποιούν πολύ οπαδοί εναντίον όσων ανήκουν σε άλλη ομάδα.

  1. ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΓΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΣ ΠΑΡΑ 40 ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΖΕΛΑΣ ΠΟΥΣΤΑΡΑΣ!!! (Εδώ).

  2. Που μας κατάντησε ο πουσταράς…Μέχρι και οι Σλοβάκοι μας κάνουν πλάκα… (Εδώ).

  3. Ο ΕΦΗΒΟΣ ΜΕΓΑΛΩΣΕ ΜΟΥΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΑΣ Η ΜΟΥΝΑ ΕΓΙΝΕ ΝΑ ΚΑΙ ΕΣΥ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΠΟΥΣΤΑΡΑΣ ΓΑΜΙΕΤΑΙ Ο ΘΡΗΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ (Εδώ).

(από joe909, 20/01/12)(από Khan, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άκριτος οπαδός μιας ομάδας, κόμματος, ιδεολογίας, θρησκείας ή ό,τι, που γίνεται κοπάδι άβουλων ζώων μαζί με τους ομοϊδεάτες του (πάντως δεν είναι γαϊδούρι).

ΜΑΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΠΑΔΟΣ ΤΗΣ ”ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ” Η ΤΟΥ ”ΣΤΟΧΟΥ”. (Εδώ).

(από Mr. Cadmus, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικά η ομάδα της Α.Ε.Κ. (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως) ή ο οπαδός της, προφανώς λόγω της κωνσταντινοπολιτικής καταγωγής της που για πολλούς παραπέμπει σε σεράγια, χαρέμια και ταλιμπάν, γενικά σε έναν οριενταλισμό. Βλ. και χανούμι.

Σχετική και η γηπεδική ρίμα «χανούμισσα χανούμισσα, ήρθες και στον ακούμπησα».

  1. την γλιτωσες την 100αρα χανουμισσα (Εδώ).

  2. φερανε διπλό μεσα στη χανουμισσα. (Εδώ).

(από Khan, 20/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορεσίβιος κτηνοτρόφος που φέρει γκλίτσα, καθώς και ο πρώην τοιούτος που έχει πλέον δίκην Μηλιώκα κατέβει στο αστικό κέντρο πλην αδυνατεί να κρύψει την βουκολική προέλευσή του. Το β' συστατικό προέρχεται από την αγγλική λέξη man (=άνδρας, άνθρωπος) που χρησιμοποιείται ειρωνικώς στην ελληνική αργκό συχνά για να δείξει ένα λαϊκό επάγγελμα ή κοινωνική καταγωγή, βλ. νταλίκερμαν, νταλίκαμαν. Ο γκλίτσμαν είναι, λοιπόν, ο αρχετυπικός βλαχοτσολιάς τσομπάνης της υπαίθρου δίκην μπαρμπα-Γιώργου, του Ρουμελιώτη ήρωα του Θεάτρου Σκιών, ή ο βλαχοκυριλέ απόγονός του.

Ωστόσο, καθώς the plot thickens, μερικές παρατηρήσεις ακόμη είναι απαραίτητες:

- Όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο στο συνώνυμο λήμμα γκλιτς-μπόυ, glitz είναι στα αγγλικά η «κιτσάτη γκλαμουριά», η επιτηδευμένη προσπάθεια εντυπωσιασμού, η επιδεικτική εξτραβαγκάντσα. Η λέξη, που μαρτυρείται από τα 1971, μας δίνει και το ουσιαστικό glitziness και το επίθετο glitzy, και προέρχεται πιθανώς από το γερμανικό glitzen, μάλλον συγγενώς προς το γνωστό μας γκλjίτερ. Τυχαίο; Οπότε κατά σατανική σύμπτωση, αμφότερες και οι δύο ετυμολογίες, τόσο η κυρίως ετυμολογία από την γκλίτσα του τσοπάνη, που πορτοκαλικώς πως ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό αγκύλος (δες), όσο και η αγγλογερμανική παπαρετυμολογία από το glitz κατατείνουν στην ίδια πραγματικότητα: στον μηλιώκειο ήρωα, που έχει αφήσει πίσω του «σβουνιές και χώματα» και «τρέχει στο σεργιάνι για κορίτσα» και για να (ε)πιδείξει όσο προλάβει την βλαχομπαρόκ κυριλογκλαμουράτη πολυτέλειά του.

- Glitsman είναι εξάλλου ένα υπαρκτό επώνυμο στην αλλοδαπή, όπως μπορεί να δει κανείς στον γούγλη, ενίοτε και ως von Glitsman.

- Το β' συστατικό -μαν, όμως, παραπέμπει και σε υπερήρωα τ. γαμάιντερμαν. Φανταζόμαστε έναν καραγκιοζικό μπαρμπα-Γιώργο να κάνει τ' αρχίδια του φτερά και με όπλο - σήμα κατατεθέν τη γκλίτσα να μετατρέπεται σε τιμωρό του κακού (βλ. παράδ. 6).

- Αν και ο όρος γκλίτσμαν έχει συνδεθεί μάλλον με το μέγιστο κοινωνικό κακό του νεοπλουτισμού, όσων άφησαν τα βουκωλικά πηδύλλια και πήδηξαν την υπόλοιπη χώρα ως λαμογιολιγουραίοι τα τελευταία χρόνια (παραδ. 4,5). Ενώ άλλοτε συνδέεται με τη νοοτροπία του κοπαδού του Κοπαδιστάν.

- Τέλος, είναι από ό,τι φαίνεται στον γούγλη προσφιλές όνομα για διαδικτυακές περσόνες σε φλώρουμ και φατσοβιβλίο.

  1. - Και αλλο ενα απο τα μερη μου,βουνισιος ειμαι
    - Δηλαδη γκλιτσμαν;
    - Ντιπ για Ντιπ κ τα τσαρουχια μεεεσα πατριδαααααααα (Εδώ)

  2. ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ ....ΙΣ .......ΣΠΙΚΙΝΓΚ !!!!
    ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΜΦΩΡΟΥΜΗΤΕΣ.... ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΑΓΡΑΜΑΤΟΣ ΤΣΟΜΠΑΝΟΣ !!!!!! ΠΡΟΤΕΙΝΩ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ !!!!! ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΒΟΛΕΥΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΝΟΜΙΖΩ !!!! Η ΠΑΡΕΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΧΕΙ ΚΑΘΕ ΚΑΡΥΔΙΑΣ ΚΑΡΥΔΙ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΤΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ !!!! ΟΣΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΣΚΙ ΞΕΣΚΙ ......!!!!!!!!! (Εδώ μιλάει μια διαδικτυακή περσόνα ονόματι Γκλίτσμαν).

  3. Δεν καταλαβαίνω ! .. υπάρχουν τόσοι : αρναρχοκομμουνιστοαρχαιοαθηναιοελβετολάτρες .. και δεν το είχα πάρει γραμμή ... ; ........... είναι δάκτυλος εθνικών αρχαιολατρών αθηναιοκολλημένων .... είναι συνομωσία άπλυτων αναρχοκοθμουνίων .. είναι σιωνιστική συνομωσία που θέλει να πλήξει τα «ιδανικά» του βλαχοτσολιά γκλιτσμαν ελληνάρα που γουστάρει πάντα έναν τσοπανάρχη πάνω από το κεφάλι του , για να τον βγάλει από την μιζέρια του ; (Εδώ).

  4. ΠΑΝΤΩΣ ΕΓΩ ΨΗΦΙΖΩ ΔΝΤ ΓΙΑΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΛΕΠΩ ΚΑΤΙ ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ ΛΑΜΟΓΙΑ ΝΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΣΑΝ ΤΑ ΠΟΝΤΙΚΙΑ...ΑΣΧΕΤΑ ΑΝ ΘΑ ΑΝΑΔΥΘΟΥΝ ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑ..ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΤΑ ΕΤΣΙ ΓΙΝΕΤΕ... (Εδώ).

  5. Επειδη ομως οι γκλιτσμαν μπραδερς πεφωτισμενοι τραπεζιτες δεν θα τα παρατησουν ευκολα, να ετοιμαζεστε για χοντρα γλεντια προσεχως. (Εδώ).

  6. Ο ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ!!!!!! ΤΕΛΟΣ ΤΟ «ΜΑΣΤΟΡΑΣ» ΤΩΡΑ ΘΑ ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΟΥΜΕ ΓΚΛΙΤΣΜΑΝ ΟΠΩΣ Ο ΜΠΑΤΜΑΝ ΚΑΙ Ο ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ!!!!!!!!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον άγιο Ιωάννη Βαπτιστή σχηματίζεται ο Ιωάννης Βαδιστής (ή και με οριστικό άρθρο Ιωάννης ο Βαδιστής) που αποτελεί χαριτωμενίστικη μετάφραση στα ελληνικά της μάρκας ουίσκι Johnnie Walker.

Εδώ έχουμε σλανγκαθαρεύουσα (για το φαινόμενο βλ. σχόλιο Βίκαρ στο άνευ καλαμακίου), ενώ για όσους προτιμούν πιο λαϊκότροπες γλωσσικές μορφές, υπάρχει και η μετάφραση Γιάννης που πορπατάει. Επίσης, υπάρχει και το Ιωάννης Περιπατητής που παραπέμπει και στην περιπατητική.

Πάσα: Δεινόσαυρος.

  1. Πάρε μαζί σου καμιά πορτοκαλάδα” (Ιωάννης ο βαδιστής, Ελληνας τζόκει επί πάγου) (Εδώ).

  2. Ιάκωβος Ομόλογος (James Bond!) και το Ριχάρδος θαλαμηπόλος (Richard Champerlain!) να μην λησμονούνται Αντε, και το Ιωάννης Βαδιστής-ο Τζόννυ που ..πορπατάει [αυτό ειναι ..Αθηνόδωρος Προύσαλης-«Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη») (Εδώ).

  3. βλέπω, τώρα, αχνά τον λογότυπο του Ιωάννη Βαδιστή. (Εδώ)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπονούμαι από κάποια επίπονη σωματική δραστηριότητα, και κυρίως από το σήκωμα μεγάλου βάρους.

Στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 33) ο Ν. Σαραντάκος εξηγεί την προέλευση της έκφρασης από την λέξη απάκι που σημαίνει το «ψαχνό γύρω από τα νεφρά». Από τον Κοραή έχει προταθεί ως ετυμολογία ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀλωπέκιον που σημαίνει την μικρή αλεπού (αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια). Ο Ν.Σ. παρατηρεί επίσης ότι η έκφραση χρησιμοποιείται και ειρωνικά για κάποιον που τεμπελιάζει.

Πάσα από Δ.Π.: GATZMAN.

  1. Και ηταν και 32 κιλα το ατιμο.Μου πεσαν τα πακια. (Εδώ).

  2. Οταν κανείς σηκώσει ή προσπαθήσει να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος και καταλάβει πόνους στη μέση του, λένε πως του έπεσαν τα πάκια. Ο άρρωστος ξαπλώνει μπρούμυτα κι ο πρακτικός γιατρός πιάνει τις δυό άκρες της μέσης του αρρώστου και τις τραβάει μαλάζοντάς τες ταυτόχρονα. Οταν τρίξουν τα κόκαλα σημαίνει πως τα πάκια ξανάρθαν στη θέση τους. Οταν όμως τα πάκια «κρεατώσουν» δε συνέρχονται, κι ο πόνος συνεχίζεται με κίνδυνο ο άνθρωπος να μείνει ανάπηρος. (Εδώ).

Απάκι (από GATZMAN, 25/01/12)Στο 18\'\' (από Galadriel, 25/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η χώρα ή ο χώρος (ιδεολογικός, πολιτικός, θρησκευτικός, αθλητικός και ταλιμπάν) όπου αυτοί που τον απαρτίζουν συμπεριφέρονται ως κοπάδι, δηλαδή ως άκριτοι κοπαδοί του ποιμένος-ταγού και της χιλιομασημένης κυρίαρχης ιδεολογίας, χωρίς να αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη και το ρίσκο της κριτικής αποστασιοποίησης. Και που φροντίζουν να εξοστρακίσουν όποιον τολμήσει να διαφοροποιηθεί.

Το β' συστατικό είναι το εξαιρετικά σλανγκενεργό -στάν που παραπέμπει σε χώρα της Ανατολής, και το χρησιμοποιούμε συχνά για να αναδείξουμε τον ανατολίτικο (με την κακή έννοια) χαρακτήρα της Ελλάδας ως Ελλαδιστάν. Και στην προκείμενη έκφραση αναπαράγεται το οριενταλιστικό στερεότυπο ότι προσιδιάζει στις χώρες -σταν της Ανατολής να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ως άμορφα κοπάδια- μπουλούκια. Παίζει βέβαια εδώ και με την λέξη στάνη.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ὀτι ενίοτε έχει επιρρηματική χρήση, βλ. παράδ. 4.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Πάσης φύσεως «κοπάδι» καταστρέφει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.Αυτοεξορίσου από την χώρα του Κοπαδιστάν (Εδώ).

  2. υπάρχουν 3 κατηγορίες ομάδων αναρχοδιεθνιστούλιδων:
    γ) Το κοπαδιστάν. Καμμένα φοιτητάκια, μεταξύ των οποίων και γόνοι αρκετών ευκατάστατων και ευυπόληπτων οικογενειών, παρασυρμένοι αριστεριστές, κομπλεξικοί πάσης φύσεως, παρατρεχάμενοι, ρομαντικοί, ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες, γραφικοί, εκ γενετής πυροβολημένοι, καθ' έξιν κάφροι και επιρρεπείς στην υποβολή, μανιοκαταθλιπτικοί μηδενιστές ... όλα τα άνθη του αγρού ριγμένα στο αντιεξουσιαστικό μπλέντερ και ελεχόμενα από «φύλαρχους» αναρχοπατέρες που κατά συντριπτικό κανόνα τα παίρνουν χοντρά από πρώην, νυν και αεί κυπατζήδες (η υποτυπώδης ιεραρχία μάλιστα που στήνουν οι εμπνευσμένοι αυτοί επαναστάτες για το «ποίμνιο» τους αποτελεί μνημειώδες οξύμωρο προς τα «ιερά θέσφατα» του αναρχισμού). Η χρηματοδότηση είναι φυσικά σταθερή (και αν το απαιτεί η περίσταση ακόμα και γενναιόδωρη)...μεταφραζόμενη σε έντυπα, αφίσσες, προπαγανδιστικό υλικό, εκ των έσω ενημέρωση για τις κινήσεις των 'αντιπάλων' και ότι άλλο λαδάκι χρειάζεται ο μηχανισμός για να πάρει μπρος. (Εδώ).

  3. Ένας που μου ρχεται στο μυαλό ΤΟΛΜΗΣΕ να τα βάλει με το κοπαδιστάν. Ακόμα τρέχει ο φουκαράς... (Εδώ)

  4. Μιλάμε για επιλεγμένα μεν αλλά νορμάλ εστιατόρια στο κέντρο των πόλεων (όχι τίποτα τουριστοπαγίδες που σε πάνε τα ταξιδιωτικά πρακτορεία κοπαδιστάν). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified