Θα μπορούσε να είναι μια περίτεχνη αρχαιοπρεπής τροπή του μαλάκας, κι όμως είναι μία από τις τουλάστιχον 79 λέξεις που διέθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να χαρακτηρίσουν τον γκέι. Ναι, οι δύο θεμελιώδεις ελληνικές ύβρεις, μαλάκας και πούστης, έχουν υποστεί ένα ροκέ μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μαλακία στην κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν η εκθηλυμένη τρυφηλότητα και μαλακότητα, οπότε μαλακός ήταν αυτός που τον σήκωνε τον χιτώνα.

«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», δηλαδή φιλοσοφούμε χωρίς να κάνουμε πουστιές (Περικλής δια χειρός Θουκυδίδου). Βέβαια, η μαλακία σταδιακά συνδέθηκε με την εξασθένηση (βλ. δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) και εντέλει με τον αυνανισμό.

Όταν, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τις ηδονές της εναλλακτικής τρύπας, εμείς οι Έλληνες διαθέταμε όχι μία και δύο, αλλά τουλάστιχον 79 λέξεις για να ονομάσουμε τον γκέι, τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, προτού τις καταχωρίσω στο οικείο λήμμα (ορισμένες υπάρχουν ήδη εκεί, όπως και στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων υπό Βραστανδρός). Μπορεί οι Νεοέλληνες να έχουμε περί τις 500 λέξεις, αλλά κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα κόλαφο εναντίον του Φαλλμεράϋερ και των συν αυτώ, ένα επιχείρημα που θα δικαίωνε πανηγυρικά τον Παπαρρηγόπουλο και τους δίκαιους υποστηρικτές της συνέχειας του ελληνισμού διά μέσου των αιώνων: το εξαπανέκαθεν αδιάπτωτο εθνικό μας πουστριλίκι ως πανηγυρική απόδειξη της υπερτρισχιλιετούς ιστορικής μας συνέχειας.

Πηγή: Βερέττας, Μάριος. Τα Βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων. Αρχαίες χυδαιότητες, προστυχιές και βωμολοχίες. Αθήνα, 2007.
(σ.ς. του οποίου το παρόν λήμμα ας λειτουργήσει ως μια ανιδιοτελής διαφήμιση ότι πρόκειται για εξαιρετικό εορταστικό δώρο, μέρες πού 'ναι).

  1. αβροβάτης: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [< αβρός + βαίνω]
  2. αβροβόστρυχος: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείες κοτσίδες [< αβρός + βόστρυχος]
  3. αβροείμων: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο ντύσιμο [αβρός + είματα = ρούχα]
  4. αβροκόμας: θηλυπρεπής άντρας με γυναικεία κόμμωση [< αβρός + κόμη]
  5. αβρόπους: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [αβρός + πους = πόδι] (σ.ς.: ουκ αβρόχειρ τις αλλά αβρόπους τις).
  6. αΐτας / αΐτης: νεαρός ερωμένος στις δωρικές κοινωνίες, γκόμενος. [<άω = πνέω].
  7. ανδροβάτης: εραστής ανδρών [< άνδρας + βαίνω = προχωρώ, εισχωρώ, μπαίνω, πηδάω]
  8. ανδρόγυνος: ερμαφρόδιτος (σ.ς.: o όρος αυτός έχει μεταφερθεί και σε άλλες γλώσσες, και οι ξένοι αισθάνονται πολλές φορές αμήχανα όταν ακούνε να χρησιμοποιούμε οι νεοέλληνες την λέξη για να περιγράψουμε το ετερόφυλο ζευγάρι. Αν και άργκιουαμπλυ, ένας γκέι πετυχαίνει μόνος του την ισορροπία και σύνθεση που χρειάζονται δύο ετερόφυλοι στρέιτ για να πετύχουν, πρβλ. και τον αριστοφανικό μύθο του ανδρογύνου στο πλατωνικό Συμπόσιον).
  9. ανδροθήλυς
  10. ανδροκοίτης
  11. ανδροκόμος [< κομέω = προσφέρω ερωτικές φροντίδες]
  12. ανδρολάγνος
  13. ανδρομανής
  14. ανδροπόρνος
  15. αρρητοποιός [< άρρητον + ποιώ = αυτός που διαπράττει ακατονόμαστες ασελγείς πράξεις] (σ.ς.: τύφλα νά 'χει ο Wittgenstein).
  16. αρρητουργός (ομοίως)
  17. αρρενομίκτης: αυτός που σμίγει με άντρες
  18. αρρενοφθόρος: αυτός που (δια)φθείρει άντρες, που τους παίρνει την άλλη παρθενιά (όπως ο Βάγγελας του Πέρι).
  19. βάτταλος [< πάτταλος = πάσσαλος = πέος]
  20. γλούτης: ο εύκωλος [< γλουτός = κωλομέρι]
  21. γονοπότης: αυτός που πίνει το σπέρμα (γόνος < γίγνομαι).
  22. γυναικανήρ
  23. γυναικίας
  24. γυναικόμιμος
  25. γυναικόφωνος
  26. γυναικοφυής
  27. γύνανδρος
  28. γύννις: ο άνδρας με γυναικεία συμπεριφορά.
  29. εθελόπορνος: ο εκδιδόμενος με την θέλησή του κίναιδος.
  30. εδρόστροφος : ο κίναιδος που κουνάει προκλητικά τον κώλο του έδρα + στρέφω]
  31. ημίγυνος
  32. ημιθήλυς
  33. θηλάρσην
  34. θηλυδρίας [< θηλυδριώ = φέρομαι ως θηλυκό]
  35. θηλυμίτρης: τραβεστί [< θήλυ + μίτρα = σκούφια] (σ.ς.: πρβλ. και τις μίτρες των αγαμιδίων).
  36. θηλυπρεπής
  37. θηλύστολος: τραβεστί [< στολή = ενδυμασία] («κράτος θηλυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες» για να παραφράσω τον Σαββόπουλο).
  38. θρυπτικός [< θρύπτω = ζω θηλυπρεπώς < θραύω]
  39. κατάπρωκτος
  40. καταπυγόσυνος [< κατά + πυγή = κώλος]
  41. καταπύγων [< πυγή]
  42. κέλωρ: νεαρό πουστράκι, τεκνό, πουστρίγκος [κέλωρ = παιδί]
  43. κίναδος: πονηρόπουστας [κίναδος = αλεπού]
  44. κίναιδος [< κινέω = γαμιέμαι, ή πιθανόν πατρετυμολογία < κινώ (προκαλώ) την αιδώ]. (Σ.ς.: σήμερα χρησιμοποιείται ως η πιο λάιτ, επίσημη ονομασία, κι όμως η ετυμολογική σημασία ως «γαμημένος» δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθή).
  45. κινησίας [< κινέω = γαμιέμαι]
  46. κεκινημένος
  47. κοπραγωγός: ο επιβήτωρ ανδρών [κολομπαράς] [< κόπρος + αγωγός]
  48. λαικαστής [< ληκώ = πέος]
  49. λακαταπυγών : ο πούσταρχος < λίαν + κατά + πυγή
  50. λάσταυρος < λάσιος = μαλλιαρός + ταύρος = πέος
  51. λάστρις < λάσιος + ταύρος
  52. μαλακίας: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  53. μαλακίων: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  54. μαλακός: ο εκθηλυσμένος και τρυφηλός (ο όρος που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για τους ομοφυλόφιλους)
  55. οπισθοβάτης < όπισθεν + βαίνω (μπαίνω)
  56. οπισθοβατικός
  57. παθικός < πάθος
  58. παιδεραστής
  59. παιδίσκος: εκπορνευμένο ανήλικο αγόρι, τσιμπούκ-ογλάν
  60. παιδοκόραξ
  61. παιδομανής
  62. παιδοπίπης < οπιπτεύω = κάνω μπανιστήρι
  63. παιδοφιλής
  64. παιδοφθόρος
  65. παρατετλιμένος: ο πουστοσέξουαλ με αποτριχωμένα γεννητικά όργανα < παρατίλλω = αποτριχώνω
  66. πρωκτόσοφος (σ.ς. κι ο Σωκράτης ο πρωκτοσοφός, πούστης ήτανε κι αυτός)
  67. πυγαίος < πυγή = κώλος (σ.ς.: άρα το πυγαίο χιούμορ είναι το χιούμορ του κώλου).
  68. πυγαλγής: αυτός που τον πονάει η πυγή του.
  69. πυγιστής: ο κολομπαράς
  70. πυγοστόλος: ο ευτρεπίζων προκλητικά την πυγή του εύκωλος
  71. σαυκρόπους: ο κίναιδος με θηλυπρεπές βάδισμα < σαυκρός = τρυφερός + πους
  72. σαύλος < αύω = ανάβω
  73. σίφνιος / σιφνιαστής < σιφνιάζω = χώνω κωλοδάκτυλο, όπως οι κάτοικοι της νήσου Σίφνος, που τους είχε βγει το όνομα.
  74. συβαρίτης: φιλήδονος και τρυφηλός, αλλά συχνά του γκεϊλικίου συμπεριλαμβανομένου
  75. σφίγκτης: όχι ο σφίχτης, αλλά ο πρωκτικάντζας < σφιγκτήρ του πρωκτού.
  76. φίληβος: ο εραστής εφήβων
  77. φιλομείραξ: ο εραστής μειρακίων
  78. φοινικιστής: ο κίναιδος που κάνει γκρουπ σεξ, επειδή στους Φοίνικες είχε βγει το όνομα ότι κάνουν ομοφυλοφιλικά πάρτυ με ούζα.
  79. χαλκιδεύς: και στους χαλκιδιώτες τους είχε βγει το όνομα.

Τι είπες βρε μαλακίωνα;

(από Khan, 21/12/09)(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω την αντιδικία του σεξ παίρνοντας τον νόμο στα χέρια μου, ήτοι αυνανίζομαι, άρχομαι χειρών αδίκων, επιδίδομαι στην χειροτεχνία, κάνοντας χειροποίητα εργόχειρα και λοιπές χειρωνακτικές εργασίες, αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν τον κάνω σφεντόνα.

Δεν άντεξε το παιδί να βλέπει απ' το πρωί την Πετρούλα να λέει τον καιρό με την στρινγκαδούρα, στο τέλος χειροδίκησε.

Got a better definition? Add it!

Published

Αν και ο όρος γαμίδι συνήθως αναφέρεται σε αντικείμενο, σύμφωνα με τον ορισμό της Ιρονίκ, ενίοτε αναφέρεται και σε πρόσωπο ως ύβρις. Όπως το θέτει εύστοχα ο Βασίλης 7 (από τον κύκλο των χαμένων σλανγκιστών): «Ότι και όσοι δεν με υπακούνε, μου χαλάνε, με τσαντίζουνε, δεν μου κάθονται και μου την σπάνε, είναι γαμίδια». Θα προσέθετα ότι το γαμίδι, όπως και το άλλο -ιδι, το κωλοτρυπίδι, είναι κυρίως ο θρασύς εκνευριστικός τυπάς που επαίρεται με υπερβολικό θράσος και θέλουμε να τον γειώσουμε με το να τον υποβιβάσουμε σε αντικείμενο (αν δεχθούμε ότι γαμίδι είναι κυρίως το ασήμαντο εκνευριστικό αντικείμενο). Συναφώς, χρησιμοποιείται συχνά για παιδιά και νέους, για τους οποίους φταίμε εμείς.

Trivia: Ο Χ. Γιανναράς χρησιμοποιεί τον όρο αγαμίδιον, Πληθ.: αγαμίδια (χωρίς ή με συνίζηση του -ια) για να περιγράψει νεαρούς κληρικούς οι οποίοι προβαίνουν σε προγραμματική από την εφηβεία τους αγαμία προκειμένου να διεκδικήσουν επισκοπικούς θρόνους στα πλαίσια ενός αριβιστικού εκκλησιαστικού καριερισμού. Οι τοιούτοι νεανίαι αντί να αλληλοπεριχωρούνται ερωτικώς μέσα σε μια γαμική συν-ζυγία (ως ώφειλαν), καθίστανται εντέλει άγαμοι θύται και ανέραστοι εξουσιασταί του κόσμου τούτου. (Βλ. 3ο παράδειγμα).

  1. Νεοελληνική ποίηση, δες:

Άμα είναι το χαρτί σκουπίδι,
το κλαρί καίδι ,
το τσαρδί ρημάδι,
το χαστούκι χάδι
το κορμί αν ειν’ χαμένο
και στο φέρνουν δεδομένο
το παιδί αν είν’ γαμίδι
κάνεις το νερό σου ξύδι.

  1. Από βρις-οφ εδώ:
    - Ρε γαμίδι έχεις περίοδο;

  2. «Είναι (κατά κανόνα) οι καριερίστες της θρησκευτικής εξουσίας κάτι σαν τους ευνούχους των άλλοτε βασιλικών αυλών. Φύονται και αυξάνονται, συνήθως στην καμαρίλα επισκοπικών αυλών, μαθαίνουν να υπαλλάσσουν την σεξουαλική στέρηση σε καριέρα με στόχο τον δεσποτικό »θρόνο«, την εγωλαγνεία, θεσμοποιημένη: Να εξουσιάζουν συνειδήσεις, να εκμεταλλεύονται την προβατώδη υποταγή του ποιμνίου, να θυμιάζονται ως είδωλα και να πολυχρονίζονται ακαταπαύστως στην λατρεία. Μια τέτοια καριέρα γοητεύει τα νεαρά αγαμίδια των επισκοπικών αυλών τα θέλγει επιπλέον και η γυναικώδης ενασχόληση με κοσμήματα, αυτοκρατορικές μίτρες και σκήπτρα, χρυσοποίκιλτα ενδύματα. Στην ιεράρχηση ευθυνών, αξιωμάτων και προβαδισμάτων τα αγαμίδια υποσκελίζουν αυτονοήτως πολιούς πρεσβυτέρους μόνο επειδή »μετὰ γυναικὸς οὐκ ἐμολύνθησαν«- διέσωσαν τη ναρκισσιστική αυτονομία τους ανυπότακτοι σε συζυγία».

Από το «Συζυγίας εγκώμιον υπό ανωνύμου τινός εγγάμου», περ. Επίγνωση, τεύχος 109.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλεπταποδόχος, αυτός που μεταφράζει ένα κλεψιμαίο σε αντικείμενο νόμιμης αγοράς.

Πηγή: Ένα ψιχίο της πλούσιας σλανγκικής τραπέζης του Χότζα.

Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...

Βλ. γιουσουρούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως υποδιαίρεση της τέταρτης σημασίας που δίνει ο Χότζας, είναι και το πτυχίο ή δίπλωμα που χορηγούν εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής και της αλλοδαπής. Εναλλακτικώς, χρησιμοποιείται και για να τυλίγεις το σουβλάκι, όπως έκαναν αστειάτορες εστιάτορες με φωτοτυπίες του πτυχίου τους.

Μην σε νοιάζει αν οι σπουδές είναι στο αντικείμενο του ενδιαφέροντός σου, το θέμα είναι να έχεις το χαρτί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά, σύστημα γάντζων, που χρησιμοποιείται για να εξασφαλίζουμε ότι συγκρατούνται οι εξέχουσες επιφάνειες μεταφερομένων αποσκευών και αυτές δεν θα πέσουν από τα ημιανοιχτά πορτμπαγκάζ ή –πιο έιτικαλλυ σπήκινγκ– από τις σχάρες που τα έχουμε βάλει. Προφάνουσλυ, η μεταφορά είναι μεταξύ των γάντζων και των πλοκαμιών του χταποδιού.

Καλά κι αν δεν χωρέσουν οι έξι βαλίτσες στο πορτμπαγκάζ, θα βάλουμε και δύο στη σχάρα με χταπόδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ, οποιαδήποτε ερωτική/ σεξουαλική πρακτική, αλλά κυρίως το γαμήσι με διείσδυση.

Πρόκειται για γιαλομιά ολκής αφού εξαίρεται το σεξ ως αδυσώπητη και αμείλικτη πάλη των φύλων, όπως λ.χ. στο σκανδιναβικό θέατρο και κινηματογράφο ενός Strindberg, ενός Bergman, ενός von Trier. Εντέλει το σεξ κατανοείται ως η άλλη πλευρά του θανάτου, όπως στους θρύλους της Ιουδίθ και της Λουκρητίας.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε ερωτική πρακτική (όπως στο πρώτο παράδειγμα). Ωστόσο, η κυρίως τεχνική σημασία του όρου περισσότερο αντιδιαστέλλει τα πρώτα θερμά επεισόδια (μπαλαμούτια, φασώματα, γλωσσόφιλα, γλωσσίδια και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις) ενός ακόμη κατά το μάλλον ή ήττον ακήρυκτου Ψυχρού Πολέμου, από την καθαυτό πολεμική σύρραξη, εναρκτήριο κήρυξη της οποίας αποτελεί το μπούκωμα από τον μπαργαλάτσο. Οι γνώμες των επιστημόνων διΐστανται περί του αν το στοματικό σεξ συγκαταλέγεται στις κυρίως ειπείν εχθροπραξίες, αλλά κττμγ, το δίχως άλλο ναι, ενώ σε μια πιο γκρίζα ζώνη μεταξύ ψυχρού και θερμού πολέμου ανήκει το φραπέ. Οι Γάλλοι χρησιμοποιούν σχετικά την έκφραση début des hostilités.

Όπως θα έλεγε κι ο Γκάτσμαν, οι εχθροπραξίες δέον να επιλύονται με διασπερματεύσεις και με την πίπα της ειρήνης. Αλλά καθώς η Λία είναι Βίσση και si vis pacem para bellum, δέον να διατηρείται η πολεμική εγρήγορση μέχρι να δοθεί το επόμενο casus belli.

  1. Από το womenonly.gr:

Βασάνισε τον: τράβηξε τα μαλλιά του, τσίμπησε τις ρόγες του, δάγκωσε το αυτί του και γενικά φέρτον στα άκρα του. Εκείνος μπορεί να ανταποδώσει τις εχθροπραξίες, μέχρι να βρεθείτε να κυλιέστε (και φιλιέστε) στο πάτωμα και να κάνετε άγριο ζωώδες σεξ λίγα λεπτά αργότερα.

  1. Ύστερα από ένα τετραωράκι προκαταρκτικά, αρχίσαμε τις εχθροπραξίες με ένα ιεραποστολικό, προτού περάσουμε σε πιο κίνκι καταστάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεντρωτικά, ορισμένες από τις σλανγκ σημασίες του συμπαθούς γλυκού:

  1. Ο πούστης που αγαπά να τον παίρνει από τον κώλο, κατά λογοπαίγνιο με τις αγγλικές λέξεις back love ass, βλ. και condom in ass (Κοντομηνάς), bus in ass (Μπασινάς). (Vrastaman).

  2. Οι γραμμωμένοι κοιλιακοί (Johnny Black).

  3. To καπιτονέ μπουφάν (Electron).

  4. Το πλεχτό των διχτυών σε ποδόσφαιρο, μπάσκετ και άλλα αθλήματα (Electron).

  5. Και βέβαια ο ορισμός που δίνει ο Χότζας για την ρυμοτομία πόλης, με εντελώς ομοιόμορφα σχεδιασμένους παραλλήλους και καθέτους δρόμους.

Όταν έβγαλε τον μπακλαβά, διαπίστωσα ότι είχε έναν πολύ σέξι μπακλαβά, που με έβαλε σε πειρασμό μήπως πρέπει να το γυρίσω κι εγώ σε μπακλαβά. Άλλωστε με έχει κουράσει η μονοτονία του μπακλαβά και σκέφτομαι να δοκιμάσω την οθωμανική δόμηση, μήπως κόψω κι εγώ τον μπακλαβά στο πρωτάθλημα της σεξουαλικής ηδονjής.

Μπουφάν μπακλαβάς. (από Khan, 16/11/09)Κοιλιακοί μπακλαβάς (από Khan, 16/11/09)Δίχτυ μπακλαβάς (από Khan, 16/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η λίστα του πούστη με την μισή χιλιάδα συνωνύμων, μαζί με το εμβληματικό λήμμα του σάιτ μας την τρίζει την όπισθεν, οδήγησαν στο λεγόμενο λούγκρα generator, ένα φιλόδοξο χαλικούτειο πρόγραμμα που πρόκειται να επισκιάσει το Hellenic Quest. Πλην δημιούργησε την εύλογη ερώτηση μήπως ως λαός, οι Έλληνες, και ως Σλάνγκοι εν προκειμένω, το καταχωρίζουμε το λήμμα. Γι' αυτό, για να τονωθεί ο αμφισβητούμενος εκ σλανγκ ανδρισμός μας, δίνω σήμερα το εναρκτήριο λάκτισμα για μια εξίσου πλούσια λίστα, αυτή των συνωνύμων του γαμάω / πηδάω.

Σημαντικές πηγές μου υπήρξαν οι συσσλανγκιστές Τζόνι Μπλακ (φορτώνω), Χαλικούτης, acg (την τρίζει την όπισθεν) ο άγνωστος Σλάνγκος και πασαδόρος η Μες από το Δ.Π. Η λίστα θα ανανεώνεται χάρη στον ζήλο και την σλανγκική αυταπάρνηση πεφωτισμένων μοντούλων.

Εισήγαγα ρήματα και ρηματικά συμπλέγματα που δηλώνουν το γαμήσι, αλλά και α) ορισμένες κορυφώσεις του, όπως ο οργασμός, ή β) εξειδικεύσεις του, όπως το πρωκτικό, εφόσον το βάρος της έκφρασης πέφτει στην πράξη του σεξ. Επίσης, γ) μη σλανγκ λέξεις, και δ) λέξεις από όλο τον φλοκοχώρο και φλοκοχρόνο του Ελληνισμού. Ακόμη ε) ύβρεις, όπου όμως η έμφαση τίθεται στην πράξη του πηδήματος καθ' εαυτήν και όχι σε κάποια νεφελώδη σημειολογία.

Αντιθέτως, δεν εισήγαγα: α) Λέξεις που περιγράφουν το γαμήσι αποκλειστικά από την σκοπιά του ερωμένου (λ.χ. τρώω (τον), πιπώνω κ.ο.κ.). β) Λέξεις που περιγράφουν μεν ένα είδος γενετήσιας πράξης, πλην εστιάζουν σε μια πολύ εξειδικευμένη πτυχή της (λ.χ. ξεπαρθενιάζω). γ) Λέξεις που χρησιμοποιούνται ως ύβρεις, χωρίς να εννοείται ότι απειλείται να λάβει χώρα κυριολεκτικό γαμήσι λ.χ. γαμώ το μουνί της κατσαρίδας, γαμώ το οικογενειακό σου βιβλιάριο κ.ο.κ. ή είναι υπερβολικά εξειδικευμένες, λ.χ. γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια. δ) Εκφράσεις του την τρίζει την όπισθεν, όπου ο συσχετισμός με το φυσικό γαμήσι είναι εξαιρετικά ασθενής, βλέπε τιραμισουρεαλιστικός.

Η λίστα είναι ανοικτή σε συμπληρώσεις και η μεθοδολογία μου ανοικτή σε κριτική, πάντως η λίστα (με αλφαβητική σειρά) έχει ως εξής:

  1. αγγίζω
  2. ακουμπάω (τον)
  3. αλλάζω τα υδραυλικά
  4. αλλάζω τα φώτα
  5. αλληλοπεριχωρούμαι (μετά τινος)
  6. αμπώχνω (τση/του τον)
  7. αναπαράγομαι
  8. απαυτώνω
  9. αποδομώ (αυτοαναφορικό hommage à Derridah dah dah)
  10. αποσιστώνω / αποσσιηστώνω
  11. αρμέγω τη σαύρα
  12. ασελγώ
  13. αυξάνομαι και πληθύνομαι
  14. αυτώνω
  15. βάζω (τον είς τινα) / βάζω την κάλτσα στο συρτάρι / βάζω τον κολιό στο ξύδι
  16. βατεύω
  17. βαφτίζω (τον μπέμπη/ τον Αλβανό)
  18. βγάζω τα μάτια μου
  19. βολεύω
  20. βομβαρδίζω
  21. βουτώ
  22. βουλώνω (τα λούκια μανάκι)
  23. βρέχω (τον είς τινα)
  24. γαμοπιλώθω
  25. γαμώ/ γαμάω/ γαμιέμαι
  26. γαμώ με αμμοχάλικο
  27. γαμώ τα βάρδουλα
  28. γαμάω γαϊδάρα στον ανήφορο
  29. γαμάω και δέρνω
  30. γαμώ τα μάτια
  31. γαμώ το καρυοφύλλι
  32. σε γαμώ και κλάνεις και παιδιά δεν κάνεις
  33. γαμώ τα ούπα (τινί)
  34. γαμώ τα πρέκια
  35. σε γαμώ και σπάω πλάκα
  36. γαμώ και σπέρνω
  37. γαμάω-τάω
  38. σε γαμώ και σε υποστηρίζω
  39. γαμώ και χύνω (λες να παχύνω;)
  40. γαμώ (τινά) και ψοφάει
  41. γαμώνω
  42. γεγάμηκα (ἐγεγαμήκειν)
  43. γνωρίζω (με την βιβλική έννοια)
  44. διακορεύω
  45. διατείρω
  46. διατρυπώ
  47. διεισδύω
  48. δίνω (τον)
  49. δίνω γραπτό
  50. εισάγω / κάνω εισαγωγές- εξαγωγές
  51. εκμιαίνω
  52. εκπυρσοκροτώ
  53. εκσπερματίζω
  54. εκσπερματώνω
  55. ενώνομαι / γίνομαι ένα
  56. εξυπηρετώ/ κάνω εξυπηρέτηση
  57. επιβαίνω (αρχ.)
  58. έρχομαι
  59. έσομαι / γίνομαι εις σάρκαν μίαν
  60. εφαρμόζω
  61. έχω (τινά)
  62. ζευγαρώνω
  63. ζμπρώγνω
  64. θέτω (τόνε καποιανής/ καποιανού)
  65. θίγω
  66. ισιώνω
  67. καβαλάω
  68. καλαφατίζω
  69. κανονίζω
  70. το κάνω
  71. κάνω έρωτα
  72. κάνω τινά μητέρα
  73. κάνω παρέλαση
  74. κάνω ρεκτιφιέ (σε μια γκόμενα)
  75. κάνω σεξ (μετά τινος)
  76. κάνω ψυχικό
  77. καρφιτσώνω
  78. καρφώνω
  79. καταθέτω / κάνω κατάθεση
  80. καταχωρίζω (αυτοαναφορικό)
  81. κεντάω
  82. κερνάω
  83. κινώ (αρχ.)
  84. κλιμακώνω
  85. κοιμάμαι (μετά τινος)
  86. κομματιάζω
  87. κορυφώνω
  88. κουραβέλω
  89. κουτουπώνω
  90. λογχεύω
  91. μαμάω-ώ
  92. μανικώνω/ ρίχνω μανίκι
  93. μαρκαλεύω
  94. ματσακονιάζω / ματσακονιάζω την βάρκα
  95. μπαίνω (όπως μπαίνεις στο βάθος)
  96. μπήγω
  97. μπουκάρω
  98. μπουκόφσκι
  99. μπουκώνω
  100. μπριζολιάζω
  101. ντινέρω (πιτχά)
  102. ξεγάμησα
  103. ξεδοντιάζω το δαγκανόμουνο
  104. ξεζουμίζομαι
  105. ξεκατινιάζω
  106. ξεκωλιάζω
  107. ξεμουνιάζω
  108. ξεπατώνω
  109. ξεσκίζω
  110. ξηγάω τ' όνειρο
  111. ολοκληρώνω (την σχέση) / ολοκληρώνω (μαζί) / ολοκληρώνω την τετραετία
  112. παίζω εντός έδρας
  113. παίζω καράτε
  114. παλουκώνω
  115. παστελιάζω
  116. πατάω (της/του έναν πούτσο)
  117. παχτώνω (την πρόβολο)
  118. περιπτύσσομαι / έρχομαι σε ερωτική περίπτυξη
  119. περνάω (την σχέση) από το δημόσιο δίκαιο στο ιδιωτικό
  120. περνάω (τινά) ένα χεράκι
  121. περτσινώνω
  122. πετάω τα μάτια όξω (είς τινα)
  123. πετσώνω
  124. πηγαίνω (μετά τινος)
  125. πηδάω
  126. πιλώθω
  127. πνίγω / πνίγω το κουνέλι / πνίγω τον ιππόκαμπο
  128. πολλαπλασιάζομαι
  129. ποτίζω (το γκαζόν)
  130. πουτσοδοτώ/ είμαι εθελοντής πουτσοδότης
  131. προωθώ
  132. πυροβολώ
  133. ρίχνω (της/ του έναν πούτσο)
  134. ρίχνω έναν κρύο
  135. ρίχνω τον οβολό μου
  136. σατυρίζω
  137. σερβίρω (της/ του έναν πούτσο)
  138. στα σκάω
  139. σκίζω
  140. σκουντάω
  141. σκυλοπηδιέμαι
  142. σλιβώνω
  143. σοδομίζω
  144. σουβλίζω
  145. σπάω (στον πούτσο τινά)
  146. σπερμοδοτώ
  147. σπέρνω
  148. σπρώχνω
  149. σταυρώνω (γκόμενα/ο)
  150. στραβοκαυλιάζω
  151. στραβοψωλιάζω
  152. στραγγίζω
  153. σύνειμι
  154. συνέρχομαι
  155. συνευρίσκομαι
  156. συνουσιάζομαι
  157. συστήνω εμπράγματη ασφάλεια
  158. σφάζω
  159. σφίγγω / σφίγγω το μπουλόνι
  160. σφραγίζω
  161. σφυρίζω (τον είς τινα)
  162. σφυροκοπώ
  163. ταΐζω κρέας
  164. τελειώνω
  165. τεντώνω
  166. τρίβω / τρίβω το πιπέρι
  167. τρυπώ
  168. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  169. φερμάρω
  170. στα φέρνω
  171. φιστικώνω/ κερνάω φιστίκι (αράπικο)
  172. φοράω (τον είς τινα)
  173. φορμάρω
  174. φορτίζω / βάζω τον φορτιστή στην πρίζα
  175. φορτώνω
  176. φτάνω
  177. χαραφλώνω
  178. χρακάρω
  179. χτυπάω
  180. χύνω κασέρια
  181. χύνω κουβάδες
  182. χύνω με τόκους υπερημερίας
  183. χύνω γκλjίτερ
  184. χώνω (τον είς τινα)
  185. ψωλιάζω

Το έχουμε πηδήξει τελείως το θέμα με τις λίστες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται εναντίον οπαδών της ΑΕΚ, δηλονότι εκ του φλώρος και του ορίτζιναλ που χαρακτηρίζει την ΑΕΚ.

Ασίστ: John Black.

  1. Από το φατσοβιβλίο εδώ:

ΔΙΚΕΦΑΛΕ ΣΕ ΕΚΑΝΑ ΛΑΓΟ ΦΛΟΡΙΤΖΙΝΑΛ ΠΑΝΤΟΥ ΣΕ ΚΥΝΗΓΩ ΣΟΥ ΕΧΩ ΚΑΨΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΧΩ ΜΠΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΕΙΧΑΤΕ ΡΟΥΦΙΑΝΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΚΑΙ ΕΧΕΤΕ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟ ΒΑΤΡΑΧΟ...

  1. Από βλόγιον:

ΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΒΑΖΕΛΟΧΑΝΟΥΜΑ,ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ(ΛΑΓΟΙ-ΚΟΥΝΕΛΙΑ) Η ΦΛΟΡΙΤΖΙΝΑΛ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ;;;;ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΕΝΑ ΣΤΟΧΟ ΔΥΝΑΤΕΣ ΦΩΝΕΣ.

αντωνάαααααακι! που μας με τις γόβες στις λάσπεεεες! (από BuBis, 11/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified