Ο άγαρμπος, ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος (στην πυργιώτικη αργκό).

- Αμάν, σκοτώθηκ' απάνω στη γωνιά του τραπεζού!
- Αφού 'σαι αντούβιανος, μάνα μ', τι περμένεις;

Επίσης και αντούβγαινος και αντούβιανο(ς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος ή ανατσούμπαλος ή αντούβιανος, ο άγαρμπος, χωρίς χάρη και ισορροπία στις κινήσεις του (στην κεφαλλονίτικη slang). Συχνό σε άτομα με «σύνδρομο του Μαρφάν».

Ο όρος μάλλον από το στερητικό α- και το ουσιαστικό (ν)τάρα (= το αντίβαρο).

- Για τήρα το Λέλο, προβατεί και μπουρδουκλώνεται.
- Πούθε πηαίνεις ωρέ άταρεεε; (κράξιμο)

O τίμιος Αbe ξεχωρίζει. (από allivegp, 17/04/10)Τάταρος (από HODJAS, 19/04/10)Και ο Charles Bronson είναι Τάταρος... (από HODJAS, 19/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αγόρι στα γιούφτικα (Ρομανί), άλλως: τσαβό.

Υπάρχει και ι ρακλί, το κορίτσι. Πληθυντικός για όλα: ε ρακλέ.

- Σο κερές, ρακλό;
- Ρακλί είμαι ρε μπουλιάκο, σε μπερδεύει το μουστάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κλανιάς που ηχεί σαν μπουρμπουλήθρες, σαν να βράζει νερό. Συνήθως είναι δυνατή, διαρκείας, με υγρή απόχρωση, και βρομάει επικίνδυνα.

- Άφησε μια βραστή μες στο σινεμά, ο λεχρίτης, που ψοφήσαμε στη μπόχα.
- Ε, το μπουχέσα! Καλά, δεν ντράπηκε που έγινε ρόμπα;

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Βλ. επίσης κομπολογάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άθλημα στο οποίο οι παίκτες συναγωνίζονται στο κλάσιμο. Οι κανόνες είναι απλοί:

Ηχηρή χωρίς βρόμα = 1 πόντος.
Ηχηρή με βρόμα = 2 πόντοι.
Φυσηχτή χωρίς βρόμα (σπάνιο) = 0,5 πόντοι.
Φυσηχτή με βρόμα (άλλως «μοβόρα») = 2,5 πόντοι.
Βραστή = τρίποντο.

Σε περίπτωση που ένας παίκτης χεστεί κατά τη διάρκεια του αγώνα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι (για να πάει στο γκαμπινέ να σκουπιστεί/να πλυθεί ή να συνεχίσει το χέσιμό του ανενόχλητος).

Όπως σε κάθε άθλημα, η προπόνηση παίζει μεγάλο ρόλο, όπως και η κατάλληλη προθέρμανση και προετοιμασία (κατανάλωση οσπρίων, κρύου γάλακτος κ.τ.λ.).

- Παίζουμε (το) πορδόσφαιρο;
- Πάλι τα ίδια; Αφού όλο χέζεσαι και χάνεις, ρε πισωγλέντη.

Εσφαλμένα αναφέρεται ως "πορδοποδόσφαιρο", καθότι οι καλλιτέχνες δεν γνώριζαν την "απλολογία" (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται στη φράση: «παίζω τον πορδόμυλο», τ.έ. την κολοκυθιά, τ.έ. επιδίδομαι σε άκαρπη συζήτηση (μάλλον ιδιωματισμός).

Συνώνη μου (κατά το Αντώνη μου): παίζω την κολοκυθιά.

- Εσύ θα πας.
- Όχι, εσύ.
- Ε, όχι εσύ.
- Τον πορδόμυλο θα παίξουμε τώρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασία φαγητού που οφείλεται στη διαστροφική σεξουαλική ικανοποίηση κατά την οποία η σύντροφος (είπαμε, μόνο τα κουμούνια κάνουν σεχ) ζητεί από τον σύντροφο να αυνανιστεί μέσα στον κεσέ γιαούρτης που ο τελευταίος έτυχε να τρώει, κατόπιν να ανακατέψει το μίγμα και, εν συνεχεία, να ταΐσει με στοργή την κοπέλα (ή να το φάει ο ίδιος, αλλά αυτό δεν το 'χω βιώσει ποτέ).

- Βλέπω τρως γιαουρτάκι, αγοράκι μου.
- Ε, και τι θες;
- Δεν ρίχνεις μια παχίτσα εκεί μέσα, μετά να το ανακατέψεις...
- Ξέρω, και να σ' το δώσω να (ν)το φας. Μ' έχεις πρήξει μ' αυτά τα κίνκι συνέχεια!!!

Όταν τα σχόλια περιττεύουν... (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 25/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό kerhane, περσικής προέλευσης.

- Πες μου, νινέ (γιαγιά), τι θυμάσαι από την πατρίδα;
- Θυμάμαι, γιαβρί' μ, τη συνοικία με τους κερχανέδες... Εκεί δούλευα, αλλά μπεζέρισα μιάφορα κι εγίνηκα λοκαντιέρα...

Βλ. και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα μικρασιάτικα. Από το τουρκικό fahişe, αραβικής ή περσικής προέλευσης.

- Αρίσταρχε, να σου εξηγήσω... δεν είναι αυτό που νομίζεις...
- Άι σικτίρ μωρή φαχισέ, που μου κάμνεις και τη μπιλμέμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδος (π.χ. Ήπειρο, Αρκαδία κ.α.), οι καταλήξεις (είτε ρημάτων, είτε ουσιαστικών) -άσεις, -ήσεις, -ίσεις, -ώσεις προφέρονται με σίγηση του -σ- και μετατροπή του τελικού -ς σε -ζ, λίγο παχύ, από άτομα μεγάλης ηλικίας. Σπάνιο σε νέους, αλλά άμα ακούσετε καναν τέτοιονα, πάρ' τε το μπούλο γιατί θα 'ναι πολύ γύφτουλας.

- Τι βλέπεις παππού;
- Τι να βλέπω; Ειδήειζ βλέπω, παιδάκι μου, ειδήειζ.
- Έγινε τίποτα το σοβαρό;
- Τι να γένει; Όλο παρελάειζ, δηλώειζ, καταπατήειζ... Α, όταν γυρίειζ, φέρε μου ένα πακέτο «Σέρτικα Λαμίας». Και βάλε το παλτό σου μην κρυώειζ. Α, και φόρα καπότα άμα πας να γαμήειζ!

Πρβλ και να βοηθή'εις, αύξη, ζγκατάψυξ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified