Αναφέρεται στο Παλλάς όταν ήταν κινηματογράφος και έκανε ατελείωτα φεστιβάλια. Τότε ο παλλαδόβιος ήταν ο πάσχων από οξεία υπερκουλτουρίαση, καθώς κυριολεκτικά ζούσε μέσα στο Παλλάς, βλέποντας πέντε ταινίες την ημέρα, κατά προτίμηση ιρανικού κινηματογράφου, τρώγοντας μέσα στο Παλλάς, ψάχνοντας για χεσοκαβάντζα κ.ο.κ.

Σήμερα το Παλλάς ως χώρος για θεατρικές/ χορευτικές παραστάσεις και συναυλίες έχει πάει κύριο κύμα, καθώς τα εισιτήρια φτάνουν μέχρι και τα 150 γιούρια την βραδιά, και όποτε πας σκοντάφτεις πάνω σε Προέδρους Δημοκρατίας, πολιτικούς, δημοσιοκάφρους και ταλιμπάν. Το παλλαδόβιος μάλλον θα χαρακτήριζε κάποιον που επιδεικνύεται σε κοσμικές συναθροίσεις. Χώρος υπερκουλτουρίασης είναι μάλλον ο Ιανός, που φιλοδοξεί να αναστήσει τα λογοτεχνικά καφενεία, καθώς και άλλοι πολυχώροι κατσιμηχέσω, αλλά δεν έχω ακούσει αντίστοιχη έκφραση. Αν είχαμε ακόμα τον athensasitreallyis...

Η Δεβώρα η παλλαδόβια μου ακύρωσε το ραντεβού των 19.30 στο Παλλάς στο διάλειμμα μεταξύ Κιαροστάμι και Καουρισμάκι, γιατί τότε θα έβλεπε την Μαριλού, και με έβαλε στις 23.00 μεταξύ Σοκούροφ και Μπέλα Ταρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο με σλανγκική αποκοπή (σ.ς.: ένα φαινόμενο που αξίζει να απασχολήσει την γαμοσλανγκοτέτοια) και ηχηροποίηση.

- Ωραίο σπίτι! Νεοκλασικό!...
- Ντέλο ήτανε...

Διάλογος από την ταινία Στρέλλα.

μάνια ντέλου έφτασσεεειιινν!!! (από johnblack, 14/01/10)Νά ναι καλά το συσιφόνι! (από Khan, 17/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί το εκλαμβάνουν ως ένα χαριτωμένο έως γουτσιστικό επιφώνημα, όπως το τσα!, το γιούπι κι έτσι. Όμως οι παροικούντες την Σλανγκουσαλήμ γνωρίζουν ότι προέρχεται από την τσίκα (δες το λήμμα του Βίκαρ για ετυμολογίες), δηλαδή το «επεξεργασμένο, «ψημένο» μαύρο». Οπότε τσικαμπούμ < τσίκα + μπουμ, = το σκάσιμο του μπάφου, χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει.

Έχει γίνει διάσημο από το άσμα του Γ. Κούτρα σε μουσική Γ. Γιοκαρίνη, στίχους Σ. Μπουλά με τον τιραμισουρεαλιστικότατο στίχο «στο παράλογο το ρίχνεις του Ιονέσκο, χτες αγόραζες καρτούλες της Ουνέσκο».

Πηγή: Τζόνι Μπλακ.

Το Άσμα.

Το βραδάκι παντελόνι κολλητό φοράω
στο κουδούνι σου το χέρι μου κολλάω
το Garelli μας κοιτάζω και θυμώνω
μια εφτάμησι yamaha ζαχαρώνω

Σου την πέσανε προχτές πάλι στην παμπ
και εσύ το 'παιζες ως άνετη και βαμπ
είμαι πρίγκιπας και μην ξεχνάς Μαρία
πριν δυο μήνες πασατέμπο και πορεία

Τσικαμπούμ, και όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου
τσικαμπούμ, και μου την πέφτεις μεσ' τη ζάλη μου
τσικαμπούμ, θα βελτιώσω τα στιχάκια μου
τσικαμπούμ, πήραν φωτιά τα μηχανάκια μου

Στο παράλογο το ρίχνεις του Ιονέσκο
χτες αγόραζες καρτούλες της Unesco
όρους θέτεις πια με ύφος σοβαρόν
μα όλα τούτα ρουφηχθέντων των μπυρών

τσικαμπούμ και εγώ την έπεσα στην Βίκυ
σου την έφερα ρε κάλπικο ραδίκι
έχω γκόμενα με δυάρι προς το στάδιο
που έχει Φίατ πέρσοναλ με ράδιο

Τσικαμπούμ...

Fiat personal (από MXΣ, 14/01/10)Garelli KL50 5V του 1976 (από MXΣ, 14/01/10)Τσίκα Τσίκα Μπουμ - τι ήθελε να πει ο ποιητής; (από poniroskylo, 15/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανουσισμός, υπάρχει και ομώνυμη βιβλιοκασέτα του Τζίμη Πανούση. Αναφέρεται, υποθέτω, σε «γιάφκες» αριστεριστών που εξελίσσονται σε μπαφόσπιτα, καθώς ο ανθός της νεολαίας, το άλας της γης επιδίδεται στην ευγενή αθλοπαιδιά του μπάφκετ. Φαντάζομαι ότι ήταν ιδιαίτερα επίκαιρο στις αριστερές γενιές των σίξτηζ και σέβεντηζ. Επίσης, μπορεί να σημαίνει κάποιον που του ζαλίζεται ο έρωτας όταν ο καθοδηγητής του ξηγάει το διαλεκτικό προτσές.

Ασίστ: Χαλικούτης.

- Ναι, σύντροφε, είχε δίκιο ο πατερούλης του λαού που έκανε το σύμφωνο με τον Χίτλερ. Γιατί το διαλεκτικό προτσές της πάλης των τάξεων αυτό ακριβώς απαιτούσε εκείνη την στιγμή. Έπρεπε να ανδρωθεί ο σοβιετικός σοσιαλισμός και να δημιουργηθεί μια επαναστατική δυναμική στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Άλλωστε ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος...
- Ώπα, ώπα γιατί έχω πάθει ζάλη των τάξεων, μοι φαίνεται...

Κάπου στο 7.00 αρχίζει η ζάλη των τάξεων. (από Khan, 12/01/10)Όλα τα λεφτά ο Jean Pierre Leaud στο 2.11 (από Khan, 12/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πούτσες μπλε επί το πιο εύσχημον. Λέγεται και πίτσες μπλε από τη Βιλγαρία, ώστε το υπονοούμενο να είναι ακόμη λιγότερο δύσληπτο. Όπως και οι μπλε πούτσες, οι μπλε πίτσες σημαίνουν κάτι ψευδές, ανυπόστατο, ανόητο, ουτοπικό ή αναξιόπιστο.

Αμφότερες και οι δύο εκφράσεις αποτελούν μνημεία σλανγκικού τιραμισουρεαλισμού, του οποίου άλλωστε το μπλε αποτελεί το εμβληματικό χρώμα. Για μεγαλύτερο τιραμισουρεαλιστικό αποτέλεσμα συνάπτονται παρατακτικώς διάφορες παρδαλές εκφράσεις, τις οποίες και παραθέτω αρρυόμενος από τον κόπο συσσλανγκιστών:

  • πούτσες μπλε και εμπριμέ (Τζόνι Μπλακ)
  • πούτσες μπλε κι αρχίδια κοτ(ι)λέ (Αίας)
  • πούτσες μπλε και φούξια (Τζιμάκος)
  • πούτσες μπλε φωσφοριζέ (Τας)
  • πούτσες μπλε και νάιλον κάλτσες (Βιπ)
  • πούτσες μπλε και πράσινα άλογα (ιουμπίου)
  • πούτσες μπλε και πράσινα καρότα (μχαχα)
  • πούτσες μπλε με ροζ ελεφαντάκια (Άλλος)
  • πούτσες μπλε με πουά ελεφαντάκια (τουκανισμός: Το πουά δεν είναι χρώμα)
  • πούτσες μπλε, μαλαπέρδες Εβραίων (Τζίμης Πανούσης, Βράσταμαν).

    Το δεύτερο ζήτημα είναι πού μπαίνουν οι μπλε πούτσες για το οποίο οι γνώμες διΐστανται:

  • πούτσες μπλε σε ροζ βαζάκια (Τζιμάκος)

  • πούτσες μπλε σε κιβώτια καφέ (Ρεντέβιλ)
  • πούτσες μπλε σε κόκκινα παράθυρα (Κώστας, σ.ς.: με λίγο από Magritte)

    Για τις πίτσες μπλε, πάλι κυκλοφορούν οι εκφράσεις:

  • πίτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά

  • τρεις πίτσες μπλε, η μία δώρο
  • πίτσες μπλε και ροζ μινάκια

    Δικαίως λοιπόν οι μπλε πίτσες τε και πούτσες συναγωνίζονται τα τσιμπούκια ο τίγρης σε παραλλαγές.

Α πουστεριόρι θεωρήθηκε ότι η έκφραση πούτσες μπλε εννοεί τα στρουμφάκια, των οποίων το γεννητικό μόριο έχει χαρακτηριστικό κυανούν χρώμα. Ή τα στρουμφάκια, οι οποίοι τρώνε και μπλε πίτσες. Ή τους Νεοδημοκράτες, τις πούτσες από την πενταετή διακυβέρνηση των οποίων τρώμε τώρα. Ωστόσο, δύο ερμηνείες που μπορεί να διαθέτουν μεγαλύτερο πραγματολογικό έρεισμα είναι η του Τρίγωνος, κατά τον οποίο η αναφορά είναι σε πέος που βρίσκεται για πολλή ώρα σε στύση κι έχει αρχίσει να μπλεδίζει, και η του Γαϊδουραγγάθου, κατά τον οποίο οφείλεται σε ουσία, όπου βούταγαν τον πέοντα στους οίκους ανοχής, η οποία προσέδιδε μπλε χρώμα.

Trivium: Σύμφωνα με αυτοψία του Αλλλίβε, στην Ανάλλληψη Θεσσαλλλονίκης υπάρχει πιτσαρία με ονομασία «Πίτσες μπλε». Επίσης, υπάρχει ομώνυμο καρναβαλιστικό γκρουπ που συνδυάζει τις μπλε πίτσες με ροζ μινάκια, βλ. το ομώνυμο σάιτ.

Από την Ελευθεροτυπία:

Πίτσες μπλε.
Η κρίση που μαστίζει την κοινωνία της κατανάλωσης γεννήθηκε από την απατεωνιά, που εφηύρε και διέσπειρε το χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό σύστημα για να πλουτίζει γρήγορα το ίδιο και οι απανταχού του κόσμου κεφαλαιούχοι, επενδυτές και κερδοσκόποι.
Τα κουρελόχαρτα αυτής της απατεωνιάς γέμισαν κάποια στιγμή τα ταμεία κρατών και οργανισμών, που πλήρωσαν και πληρώνουν αυτή την απάτη. [...] Ενα κράτος ανίκανο, που το μόνο που ξέρει είναι να ταΐζει με πίτσες το κρανοφόρο στόμα του.
Απ' όπου μποχάει η ανάσα του.

Το εθνικό φαγητό του 2009/ 2010. (από Khan, 11/01/10)Πίτσα από την Βιλγαρία, η μεγαλύτερη σύμφωνα με το Ρεκόρ Γκίνες. (από Khan, 11/01/10)Εεεεεεεφτασεε (από Khan, 11/01/10)Και για τη νυχτερινή σας διασκέδαση (από Khan, 11/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την σλανγκοηρωική δεκαετία των έιτιζ, μπορεί να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα, όπως τα παρακάτω:

  1. Πιο κυριολεκτικά το είδος Techno-country, όπως αναπτύχθηκε από συγκροτήματα, καθώς οι Rednex. (Σ.ς.: Αξιοσημείωτο ότι η βλαχοντίσκο ανθεί στην Βαλτική).

  2. Κομμάτια-ποστίλες που συνδυάζουν ετεροκλήτως ρυθμούς της Εσπερίας, λ.χ. ραπ, με ρυθμούς της καθ' ημάς Εώας, λ.χ. μπουζουκάκι, τσιφτετελάκι κ.ο.κ.

  3. Συναφώς, η συνήθεια κέντρων να εναλλάσσουν ξενόφερτο ντάμπα ντούμπα με ελληνάδικη μουσική, συνήθως από κάποια προκεχωρημένη ώρα και πέρα.

  4. Η πλειοψηφία των τραγουδιών που παίζονται στην γιουροβύζιον συνδυάζοντας και καλούα παγκοσμιοποιημένη μονοτροπία με πολιτισμική ιδιαιτερότητα.

Εν κατακαυλείδι, τόσο ο όρος βλάχος όσο και ο όρος ντίσκο εννοούνται στην ευρύτατη δυνατή έννοια, σημαίνοντας ο μεν βλάχος τον τοπικισμό, η δε ντίσκο, κάποιο ξενόφερτο ή παγκοσμιοποιημένο άκουσμα. Συνεκδοχικά, η έκφραση περιγράφει και αντίστοιχη ετερόκλητη συμπεριφορά. Σύγκρινε με το βαλκανικό Turbofolk.

Ασίστ: Αυτό το βρήκα μόνος μου.

  1. Από το insomnia.gr:

Την εποχή εκείνη άρχισαν την μόδα με techno-country ('βλαχοντίσκο' με άλλα λόγια) οι Rednex κι ακολούθησαν κι άλλοι.

  1. Σπεκάτο παπαραλήρημα από δώθε:

Μπουζούκια, τραπέζια στην πίστα, κουστουμάκια με ρίγες, ζευγάρια βυζιών που φτάνουν σε οργασμό όταν ο σαλιάρης αοιδός στην πίστα αναφέρεται σε τραβεστί αγάπες με οδυνηρούς χωρισμούς και γελοίες υποσχέσεις ενώ το παίζει πληγωμένος, την ίδια στιγμή που σολάρει το μπουζούκι σε ρυθμούς βλαχοντίσκο με επιρροές απο Satriani. Και εκεί που εξελίσσεται αυτός ο πολλαπλός οργασμός του εκάστοτε σκυλιού και το δήθεν ύφος του εκάστοτε αοιδού, αρχίζει ο άσκοπος εκσφενδονισμός ακοτσάνιαστων, νεκροταφειακών ανθών, τύπου γαριφάλου.Και μέσα σε μια ατμόσφαιρα πλυμμηρισμένη από έναν ορυμαγδό γαριφάλων, αναδύεται ένα ζευγάρι βυζιών το οποίο μαγνητίζει την αντιληψή σου και σε ωθεί να το αποδέχεσαι ως υπαρκτή αυτόνομη προσωπικότητα...

  1. Από γουορντπρέσι:
    Και μούτρα! Μούτρα γιατί το ξενοδοχείο δεν ήταν σαν το σπίτι μας. Μούτρα γιατί το μπαρ έπαιζε βλαχοντίσκο, μούτρα γιατί σερβίρουν το ουϊσκυ σε ψηλό ποτήρι.

  2. α) Παπαουρολογία για τη γιουροβύζιον:

Ξεχάσαμε το Χατζηδάκη και το Θεοδωράκη … και πιάσαμε τη πιο κιτς βλαχοντίσκο. Όλοι οι άνθρωποι που άλλαξαν τα δεδομένα της Ελληνικής δισκογραφίας και έπνιξαν τα ποιοτικά ρεύματα έτσι ώστε να προβληθούν ακούσματα πιο δυτικά … και πιο μοντέρνα ..ευθύνονται για την σημερινή κατάντια της δισκογραφίας.

β) Από το mad forumΝα ποιοι κερδίζουν στη γιουροβίζιον!
-σκυλομούρες ξυπόλητες τουρκάλες τουρκάλες που βγάζουν βάρβαρες ιαχές
-βλαχοβάρβαρες ουκρανέζες ντυμένες με δερμάτινα κουρέλια και αρκουδοτόμαρα που βγάζουν άναρθρες κραυγές και κρατάνε κέρατα και ρόπαλα
-τρανσέξουαλ απο το ισραήλ
-υπέρβαροι μεσήλικες εσθονοί με βλαχοντίσκο τραγούδια.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκφραστική ρίμα για νεαρούς κάγκουρες που φλερτάρουν πεζές εποχούμενοι σε παπάκι. Η έκφραση περιγράφει παντός είδους μικροεπαρχιωτικές καταστάσεις (των Αθηνέζων συμπεριλαμβανομένων) και βγάζει μια ασύστολη εϊτίλα, όταν ο Ψάλτης ήταν τσαντάκιας κι ο Γαρδέλης έκανε ρόδα, τσάντα και κοπάνα. Η έκφραση χρησιμοποιείται και θετικά γα τον άνθρωπο που δεν το βάζει κάτω παρά την ευτέλεια των μέσων του.

Ώπα, καμάκι με παπάκι ο καγκουρογαμόσαυρος!

(από Khan, 10/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιώργος Καρατζαφέρης διά χειρός Μητσικώστα. Το «μυρώνομαι απ' τη χάρη σου» θα δήλωνε την θέληση ταμένου χριστιανού πολιτικού να μυρωθεί από λαϊκό άγιο, για να κατέλθει επιτυχώς σε προσεχείς εκλογές. Με την αντιστροφή σε «μου» εννοείται η ναρκισσιστική αυταρέσκεια του λαοσπρόβλητου ηγέτη, καθώς κοιτά στα μάτια τον λαό του, επί εικοσιτετραώρου βάσεως, μέσω της κάμερας του ιδιωτικού του σταθμού. Δηλαδή κάτι σαν «τι είπα ρε ο πούστης» κ.ο.κ.

- Σσσσσσ, καλά τι λήμμα ανέβασα σήμερα! Μυρώνομαι απ' τη χάρη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίκην μνημοσύνου στον σχωρεμένο Νίκο Κακαουνάκη, που μας πρόσφερε μερικά λήμματα κι ακόμη περισσότερα μήδια και σχόλια, θυμίζω μια πάγια φράση που καθιέρωσε ο Γιώργος Μητσικώστας στα έρλυ νότιζ. Ο εκδότης της εφημερίδας Non Paper συνήθιζε να μιλάει μετά τον Ν. Κακαουνάκη και, ανεξαρτήτως θέματος, να λέει πάντα με σοβαροφανή στόμφο: «την ίδια πληροφορία έχω κι εγώ Νίκο». Έκτοτε λέγεται για δορυφορικά, επικουρικά πρόσωπα που πιθηκίζουν ή κομίζουν μαλάκα εις σλανγκρ. (Σημείωση: Ο Νίκος είναι όχι κατ' ανάγκη ο Κακαουνάκης, αλλά και ο Ευαγγελάτος)

- Τελικά το Λίλιαν είναι πολύ σέξι γκόμενα!
- Την ίδια πληροφορία έχω κι εγώ Νίκο!

(από electron, 09/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τελευταία τζούρα του γάρου, γνωστή και ως καυτή. Ονομάζεται έτσι, καθώς, κατά Χότζα, «επειδή το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι' αυτό και η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Μόνο μια δυο μπριζολάτες έχουν μείνει...

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified