Έτσι λέγεται ο πλανόδιος πωλητής CD, καθώς όντας πάντα καλοπροαίρετος και χαμογελαστός, προσφωνεί το υποψήφιο (κατά τον ίδιο) άρρεν αγοραστικό κοινό του με την έκφραση «φίλο - φίλο».

Προφάνουσλυ, ο συγκεκριμένος οικονομικός μετανάστης δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα και εντάσσει το ουσιαστικό «φίλος» από την δεύτερη κλίση (κλητική : φίλε) στην εξής διάταξη: κλητική σε -ο σχηματίζουν από τα παροξύτονα αρσενικά:

α) τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Πέτρο κουτουλού. β) μερικά κοινά ουσιαστικά: γέρο, διάκο...
γ) μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό… δ) μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο, Καρακίτσο…

- Έλα φίλο-φίλο, πάρε το απαγορευμένο, το Τζούλια. Τρία γιούρο! Έχω και Τοντορίτο το Νατάσα.

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μα» στη γλώσσα μας αποτελεί αφενός ορκωτικό μόριο (μα το χριστό), αφεδύο είναι εναντιωματικός σύνδεσμος, ταυτόσημο με το «αλλά» (θέλω μα δεν μπορώ). Επίσης είναι δεύτερος τύπος της κτητικής αντωνυμίας εμά-μα, ονομαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του ουδετέρου γένους.

Το «μου» είναι ο δεύτερος τύπος της γενικής της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» (εμού-μου).

Σλανγκικώς, η έκφραση χρησιμοποιείται ως δηλωτική ανούσιων δικαιολογιών συνοδευομένων από ακατάσχετη και χωρίς ειρμό φλυαρία κι αυτό διότι δεν υπάρχει ίχνος αληθείας στις αιτιάσεις αυτές.

(πάσα από xalikoutis σε αυτό το λήμμα ως σχόλιο.

... με την άδεια (;) του xalikoutis παραθέτω με κλόπυ πέιστ το σχόλιό του αυτούσιο δίκην παραδείγματος:
«Και μ' αρχίζει τα μα και μου, το και το του λέω, εδώ δεν είμαστ' ό,τι κι ό,τι, τη δουλειά θα την κάνεις έτσι κι έτσι του λέω, και πού και πού νά 'ρχεσαι και να μου λες πώς πάει...

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 14/06/10)Ιδιες δικαιολογίες και στην Ασία (από perkins, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλώστρα είναι ο δειλός , η κότα, ο κιοτής, αυτός που υπερηφανεύεται για να κάνει το κομμάτι του αλλά όταν έρθει η ώρα να αποδείξει τα λεγόμενά του και τις υποτιθέμενες ταρζανιές του, κωλώνει, κλάνει μέντες και γίνεται ρεντίκολο μπροστά σε όλους.

Περί της ορθογραφίας του λήμματος, αν και συναντάται και ως «κολόστρα», το σωστό είναι με ωμέγα εκ του κώλος, πισινός δηλαδή. Όταν γυρίζουμε τον πισινό μας στην πρόκληση, όταν δηλαδή την αποφεύγουμε και υποχωρούμε προκειμένου να μην εκτεθούμε στον παραμικρό κίνδυνο.

Οι κλασσικές κωλώστρες είναι πάντα πολυλογάδες, ψευτοπαλληκαράδες και νταήδες του γλυκού νερού.

Φιλοσοφική σχολή 2ο ετος εγω και τοτε μου αρεσε καποιος... Μεγαλη κωλόστρα εγω τοτε δεν εκανα κανενα βημα... Με λιγα λογια ο τυπος αγνοουσε την υπαρξη μου... Αποφασιζω λοιπον να του γνωστοποιησω οτι υπαρχω...
Το πρωι της αποφραδας εκεινης μερας στεκομαι μπροστα στην ντουλαπα μου και αποφασιζω να γινω μια Θεα... Επιλεγω ενα μαυρο κοντο φορεματακι (ηταν στη μοδα τοτε εκεινα τα μικροσκοπικα που στενευαν μεχρι τη μεση και ανοιγαν στο τελειωμα αερινα και προκλητικα κοντα...) Εχοντας απιστευτα σεξι διαθεση κανω τη μεγαλη πατατα να φορεσω απο κατω στριγκακι... Βαζω και το εντυπωσιακο πεδιλακι μου, χτενιζω τις παιχνιδιαρικες καταξανθες ανταυγιες μου, καμαρωνω στο καθρεφτη τα 48 (τοτε...) κιλακια μου, με φτυνω περιπαθως να μην με ματιαξω, αρωματιζομαι και φευγω. (το άφησα όλο το παράδειγμα από κάποιο φόρουμ γιατί είχε ενδιαφέρον)

κωλοστράρες (από perkins, 12/06/10)Λατινικη κολοστρα, για να μην (;) κωλωνεις! (από perkins, 14/06/10)

Επίσης η λέξη γράφεται και «κωλόστρα», βλ. παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαδιάρης αποτελεί πάντα επίκαιρο τύπο υπουργού, γενικού γραμματέα υπουργείου και διευθύνοντα συμβούλου οργανισμού του δημοσίου, αλλά μεταλλάσσεται και σε κάποια εδώδιμα είδη δημοσίων λειτουργών που διαβιούν σε νοσοκομεία, πολεοδομίες, τελωνεία, εφορίες, δασικές υπηρεσίες κουτουλού, οι οποίοι είναι κι αυτοί λαδιάρηδες, συνήθως όμως χαμηλότερης ταρίφας.

Λαδιάρης κατά λέξη είναι αυτός που αποδέχεται την μίζα και το λάδι. Η μίζα χρησιμεύει για ν' αρχίσει η παράνομη δραστηριότητα και το λάδι για να μην υπάρξουν μετέπειτα (χρονο)τριβές στον παράνομο αυτό μηχανισμό της κονόμας και του μαύρου χρήματος.

Συνώνυμο του λαδιάρη ειναι ο οικονομισάριος, αυτός που ελαφρά τη καρδία τσιμπάει τογρηγορόσημο, η (αν απ-εργάζεται σε νοσοκομείο) το φακελάκι.

  1. ... Οι «εξωτικές» εταιρείες και η λίστα των «λαδιάρηδων».

Τον Νοέμβριο του 2006 οι γερμανικές διωκτικές αρχές πραγματοποίησαν έφοδο σε πολλά γραφεία της «Ζήμενς» στη Γερμανία και στην Αυστρία. Στην έφοδο η αστυνομία είχε την τύχη με το μέρος της. Ενας από τους ενεχόμενους στα «μαύρα ταμεία», ο Ράινχαρντ Σίκατσεκ...
(από την Καθημερινή)

  1. ...Βρέθηκε στην χώρα που ανήγαγε το λάδωμα σε επιστήμη νοθευμένο λάδι. Σιγά τα αυγά!
    Και στο κάτω-κάτω κάναμε το επιστημονικώς ανεπανάληπτο: μπορούμε να χρησιμοποιούμε ορυκτέλαια στο τηγάνισμα και λάδι τηγανίσματος σε μηχανές εσωτερικής καύσης!
    Το μόνο καλό είναι πως για τα γνωστάλαδώματα θα κάνουμε χρήση αυτού του λαδιού, με την ελπίδα ο αλήτης που λαδώσαμε να πάθει τίποτε (εξ'αιτίας του λαδιού μας...)... (απο μπλόγκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στοά, εκ του gallery που λένε και οι Αγγλοσαξόνοι.

Ο όρος χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική του έννοια για τις στοές των ορυχείων.

Σλανγκιστί όμως, λέγεται μόνο για τα τελευταία εννέα καθίσματα των λεωφορείων των κτελ, και γενικότερα για τις τελευταίες θέσεις παντός είδους λεωφορείων και τρόλεϋ.

Το συγκεκριμένο τμήμα των οχημάτων αυτών είναι περιζήτητο σε νέους, ειδικά σε πενταήμερες (κι όχι πενθήμερες) λυκειακές εκδρομές καθώς εκεί γίνεται ο χαβαλές, πέφτει το φάσωμα και γενικά συμβαίνουν όλα τα καλά.

Τα παλιότερα χρόνια επίσης, που υπήρχαν τα λεωφορεία με τα ανοιγόμενα παράθυρα, στη γαλαρία επιζητούσαν να κάθονται οι «άρρωστοι»καπνιστές, επιβάτες των ΚΤΕΛ πανελλαδικά, έτσι ώστε να λάθουν της μύτης του οδηγού ή αυτής των ρουφ συνεπιβατών τους.

Θα πα' να κάτσω γαλαρία με τους μαλάκες για τη φάση και όλο και κάνα μωρό θα ξεστρατίσει προς τα πίσω. Θα φάμε καλά αργοτερότερα.

(από perkins, 08/06/10)(από perkins, 08/06/10)(από Vrastaman, 09/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη εκδοχή της εκφράσεως διαφοροποιείται από το έλα κούτσα κούτσα και πιάσε μου την πούτσα καθώς παραπέμπει στην Σισύφεια ματαιότητα.

Η ειδοποιός διαφορά είναι το «κλάσε» (χωρίς σεξουαλικά υπονοούμενα) από το «πιάσε» (που παραπέμπει σε φραπέδες κιέτσ'). Αναλύοντας τα επί μέρους:

  • Έλα: αποτελεί πρόκληση σε αγώνα ή αναμέτρηση.
  • …κούτσα - κούτσα: για να αντιπαρατεθεί, ο αποδέκτης της πρόκλησης θα ταλαιπωρηθεί είτε από αντικειμενικές δυσκολίες ή από δικά του μειονεκτήματα.
  • …και κλάσε μας τη μπούτσα: Ο εκστομίσας την φράση δεν έχει λόγο ανησυχίας λόγω των γνωστών περιορισμών του προκληθέντος. Το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο.

Ταυτόσημη σημασία έχουν οι φράσεις: θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, κλάσε μας τα αρχίδια, στ' αρχίδια μου σε γράφω και κάνω τον ζωγράφο, κουτουλού.

Εν κατακαυλείδι, άπαξ και ο προκληθείς τελικά καταφέρει να περάσει τον λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, θα βρεθεί εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στην ανυποληψία, την ταλαιπωρία και τον εξευτελισμό.

.#
@gatti201 ΕΛΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΟΥΤΣΑ ΚΑΙ ΚΛΑΣΕ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΟΥΤΣΑ. ΚΟΙΤΑ ΠΟΙΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΝΙCΚΝΑΜΕ;!!! AKOY GATTI... HAHAHAHAH!!! (σχόλια από το συσιφόνι)

(από perkins, 07/06/10)κουτσα κούτσα αλλά με όπλο (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την ακούει κανείς μετά από χρήση ευφορικών μέσων (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικές ουσίες και χημικά πτητικά υγρά). Χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, καλή διάθεση και βλακώδες χαμόγελο ή ακατάσχετο γέλιο, ζαλάδα και μειωμένες αναστολές.

Γενικότερα δημιουργείται στο υποκείμενο μια τάση για αποφυγή της πραγματικότητας και αδιαφορία για τις κοινωνικές επιταγές.

Όπως θα έλεγε κι ο Σιγμούνδος τείνει να εξωτερικευτεί το υποσυνείδητό μας παραμερίζοντας το εγώ. Για το υπερεγώ δεν το συζητάμε καθόλου, είναι το πρώτο θύμα της κραιπάλης.

- Θα πιούμε άλλο ένα υποβρύχιο;
- Όχι. Έχω κάνει καλό κεφάλι ρε νεροχύτη και δεν θέλω να το χαλάσω, να πέσω.

(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κ.τ.λ., και τα λοιπά. Προφέρεται κουτουλού για τους ίδιους ακριβώς λόγους που λέμε και δουσού, πσκ, πουσουκού, σουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ (όπως λέει και η Ιronick).

- ...κι άρχισε να μου λέει ότι την κλείνω μέσα, ότι εγώ βγαίνω με τα ρεμάλια, δεν της λέω γλυκόλογα, κουλουπού κουλουπού, καταλαβαίνεις τώρα, σωστή γιαλόμα και βάλε,
δεν την παλεύω κάστανο φίλε.

ΚΟΥΤΟΥΛΟΥ-Ν (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χάπια που έπιναν (και πίνουν) κάποιοι τοξικομανείς με τη σέσουλα για να την ακούσουν, να φτιαχτούν βρε αδερφέ, να κάνουν κεφάλι.

Συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε σχέση με τις άλλες ουσίες είναι ότι τα μπιφτέκια είναι πιο φθηνά, πιο ευκολοφόρετα, πιο εύκολο να τα προμηθευτεί κανείς και το κυριότερο ότι βρίσκεις γιατρό να σου τα συνταγογραφήσει και να τα αγοράζεις ως κύριος.

Ονομάστηκαν μπιφτέκια αφενός για ξεκάρφωμα του χρήστη, και αφεδύο από το μεγάλο τους μέγεθος (στην φαντασία του χρήστη) και την ισχυρή τους δράση.

Κλασσικά μπιφτέκια είναι τα: Tavor, Ardan, Lexotanil, Valium, Vulbegal, το κλασσικό Hypnostenton, κουτουλού.

- Πώς εισ' έτσι ρε άπλυτε;
- Με χαλάσανε (χμφφφφ) τα μπιφτέκια, ήτανε (ουπς) ληγμένα.

valium ναούμ (από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ρήμα «φασώνομαι». Μπαίνω σε φάση ερωτικών περιπτύξεων.

Ο λόγος που το προσθέτω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό φάσωμα, είναι επειδή αυτό γίνεται μόνο μεταξύ δυο ατόμων που δεν έχουν ήδη σχέση.

- Έμαθα πέρασες καλά χτες στο παρτάκι;
- Φασώθηκα με τον Γιώργο ρε, αφού σου το 'χα πει ότι τον είχα βάλει στο μάτι.

(από perkins, 06/06/10)φασσώθηκε ο δολοφόνος (από perkins, 06/06/10)Εταιρία πλαστικών Fasoplast (από allivegp, 03/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified