Αυτός που τα ξέρει όλα και δεν το κρύβει. Ο ξερόλας.

-Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα φτάσουμε πρώτοι, γιατί η απόσταση που πρέπει να διανύσουμε ενώ κινούμαστε με σταθερή ταχύτητα είναι....
-Ναι ναι ΟΚ, πανεπιστήμονα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κενό (εσοχή) ανάμεσα στα κωλομάγουλα (κωλομέρια). Η κωλοχωρίστρα.
3 <--- κωλοχαράδρα

Όταν χέζεις, πώς σκουπίζεσαι; Κατά μήκος της κωλοχαράδρας από μπρος προς τα πίσω, ή από πίσω προς τα μπρος; Εγώ το δεύτερο...

Κωλοχαράδρα; Βυζοχαράδρα; (από Galadriel, 13/12/12)

Βλ. και κωλοσχισμή, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρευστό χρήμα, από το αγγλικό cash.

-Κάτσε να πάω στο ΑΤΜ γιατί ξέμεινα από κασέρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.

Βλ. και ζέο, ζάκι.

- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρύος, χτυπητός καφές, το εθνικό ρόφημα του Ελληναρά. Φράπα, φραπεδούμπα, φραπόγαλο, φραπές.

- Πήγαμε στην καφετέρια κι αράξαμε 6-7 ώρες...
- Καλά, και τι κάνατε τόσες ώρες σε μια καφετέρια;
- Ε, πίναμε φραπεδιόλες και λέγαμε μαλακίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το νταραβέρι. Η δοσοληψία. Χρησιμοποιείται ευρέως για πάρε-δώσε με ναρκωτικά.

- Μέρ' φέρε εσύ τα φράγκα και θα πάω εγώ να κάνω το βέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εδραιώθηκε μετά την παρωδία / ντουμπλάρισμα και τη διάδοση μέσω internet διαφήμισης απορρυπαντικού, circa 2006/7.

Εκδηλώνει συμφωνία, επιβεβαίωση, συνήθως μετά απογοήτευσης. Προφέρεται πάντα με μπάσα φωνή.

-Πάει, χάλασε κι αυτό το πληκτρολόγιο...
-Ναι το γαμημένο!

Το βίντεο πού \'χε ανεβάσει ο νταής. (από vikar, 29/09/10)

Δες και γαμημένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Το μπουρδέλο, ή ακόμα και ανεπίσημο μέρος όπου ο κόσμος τείνει να αγαπιέται.

- Ρε φίλε, γιατί βγαίνουν συνέχεια ζευγαράκια από κείνο το ξενοδοχείο;
- Είναι γνωστός γαμιστρώνας, δεν τό 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποσπώ τιμαλφή ή άλλα είδη των οποίων η αξία καθορίζεται από τις εκάστοτε περιστάσεις με την απειλή όπλου, κέρατου, γροθιάς κτλ από άτομο, συνήθως στο δρόμο.

- Άσε ρε φ'λαράκ', με φερμάρανε οι μπαοκτσίδες το μπουφάν. Τι θα πω τη μάνα μου τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.

*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.

-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified