Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».
Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).
Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;
Ο ανήξερος, ο «Γερμανός», ο «Κινέζος».
Παλιομοδίτικη μάγκικη και εν γένει μικρασιάτικη λέξη, από το τουρκικό bilmem (= δεν ξέρω).
Τι μου παριστάνεις τώρα, ρε Σπύρο; Τον μπιλμέμ μου παριστάνεις;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στρογγυλοκάθομαι, δε λέω να φύγω και τους γράφω όλους στ' αρχίδια μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που τρέχει όπου τον καλούν, αρκεί να έχει μάσα και να είναι τζάμπα. Ο όρος χρησιμοποιείται ως αρχαιοπρεπής slang μεταξύ αποφοίτων της θεωρητικής κατεύθυνσης.
— Γιώργο, με κάλεσε ο Λάμπρος για παϊδάκια το βράδι, σπίτι του. Άμα θες έλα.
— Τι λες ρε που θα 'ρθω απρόσκλητος; Τρεχέδειπνος σαν εσένα είμαι;
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.
Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.
- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όχημα που μεταφέρει πόρνες. Στην Τσεχία (αλλά και σε άλλες χώρες που πουλάνε μουνί) τα εν λόγω οχήματα είναι ειδικά διαμορφωμένα, με μεταξόνιο τουλάχιστον τριών μέτρων (άρα τρεις με τέσσερις πόρτες σε κάθε πλευρά), φέρει δε διακριτικά λογότυπα και χρώματα του εκάστοτε στριπτιτζάδικου στο οποίο εργάζονται οι επιβαίνουσες.
Κοίτα, ρε παπάρα! Περνάει μια πουτανοφόρα φουλ στο μουνί!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέξη που ακούστηκε στην ελληνική ταινία «Δε Κόπανοι» από τον Γιώργο Κωνσταντίνου προς τον (εκλιπόντα) Κώστα Παληό και δηλώνει ότι ο προς ον απευθυνόμαστε δεν αξίζει φράγκο, είναι ένα αρχίδι και μισό. Λογοπαίγνιο με το «Δούκας», τον οποίο υποδυόταν ο δεύτερος στο εν λόγω έργο. Ο διάλογος ήταν περίπου όπως αναφέρεται στο παράδειγμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η βαβούρα, το ντάπα-ντούπα (π.χ. σε κλαμπ).
Γουστάρεις νυχτερινό ντουβρουτζά κ' έτσ';
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μη Γύφτος στα Γύφτικα, ο μπαλαμός [θηλυκό: ι γκατζί (όχι με ήτα, γιατί αυτό το -ί είναι ινδικής προέλευσης), πληθυντικός για όλα τα γένη: ε γκατζέ]. Το τελικό -ς προστίθεται για τον εξελληνισμό της λέξης στο στόμα ελληνοφώνων. Παρόμοια χρησιμοποιούν οι Γιαπωνέζοι τον όρο gaijin (που μάλλον δεν σχετίζεται ετυμολογικά με το «γκατζό»).
Ήρθαν κάτι γκατζέ (πληθ.) και ρωτάγανε άμα ξέρουμε τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος είναι άσχετος στο μπιλιάρδο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.
- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified