Είναι ο μεσημεριανός ύπνος -ιερός θεσμός στο Μεξικό και σε χώρες της ρέκλας όπως Τζαμάικα, Ελλαδιστάν κ.ά.

Ετυμολογία: < ισπανικό siesta < λατινικό sexta (hora), η έκτη ώρα, δηλαδή το μεσημέρι σύμφωνα με το ρωμαιοκαθολικό ημερολόγιο των κανονικών ωρών, που είναι αφιερωμένες στην προσευχή και τον στοχασμό.

Χαρακτηριστικά ο θεσμός υπάρχει σε μεσογειακές και λατινόφωνες χώρες και όχι στους ανέραστους προτεστάντες.

Στο Δ.Π. υπό allivegp.

Τώρα θα μου πείτε: είναι σλανγκ; Όχι, αλλά σαν κρεψινιά είναι και η πρώτη!

Όταν ήμουν στον στρατό, ήμουν τόσο βυσματωμένος που ζητούσα από την λοχία να κάνω και σιέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Τζίμη Πανούση, προερχόμενη δηλονότι από το life-style και τον Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Τζουγκασβίλι, τουπίκλην Στάλιν.

  1. Η κυρίως έννοια είναι το λαϊφστάιλ των σκληροπυρηνικών κουκουέδων, δηλαδή η απόλυτη αντίθεση στο καπιταλιστικό λαϊφστάιλ. Πρόκειται για το στυλ της Παπαρήγα της καλής, για ένα στυλ, όπου πρυτανεύει η απλυσιά, οι αξύριστες μασχάλες και, στις συντρόφισσες, φούστες τ. χριστιανόφουστα, γενικά όλα όσα μπορούν να εμπνεύσουν επαναστατική αλληλεγγύη και συντροφικότητα, αμέριστη αφοσίωση στον επαναστατικό αγώνα και σεξ απήλ μόνο για τεκνοποίηση των μελλοντικών μελών του κόμματος (trivia: sex στα λατινικά σημαίνει κόμμα). Επίσης, παντελή αδιαφορία για παρακμιακά φαινόμενα, όπως image-making, debates κ.ο.κ.

  2. Η παραπάνω είναι η ορθόδοξη έννοια. Με την ευρεία έννοια ο όρος μπορεί να χαρακτηρίσει το λαϊφστάιλ κάθε αριστερίζοντος, έτσι όπως περιγράφεται γλαφυρά σε λήμματα του athens as it really is, του Χαλικούτη, του Ιησού κ.ά. Λ.χ. πρόκειται για το λατέρνατιβ στυλ ενός νεανία αλτερνιού, που δεν έχει απαραίτητα ασχημindie, αλλά μπορεί και να έχει ομορφindie. Περιλαμβάνει οπωσδηπότουσλυ διακοπές στην Ίφκινθο και μαγείρεμα με το αλάτι από την μπαρικάδα Ιφκίνθου, χαϊμαλιά, τζιβομπίχλες, και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Με ευρύτατη καθόλου ορθόδοξη έννοια μπορεί να δηλώσει και το λάιφσταϊλ συνασπισμένου νεανία με μπόλικη τσίπρα μέσα του, κουκουλοφλώρου ή και το στυλ της διαδήλωσης.

  3. Τέλος, μπορεί καταχρηστικά να χρησιμοποιηθεί και για το ψαγμένο λαϊφστάιλ ψαγμένου αριστεροκράτη Μαρξ εντ Σπένσερ, που στην ιδανική αισθητική περίπτωση μπορεί να αποτελεί το αντίστοιχο του ναζιάρη στο έτερο άκρο του πολιτικού φάσματος (άλλωστε τα άκρα συμπίπτουν). Χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι εστέτ Luchino Visconti, Heiner Muller και πολλοί άλλοι.

Ασίστ: Vrastaman.

«Από την εποχή του Λωτ μέχρι την εποχή του Λόττο το λαϊφστάιλ παίζει σημαντικό ρόλο στο πλασάρισμα των πολιτικών αρχηγών εκτός από την περίπτωση της συντρόφισσας της Αλέκας όπου σε αυτή την περίπτωση διαφοροποιείται κάπως και γέρνει προς το λαϊφστάλιν με τα δολοφονικά πατρόν της Ιωσηφίνας της δολοφονικής λούγκρας του βορρά με το παχύ μουστάκι». (Τζίμης Πανούσης, Δούρειος Ήχος, 1/6/09).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικά λένε έτσι την Ελλάδα αστειάτορες, πολλοί μεταξύ τους και διανοούμενοι. Η αγελάδα μετατρέπεται σε εθνικό μας ζώο, και η Ελλάδα θεωρείται φαντασιακά ως μια παχιά αγελάδα από την οποία τρέφονται πολλά μοσχάρια και άλλα ζώα, ενώ ορισμένοι την αρμέγουν μέχρι εξάντλησεως. Ο Ζουρ(λ)άρις έχει υπερασπιστεί σε βιβλίο του αυτήν την έκφραση στην λογική ότι η αγελάδα ετυμολογείται από την αγέλη, και οι Έλληνες είναι κατεξοχήν αγελαία ζώα (με την καλή έννοια, όπως λέμε και «ζώα πολιτικά», βέβαια άλλο η αγέλη κι άλλο η πολιτεία).

  1. Έλα να πρασινίσουμε και πράσινα να σμίξουμε και απ' την πρασινάδα μας να φάει κι η γελάδα μας. (Χάρρυ Κλυνν).

  2. Γελάς Ελλάς Αγελάς (Ζουρλάρις).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ακραίου σπεκ. Λέγεται κυρίως από ενθουσιώδη οπαδό σε ταγό. Πρόκειται για εϊτίλα που καθιερώθηκε από τον δίσκο του Χάρρυ Κλυνν Τίποτα, όπου ο Χάρρυ υποδύεται τον Ανδρέα Παπανδρέου σε μια γηπεδική ομιλία, όπου έλεγε μόνο Θα με μέτρο και με τον χαρακτηριστικό παπανδρεϊκό επιτονισμό (βλ. και πράγματι), και το πλήθος του απαντούσε με θα ρυθμικές επευφημίες. Ο μόνος που έλεγε κάτι διαφορετικό από θα ήταν ένας ενθουσιώδης φαν που ούρλιαζε «μας πήρες τα σπλάχνα μεγάλε!».

Σύγκρινε: ΘΑΣΟΚ.

Παπανδρέου: Θα θα θα θα θα θα θα. Θα θα θα θα θα θα θα θα θα θα θα θα.
Πλήθος: Θα θα θα θα θα θα θα θα θα (δις).
Οπαδός: Μας πήρες τα σπλάχνα μεγάλε!

Ελλείψει του ανάλογου σκετσακίου... (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως παρατήρησε ο Vrastaman, πιμί είναι τόσο η υπερκιτσάτη διαφημιστική μασκότ των πάλαι ποτέ διαλαμψάντων υπερπριζουνίκ Μαρινόπουλος, όσο και τα personnal messages. Αυτοαναφορικώς, λοιπόν, ως μαρινόπουλος χαρακτηρίζεται είτε σκωπτικά-χλευαστικά, είτε και με την καλή έννοια, αυτός που επιδίδεται καθ' υπερβολήν στα πιμί, λ.χ. λύνοντας διαφορές μέσω πιμί σε one to one basis, αντί για την πανδιαφάνεια των σχολίωνε (ευσύνοπτον κατά Αριστοτέλην και Foucault), ενθαρρύνοντας δίκην σλανγκοπατέρα τους σλανγκορούκι, αναπτύσσοντας διαδικτυακές φιλίες, φλερτ, ή και αντιπαλότητες στην σκοτεινή ιδιωτεία των πιμί, και όχι στον καταυγασμένο με φως δημόσιο χώρο του σλανγκοδήμου.

Trivia: Η γνωστή ανεκδοτική εϊτίλα ήταν:
— Ποιο είναι το μικρό όνομα του Μαρινόπουλου;
— ...;
— Υπερπριζουνίκ.

Επίσης, ο Μαρινόπουλος είχε απαθανατιστεί στον χαρρυκλυννικό δίσκο «Μαλακά» με τις εθνικές επευφημίες: «Υπέρ εστιών και βωμών, υπέρ πατρίδος και θεών, υπερπριζουνίκ Μαρινόπουλος».

Από τίτλο της Φραπέ Slangossip που τελικά κόπηκε:

Αποκαλύπτουμε:
Ποιοι είναι οι πιμιτζήδες και ποιοι οι μαρινόπουλοι.

Ρετροκίτς. (από Khan, 20/08/09)Στο 1.10 περίπου η ατάκα (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφετηριακή βρισιά που σημαίνει προφάνουσλυ συνουσιάζεσαι ως παθητικός ερωμένος /-η, ήγουν λαμβάνεις τον μπαργαλάτσον, και από την οποία προκύπτει πληθώρα εκφράσεων, όπως είναι γάτα κι αλεπού και τον παίρνει πού και πού, παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;, τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι, τον παίρνει κι απ' τα αυτιά, τον παίρνει κι απ' τα ρουθούνια, τον παίρνεις και γέρνεις.

(από Khan, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Βραβείο Πούλιτζερ είναι μια αμερικλάνικη βράβευση για επιτεύγματα στην δημοσιογραφία, την λογοτεχνία και την μουσική σύνθεση. Δημιουργήθηκε από τον εκδότη Ιωσήφ Πούλιτζερ και χορηγείται από το Columbia University στη Νέα Υόρκη (Βλ. και το επίσημο σάιτ). Χαουέβερ, η ηχητική του ομοιότητα με το πουλί ως συνώνυμο του μπαργαλάτσου, άλλως με τον πούλο, έχει οδηγήσει σε σλανγκική εναλλακτική χρήση του.

  1. Είναι το βραβείο που απονέμεται σε όποιον έχει λαμπρή επίδοση στην γενετήσια δραστηριότητα κυρίως ως παθητικός ερωμένος /-η. Χρησιμοποιείται και ως ύβρις. Το παίρνω το Βραβείο Πούλιτζερ ισοδυναμεί με το παίρνω τον πούλο με την σημασία του συνουσιάζομαι, τον παίρνω, τον παίρνω και γέρνω. Επίσης αποτελεί συνώνυμο του Kavli Prize (βραβείο Καυλί), δηλαδή του βραβείου που απονέμεται ειρωνικά για έξοχη γενετήσια δραστηριότητα συμπεριλαμβανομένης κατεξοχήν της μαλακίας. Με αυτήν την σημασία έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος κυρίως από τον αστειάτορα Γιώργο Μητσικώστα. Κατά δε τον λημματονουνό Κνάσο, πρόκειται και για ευφημισμό. Κατά την έκφρασή του: «Εδώ για να μετριαστεί η ντροπή παρομοιάζεται με βραβείο ο πούλος, όπως οι Ολυμπιακοί το 2004 είχαν την εθνική περηφάνεια αντί για το τρώμε με χρυσά κουτάλια».

  2. Η κυρίως σημασία του «παίρνω τον πούλο» είναι φεύγω. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, πρόκειται για παραφθορά του παίρνω τον πίλον, δηλαδή παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω (πίλος= είδος καπέλου), με παρετυμολογική έλξη από τον πούλο, στην οποία όμως ετυμολογική εκδοχή δεν θα έδινα την πλήρη συγκατάθεσή μου. Οπότε το παίρνω το Βραβείο Πούλιτζερ λειτουργεί ως μία από τις πολυάριθμες παραλλαγές του παίρνω τον πούλο , όπως γίνομαι πουλόπουλος (τραγουδιάρικο- πελλοπονjήσιο), παίρνω τον πουλόδρομο, γίνομαι τομπούλογλου (τουρκική εσάνς), παίρνω τον μπούλο στο μπαούλο, τον πούλο αρμ (στρατιωτικώς), παίρνω τον πούλο τον τρεχάτο, παίρνω τον πούλοβιτς (γιουγκοσλαβική εσάνς).

Ασίστ: Κνάσος.

  1. Η Καυλάουρα πήρε Βραβείο Πούλιτζερ για το σύνολο της καριέρας της.

  2. Άντε, πήγε δύο η ώρα. Καιρός να πάρουμε το Βραβείο Πούλιτζερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κυλόττες και τα σλιπάκια που δεν θεωρείς τόσο σέξι όσο τα άλλα που έχεις. Τα κοινολάκια τα φοράς στη δουλειά ή όπου αλλού κρίνεις ότι δεν πρόκειται να τα χαρεί κανείς.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2007.

Με φρίκη η Κική διαπίστωσε ότι όλα τα καλά της κυλοτάκια ήταν για πλύσιμο και θ' αναγκαζόταν να φορέσει κοινολάκι στο ραντεβού της με τον ενδιαφέροντα τύπο που γνώρισε προχθές.

βλ. και περιοδόβρακο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε δημόσιους χώρους δυσπιστώ αν τα φυτά που κοσμούν τον χώρο είναι αληθινά ή όχι και προσέχοντας μη με πάρει κανείς μάτι τα ζουλάω για να το επιβεβαιώσω. Συνεκδοχικά: Αναρωτιέμαι αν κάποιος είναι πραγματικά τόσο ηλίθιος ή το παίζει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

- Μην δυσφυταπιστείς, αληθινό είναι το τριαντάφυλλο. Ορίστε βλέπεις το κοτσάνι πώς σπάει;
- Ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απώλεια του ενδιαφέροντός σου για ένα παιχνίδι ταβλιού όταν σου καθίσταται πλέον πρόδηλο ότι χάνεις.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς, Πλαθολόγιο Λέξεων, Intro, 2006.

Επέμενε ο σπασαρχίδης να συνεχίσουμε το παιχνίδι, παρόλο που μου είχε πιάσει την παραμάνα. Ταβλαρέθηκα την ζωή μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified