Η μουνάρα επί τρία. Κατά το τρισάγιο.
Η γκόμενά του είναι τρίσμουνο, λέμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που λέγεται από ανοιχτό κάμπριο προς γυναίκα φανταχτερή, αγέρωχη και φανερά τσούλα.
- Κοίτα τι περνάει ρε, κοίτα σου λέω!!!
- Σκύλα μου, νά 'μουνα η φόλα σου να πέθαινες για μένα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κωλόγρια, η θείτσα.
Πέρασε από 'κει μια θεια-Κούτσαινα και τη ρώτησα πού στο διάολο βρισκόμαστε. Κρανίου τόπος, σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από τον Homo australopithecus, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο θαμώνας οίκων ανοχής στις Κάτω Χώρες. Ο όρος οφείλεται στη γνωστή βιτρίνα των ολλανδικών μπουρδέλων.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα, τώρα που θα είμαστε Άμστερνταμ;
- Φύγε από 'δώ ρε βιτρινιάρη που θα πάμε στα μπουρδέλα, με τόσες μουνάρες Ολλανδέζες ολοτρίγυρα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.
- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσιπτετελικόν επιφώνημα τουρκικής προέλευσης (şinanay). Ακούγεται στο άσμα:
Σήκω χόρεψε κουκλί μου,
να σε δω να σε χαρώ
τσιφτετέλι τούρκικο
σινανάι γιαβρούμ σινανάι να.
Άλλοι το εκφέρουν ως «νινανάι», αλλά το ορίτζιναλ είναι το πρώτο.
Παρόμοια επιφωνήματα: μεγεμελέ, λάι λάι λάι, νάι νάι νάι, νε τσαρέ, ε γκιουλέ ολσούν, για χαμπίμπι, για λελέλι.
Το κουνιστό οριεντάλ τραγούδι ή ο αντίστοιχος χορός.
Το κέφι που προκαλείται από τέτοια τραγούδια ή χορούς.
Άμα αρχίσει το σινανάι, άντε να τους μαζέψεις ύστερα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κοπέλα της οποίας τα έσω χείλη του αιδοίου είναι κατσαρά, με άφθονες πτυχώσεις, και συνήθως αισθητά πιο προτεταμένα από τα έξω χείλη του αιδοίου. Όταν επιχειρείς αιδοιολειχία, μπορείς να τα ρουφήξεις ώστε να ξετυλιχτούν μέσα στο στόμα σου.
- Σιχαίνομαι το γλειφομούνι, δεν το κάνω ποτέ.
- Κι εγώ, αλλά άμα είναι σγουρομούνα η γυναίκα...
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».
- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Βλ. απαλομούνα.
Τι γλυκομούνα που είσαι, μωρό μου!!!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified