Έπειτα από ουσιώδη ή επουσιώδη αλλαγή το υποκείμενο που «δείχνει» παρουσιάζει ραγδαία βελτίωση της εξωτερικής του εμφανίσεως.

- Καλά Γιάννο, πήρα μια ταυτότητα για το χέρι... 'Αλλο πράμα... Πλατίνα... και με διαμαντάκια 4 καράτια γράφει «Μάκης»...
- Πσσσσσςς... Μάκη... Τώρα έδειξες...!

Got a better definition? Add it!

Published

Εξαιρετικά σημαντική θέση σε εταιρία, αλλά μόνο γι' αυτόν που την κατέχει. Προκύπτει από τη φράση «Άι φέρ'» που το εκάστοτε αφεντικό παγίως απευθύνει προς τον υφιστάμενο του. Το παιδί για όλες τις δουλειές.

- Ρε συ Μάκη για πε' για τη νέα δουλειά, ναούμ...
- Α πολύ σημαντική και με ευθύνες. Είμαι eyefair του διευθυντή της Giant.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό του οποίου οι σεξουαλικές σχέσεις με το άλλο φύλο φτάνουν μόνο έως την ανταλλαγή αντίου (bye) / καληνύχτας έξω από την πόρτα του αντικείμενου του πόθου του, συνοδευόμενο από σταυρωτό φιλί.

Ο bye sexual αυτοβούλως είναι καλός, γλυκός, κρατάει συντροφιά, βγάζει βόλτα σκύλους, ακούει πόνους και για τον λόγο αυτόν τον βλέπουν ως φίλο όλα τα θηλυκά.

Συνώνυμο : καληνυχτάκιας

- Ρε Μάκη τι λέει; Την έφαγε ο Μηνάς τη Μαιρούλα;

- Μπαααα. Αρχίδια... Αφού ειναι bye sexual ο μαλάκας και πάει και γίνεται φίλος με όλες τις γκόμενες... Χίλιες φορές τον είπα ότι δεν γαμείς έτσι, αυτός το χαβά του.

Got a better definition? Add it!

Published

Ηθική υποχρέωση σε βορειοελλαδίτικους γάμους όπου συγγενής ή φίλος του γαμπρού ή της νύφης χρηματίζει, ήτοι «ασημώνει», την ορχήστρα και ο τραγουδιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μνημονεύσει την σχετική κίνηση που όλοι γύρω σέβονται και αναγνωρίζουν.

Ο στενός συγγενής που δεν θα προχωρήσει σε κίνηση «σάμπα» κινδυνέύει να απολέσει τον χαρακτηρισμό του μπρούκλη ή ακόμα και αυτόν του μανχάτα και να θεωρηθεί τσίπης.

Τραγουδιστής σε γάμο :

- Κορή καραβοκύρη - ο πεθερός σου Σάμπα !!-, και ομόρφη κοπελιά - ο κουμπάρος ο Μάκης Σάμπα !!- κορμί κυπαρισένιο λυγάει σαν λυγαριά..

Σάμπααα!!! Από το istoriesskyladikou.blogspot.com (από poniroskylo, 23/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλπ.

  2. Μη πειστικές δικαιολογίες, παραμύθια της Χαλιμάς.

  3. Ακατάσχετη φλυαρία, μη αποδεκτή.

  1. - Πω ρε πούστη, για να συναρμολογήσω αυτήν τη βιβλιοθήκη [IKEA] θέλει να αγοράσω κατσαβίδια, σφυριά και μα-μου ιστορίες... Για έξοδα είμαστε;

  2. - Και την λέω «Πού ήσαν χτες;» και με λέει «ε να ξεχαστήκαμε με τη Ρίτσα εκεί στον καφενέ» και «είναι μόνη της μωρέ και θέλει παρέα» και «είναι άρρωστη και η θειά της» και μα-μου ιστορίες... «Καλά, για μαλάκα με έχεις» την λέω, «τα χάφτω εγώ κάτι τέτοια;»

  3. - Ήρθε ψε η Νίτσα από το σπίτι και μου τα 'πρηξε με τα γκομενικά της. Και ο Μάκης έτσι, και ο Μάκης αλλιώς και δεν με κάνει, δεν με ράνει, δεν με δείχνει και μα-μου ιστορίες... Ποιος σε ρώτησε, κυρά μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχάρπαστος. Ο ένας και ο άλλος. Αδιάφορο ποιος είναι αυτός. Συνήθως φανερώνει ενόχληση ενώ συχνά αν δοθεί έμφαση στο δείξε χαρακτηρίζει κοσμική συγκέντρωση (ημι)celebrities.

  1. - Πώς πήγε η μέρα Μάκη μου;
    - Χάλια γυναίκα... Με τα 'πρηξαν σήμερα. Η μάνα μου, η μάνα σου, ο Αντώνης, η Ριτσα, ο πήξε, ο δείξε... Άλλη δουλειά δεν είχαν να κάνουν;

  2. - Καλό το πάρτυ που πήγες χτες, Μικέ;
    - Α Νώντα μου, σούπερ... Όλος ο καλός ο κόσμος ήταν εκεί... Ο Κωστας Σόμερ, ο Ερρίκος Πετιλόν, η Βάνα Μπάρμπα, ο πήξε, ο δείξε... όλοι εκεί σου λέω... έχασες που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ήχος του λυγμού, του κλαυθμού και του οδυρμού. Συνοδεύεται από τα περίπου συνώνυμα «κλαψ» και «σνιφ».

Βρίσκει την ρίζα του στα περιοδικά Μίκυ Μάου και με τα συνώνυμά του εξέφραζε την θλίψη των ηρώων σε περίπτωση μη επιθυμητής έκβασης των πραγμάτων.

Συνοδεύεται από θαυμαστικά στον γραπτό λόγο.

- Τά 'μαθες Μίκυ Μάου; Σου μπήκει ο Πλούτο την Μίνι παρτούζα με τον Κύρο Γρανάζη..
- Η καριόλα, να κάνει σε μένα τέτοιο πράγμα;;;
(κλαψ!!) (σνιφ!!) (λυγμ!!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ακούων ροκάκια έχει μικρή σχέση με τη μουσική. Κατα βάση νομίζει ότι έχει μεγαλύτερη σχέση από τους άλλους διότι έχει 3 δίσκους U2 και έχει ακούσει 4 φορές το Χατζηγιάννη. Στην έννοια «ροκάκια» εμπίπτει ένα μεγαλό μουσικό φάσμα σχετιζόμενο με την ποπ και ροκ μουσική των τελευταιων δεκαετιών και περιλαμβάνει καλλιτέχνες από την Πωλίνα και τον Κώστα Χαριτοδιπλωμένο έως τους Dire Straits, τους Whitesnake και τους James.

Πιστεύει ακράδαντα πως το συγκρότημα εκ Θεσσαλονικής Ονειράμα «ροκάρει άγρια» και εν γένει «τα σπάει».

Ροκάκια δεν είναι : όσα ο ακούων ροκάκια δεν ξέρει διότι είναι κουλτουριάρικο και άρα δεν φταίει αυτός αλλά και τα μπίτια ή μπιτάκια, τα οποία ωστόσο μπορεί και αυτά να τα εκτιμά.

Αγαπημενό μαγαζί εν Αθήναις : Εν Δελφοίς
Αγαπημενο μαγαζί εν Θεσσαλονίκη : Μπελ αίρ.

Ο ακούων ροκάκια ακολουθεί το τρίπτυχο «sex and drugs and rock 'n' roll» σε όλη του τη ζωή.

  • Σύνηθες επάγγελμα : Ασφαλιστής, πολιτικός μηχανικός, δικηγόρος
  • Αγαπημένη φίρμα: Burberry
  • Αγαπημένοι πολιτικοί : Αλέξης Τσίπρας, Σπύρος Βούγιας, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης
  • Αγαπημένο ποτό : Gin & tonic, kir royal, σπάνιες μπύρες.

- Και να σου πω μανίτσα... Τι μουσική ακούς;
- Αααα απ' όλα... Και μπίτια και ροκάκια και άμα είμαι και χαλαρωτή ακούω και καμμία μπαλλλάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων μεγάλη καλλιτεχνική παιδεία και αίσθηση της μόδας συνάμα, ή ετσι τουλάχιστον νομίζει. Εκφράζει άψογα τις εφήμερες τάσεις στη μόδα, τη μουσική και τις τέχνες γενικότερα. Συνηθίζει να επιδίδεται σε διάφορα «ινσταλέισιονς» (εξού και η προέλευσις) ή «πρότζεκτς» που είναι συνήθως ετερόκλιτα και εξίσου απαράδεκτα. Το γεγονός ότι δεν έχει ταλέντο σε καμία από τις 14 τέχνες στις οποίες «αυτόν τον καιρό» επιδίδεται, δεν τον πτοεί. Ασχολείται μετά μανίας με την τέχνη του βίντεο άρτ, ράβει τα ρούχα του και είναι συνήθως γκέυ αλλά και dj.

- Θα πάμε Μάκη στο επόμενο πάρτυ Amateur;
- Στάνταρ ρε φίλος... Παίζουν και οι Stileto Scag που είναι πολύ ινσταλέισιον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη γερμανική λέξη mein που αποδίδεται στα Ελληνικά ως «δικός / -ή / -ό μου». Έκφραση που ακούγεται συχνά στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης και έξω από το γήπεδο της Τούμπας αλλά και στην Βέροια και αντικατέστησε το '80ς, παρωχημένο αλλά και χαμουτζίδικο «δικέ μου».

Συνώνυμα : ψηλός, κολλητός, φάιλος.

Οδήγησε στην παράφραση του θρυλικού άσματος των Olympians, αλλά και αργότερα του καλλιτέχνη Λιβιεράτου.

Σε λενε, το κορίτσι του mein..
μαααα
στην καρδιά σου, η αγάπη
είναι klein (εννοείται πάλι το mein)

- Πού 'σαι ρε Μάιν, θα πάμε γήπεδο σήμερα;
- Και τι να πάω να δω ρε Μάιν, τον Μπαλάφα και τον Λάκη; Κλάιν Μάιν... Πονάν τα μυαλά μου και που τους βλέπω σε λέω... Πάμε για Τούμπα Λίμπρε να πιάσουν τόπο και τα λεφτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified